-
1 φθέγξομαι
φθέγγομαιutter a sound: aor subj mid 1st sg (epic)φθέγγομαιutter a sound: fut ind mid 1st sg -
2 φθέγξομ'
φθέγξομαι, φθέγγομαιutter a sound: aor subj mid 1st sg (epic)φθέγξομαι, φθέγγομαιutter a sound: fut ind mid 1st sg -
3 φθέγγομαι
1 utter, proclaim c. acc., ( αἶνος ὃν)Ἄδραστος μάντιν Οἰκλείδαν ποτ' ἐς Ἀμφιάρηον φθέγξατ O. 6.14
καιρὸν εἰ φθέγξαιο P. 1.81
τοιαῦτα μὲν ἐφθέγξατ' Ἀμφιάρηος P. 8.56
c. acc. dupl.,σὲ δ' ἀντία προτέρων φθέγξομαι, τότ Ἀγλαοτρίαιναν ἁρπάσαι O. 1.36
c. acc. & inf., πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ δι-πλόαν νικῶντ' ἀρετάν N. 5.52
fragg. ] εφθεγξαντο δ' ἐγχώριαι ( ἀνεφθέγξαντο G-H.) Πα. 12. 1. δ' οὐδὲν προσαιτέων ἐφθεγξάμαν ἔπι (i. e. ἐπεφθ.?) fr. 177f. -
4 φθέγγομαι
φθέγγομαι, fut. φθέγξομαι, aor. ἐφθεγξάμην, subj. φθέγξομαι: utter a sound, speak out, cf. φθογγή, φθόγγος. Since the verb merely designates the effect upon the ear, it may be joined with a more specific word, ἐφθέγγοντο καλεῦντες, called aloud, Od. 10.229, Il. 21.192, ; φθεγγομένου.. κάρη κονίῃσιν ἐμίχθη, while the voice still sounded, Il. 10.457, Od. 22.329.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > φθέγγομαι
-
5 φθεγγομαι
(fut. φθέγξομαι, aor. ἐφθεγξάμην, pf. ἔφθεγμαι - 2 л. ἔφθεγξαι, 3 л. ἔφθεγκται)1) издавать (звук), звучать ( в разных значениях)φ. φωνήν Batr. — издавать голос, произносить;
οὗτοι μέν εἰσιν ἄφωνοι, ἐκεῖνοι δὲ φθέγγονται Arst. — те (птицы) безгласны, эти же издают звуки;ζωγραφία φθεγγομένη ἥ ποίησίς (ἐστιν) Plut. — поэзия есть звучащая живопись;ὅ ἵππος φθέγγεται Her. — конь ржет;ἀετὸς φθεγγόμενος Xen. — клекочущий орел;τὸ θύριον φθεγγόμενον Arph. — скрипящая дверь;τὰ φθεγγόμενα σιδήρια Plat. — лязгающее железо;βροντέ ἐφθέγξατο Xen. — загрохотал гром;ἥ σάλπιγξ ἐφθέγξατο Xen. — прозвучала труба;φθεγγόμενος παλάμης παλμόν Anth. — рукоплещущий;(τὰ) τῇ δυνάμει ταὐτὸν φθεγγόμενα Plat. — созвучные по значению, т.е. однозначные слова2) произносить(ἔπος τι Her.; τοὺς λόγους Eur.; τὰ ῥήματα Plat.)
φ. ἔπη Plat. — читать эпические произведения;ἐφθέγξατο βοή Eur. — раздался крик;τὸ φθεγγόμενον Her. — звук, голос;ἐφθέγξαντο πάντες Xen. — все издали боевой клич;φ. ὀδυρμοὺς καὴ γόους Aesch. — издавать жалобы и вопли:ἀρὰς φ. εἴς τινα Eur. — проклинать кого-л.;φ. μετὰ βοῆς Plat. — издавать крики;ἑταῖρον προσέειπεν φθεγξάμενος Hom. — он крикнул товарищу3) говорить(φωνῇ ἀνθρωπηΐῃ Her.)
φθεγξάμενος ὀλίγῃ ὀπί Hom. — понизив голос;μικρὸν καὴ ἰσχνὸν φ. Luc. — говорить тонким пискливым голоском;φ. τι Plat. — говорить о чем-л.4) называть, именоватьτι φ. τι Plat. — называть, что-л. чем-л.;
τινὴ τὸ ὄνομα φ. τι Plat. — давать чему-л. название чего-л.5) воспевать, славить(τινα Pind.)
-
6 ἀντία
a pro adv., adversely, otherwise “ τὸ δ' οἴκοθεν ἀντία πράξει” P. 8.52b pro prep.I c. gen., contrary toσὲ δἀντία προτέρων φθέγξομαι O. 1.36
καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ against her father's wishes O. 13.53II c. dat., againstοὐκ ἐρίζων ἀντία τοῖς ἀγαθοῖς P. 4.285
-
7 ἁρπάζω
1 seize φθέγξομαι τότ' Ἀγλαοτρίαιναν ἁρπάσαι sc.σε O. 1.40
παῖδ' ἐκ νεκροῦ ἅρπασε (sc. Ἀπόλλων) P. 3.44 Κυράνας· τὰν ὁ χαιτάεις ἀνεμοσφαράγων ἐκ Παλίου κόλπων ποτὲ Λατοίδας ἅρπασ (Tricl: ἅρπασεν codd.) P. 9.6ἔνθεν ἁρπάξαντες ἄγαλμ' Ἀίδα N. 10.67
Ἰ]νὼ δἐκ πυ[ρ ἁρπά]ξαισα[ (supp. Lobel: sc. Μελικέρταν) Θρ.. 3. γ]ὰρ ἁρπαζομένων τεθνάμεν[[βρεϝεμαξρ]]μάτων ἢ κακὸν ἔμμεναι (χρη]μάτων e. g. supp. Lobel) fr. 169. 16. in tmesis, ἂν δ' εὐθὺς ἀρπάξαις v.ἀναρπάζω P. 4.34
-
8 μεταβαίνω
μεταβαίνω fut. & aor. 1 act., in causal sense,1 transfer, remove ( φθέγξομαί σε)τότ' Ἀγλαοτρίαιναν ἁρπάσαι χρυσέαισί τ ἀν ἵπποις ὕπατον εὐρυτίμου ποτὶ δῶμα Διὸς μεταβᾶσαι O. 1.42
φαντὶ δὲ Λαμνόθεν ἕλκει τειρόμενον μεταβάσοντας ἐλθεῖν ἥροας ἀντιθέους Ποίαντος υἱόν (Kayser: μεταλ(λ)άς(ς) οντας codd.) P. 1.52 -
9 ὁπότε
1 whena introducing temp. cl.,I c. aor. ind.σὲ δ' ἀντία προτέρων φθέγξομαι, ὁπότ ἐκάλεσε πατὴρ, τότ Ἀγλαοτρίαιναν ἁρπάσαι O. 1.37
ὁπόθ' Ἁρμονίαν γᾶμεν βοῶπιν P. 3.91
ὁπότ' ἀπ Ἄργεος ἤλυθονδευτέραν ὁδὸν Επίγονοι P.8.41.Περσεὺς ὁπότε τρίτον ἄυσεν κασιγνητᾶν μέρος ἐνναλίᾳ Σερίφῳ ἄγων P. 12.11
ἢ χρυσῷ μεσονύκτιον νείφοντα δεξαμένα τὸν φέρτατον θεῶν, ὁπότ' Ἀμφιτρύωνος ἐν θυρέτροις σταθεὶς ἄλοχον μετῆλθεν Ἡρακλείοις γοναῖς; I. 7.6 ἀλλ ἁ Κοιογενὴς ὁπότ' ὠδίνεσσι θυίοισ ἀγχιτόκοις ἐπέβα νιν, δὴ τότε τέσσαρες ἀπώρουσαν fr. 33d. 3.II c. impf. ind.φάνη Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου, καὶ ψυχρᾶν ὁπότ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε O. 9.97
ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος, ὁπότε πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά P. 11.19
οἶά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς, καὶ λιθίνοις ὁπότ' ἐν δίσκοις ἵεν (constr. dub.: ἐν Hermann: ὁπότε codd.) I. 1.25b introducing indir. quest.κέκριται πεῖρας οὔ τι θανάτου οὐδ' ἡσύχιμον ἁμέραν ὁπότε ἀτειρεῖ σὺν ἀγαθῷ τελευτάσομεν O. 2.32
οὐ λανθάνει, φοινικοεάνων ὁπότ' οἰχθέντος ὡρᾶν θαλάμου εὔοδμον ἐπάγοισιν ἔαρ φυτά νεκτάρεα fr. 75. 14.c frag. ]ων ὁπότε[ Πα. 13. b. 19. -
10 πρότερος
πρότερος (-ων; -ᾳ, -αις, -ας; -ον).a in former times, earlyκραίνων ἐφετμὰς Ἡρακλέος προτέρας O. 3.11
ἐπὶ προτέρων ἀνδρῶν O. 7.72
ἀρχαῖς δὲ προτέραις ἑπόμενοι O. 10.78
ἐκ προτέρων καμάτων P. 3.96
ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳ P. 8.48
χώρας Μυρμιδόνες ἵνα πρότεροι ᾤκησαν N. 3.13
b pro subs., men of oldσὲ δ' ἀντία προτέρων φθέγξομαι O. 1.36
μανθάνων οἶσθα προτέρων P. 3.80
λεγόμενον δὲ τοῦτο προτέρων ἔπος ἔχω (v. l. πρότερον) N. 3.52c n. s. pro adv.ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον O. 13.31
“ δώδεκα δὲ πρότερον ἁμέρας” P. 4.25ἔγεντο καὶ πρότερον Ἀντίλοχος βιατὰς P. 6.28
τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων πράθον, ἑσπόμενοι Ἡρακλῆι πρότερον, καὶ σὺν Ἀτρείδαις I. 5.37
-
11 φθέγγομαι
Aφθέγξομαι Il.21.341
: [tense] aor. ἐφθεγξάμην, [dialect] Ep. and poet.φθεγξάμην 18.218
, Pi.O.6.14: [tense] pf. ἔφθεγμαι, [ per.] 2sg. , [ per.] 3sg. [full] ἔφθεγκται (trans.) Arist.APo. 77a2, ([voice] Pass.) Id.Cael. 279a23: — utter a sound or voice, esp. speak loud and clear, freq. in Hom.,φθεγξάμενος παρὰ νηός Il.11.603
, cf. 10.67, al., Pl. R. 336b (properly of all animals that have lungs, Arist.HA 535a30):I of the human voice,ἀνθρωπηΐῃ φωνῇ φ. Hdt.2.57
;ἀπὸ γλώσσας Pi.
l.c.;διὰ τοῦ στόματος Pl.Sph. 238b
; [ψυχῆς] φθεγξαμένης ἀΐων Xenoph.7.5
;φθεγξαμένου τευ ἢ αὐδήσαντος Od.9.497
; with a part. expressing the kind of cry,φθέγξομ' ἐγὼν ἰάχουσα Il. 21.341
;τοὶ δ' ἐφθέγγοντο καλεῦντες Od.10.229
, cf. 12.249; soσφοδρῷ τῷ πνεύματι φ. Archyt.1
;φ. μετὰ βοῆς Pl.Lg. 791e
, etc.;μέγιστον ἁπάντων D.19.206
; καλὸν καὶ μέγα ib.216, cf. 337;ἐλεύθερον καὶ μέγα Pl.Grg. 485e
; also of weak, small voice,φθεγξάμενος ὀλίγῃ ὀπί Od.14.492
;τυτθὸν φθεγξαμένη Il.24.170
; of the battle-cry, X.An. 1.8.18; of the recitative of the chorus, Id.Oec.8.3;οὐκέτι πόρρω διθυράμβων φ. Pl.Phdr. 238d
; οὐδ' ἂν φθέγξασθαι δυνηθείη would not be able to utter a syllable, Isoc.15.192, cf. Pl.R. 368c; opp. silence, X.Mem.4.2.6; εἶτα σὺ φθέγγει .. ; open your mouth.. ? D.18.283; of children just born, Arist.HA 587a27:—Constr.:—c. acc. cogn., utter,ἔπος Hdt.5.106
;ἀγέλαστα Heraclit.92
;ὀδυρμοὺς καὶ γόους ἀνωφελεῖς A.Pr.34
; (lyr.); ἀράς, λόγους, βλασφημίαν, E.Ph. 475, Med. 1307, Ion 1189;ῥῆμα μοχθηρόν SIG1175.19
(Piraeus, Tab. Defix., iv/iii B. C.); ;ὑπέρογκα ματαιότητος φ. 2 Ep.Pet.2.18
: the pers. addressed added with a Prep.,φ. εἰς ἡμᾶς E.Ph.
l.c.; ; later τισί, Plu.Crass.27;φ. τι περί τινος Isoc.10.13
; τὸ φθεγγόμενον, abs., that which uttered the sound, Hdt.8.65.2 of animals, as a horse, neigh, whinny, Id.3.84,85; of an eagle, scream, X.An.6.1.23; of a raven, croak, Thphr.Sign.16; of a fawn, cry, Theoc.13.62; of birds, opp. ἄφωνοί εἰσι, Arist.HA 618a5; ἐν τῷ θέρει ᾄδει [κόττυφος], τοῦ χειμῶνος.. φ. θορυβῶδες ib. 632b17; of worms,φ. οἷον τριγμόν Thphr. CP5.10.5
; of certain fish, Arist.Fr. 300, Opp.H.1.135.3 of inanimate things, of a door, creak, Ar.Pl. 1099; of thunder, X.Cyr. 7.1.3; of trumpets, Id.An.4.2.7, 5.2.14; of the flute, Id.Smp.6.3, Thgn.532; of the lyre,φόρμιγξ φ. ἱρὸν μέλος Id.761
, cf. Arist. Metaph. 1019b15; of an earthen pot, εἴτε ὑγιὲς εἴτε σαθρὸν φ. whether it rings sound or cracked, Pl.Tht. 179d; φ. παλάμῃσι to clap with the hands, Nonn.D.5.106, cf. AP9.505.17 (dub.).II = ὀνομάζω, to name, call by name, Pl.R. 527a, Phlb. 25c, 34a; τῷ πλέγματι τούτῳ τὸ ὄνομα ἐφθεγξάμεθα λόγον gave it the name of λόγος, Id.Sph. 262d; φ. εἴδωλον ἐπὶ πᾶσιν ὡς ἓν ὄν ib. 240a; φ. γιγνόμενα speak of things as coming into existence, Id.Tht. 157b; καὶ τὸν κύλλαστιν φθέγγου use the word κ., Ar.Fr. 257; also τῇ δυνάμει ταὐτὸν φ. have the same meaning, Pl.Cra. 394c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθέγγομαι
-
12 ὁπόταν
ὁπότᾰν, i. e. ὁπότ' ἄν, as it is freq. written in codd. (the distn. did not exist for the Greeks): Adv., related to ὅταν as ὁπότε to ὅτε (v. ὁπότε),A whensoever, used only with subj., Il.15.209, etc. (Hom. uses ὁππότε κεν in the same way, Il.4.40, 229, al.): rarely after past tenses, πολλὰς.. η?ὁπότανXσθου πλαγάς, ὁπόταν.. νὺξ ὑπολείφθῃ (for ὁπότε νὺξ ὑπολειφθείη) S.El.91 (anap.): never with ind. in early writers, for φθέγξομαι (Il.21.340), ἱμείρεται (Od.1.41 ) are [dialect] Ep. [tense] aor. subj. forms, and in Od. 16.282 θῇσιν is the right reading: never with opt. save in late writers (unless the Mss. can be trusted in Pl.Alc.2.146a), for in Il.7.415 ὁππότ' ἄρ' is the reading of the best codd. ; in X.Cyr.1.3.11 ὁπότε ἥκοι is the right reading. -
13 φθέγγομαι
φθέγγομαι mid. dep. fut. φθέγξομαι LXX; 1 aor. ἐφθεγξάμην (Hom.+; SIG 1175, 6 ῥῆμα μοχθηρὸν φθ.; 23 [abs.]; PFlor 309, 10; LXX; TestJob 18:4; Just.; Tat. 1, 2) lit. ‘produce a sound’ (Iren. 1, 14, 7 [Harv. I, 142, 4]), then ‘call out loudly’ (Orig., C. Cels. 7, 55, 3), gener. speak, utter, proclaim τὶ someth., w. focus on the act of utterance (Lucian, Nigrin. 3, 11; Iambl. Erot. 21; Sextus 356; Wsd 1:8 ἄδικα; TestDan 5:2 ἀλήθειαν; Philo; Jos., Bell. 2, 128, C. Ap. 2, 219) ὑπέρογκα speak bombastically 2 Pt 2:18. Of an animal ἐν ἀνθρώπου φωνῇ vs. 16 (Alciphron 4, 19, 3 εἰ βοῦς μοι τὸ λεγόμενον φθέγξαιτο). Abs., of persons (opp. ‘be silent’.—X., An. 6, 6, 28, Cyr. 7, 3, 11; Ael. Aristid. 30, 19 K.=10 p. 121 D.; TestJob 18:4) Ac 4:18.—DELG. M-M. -
14 ἐρεύγομαι
ἐρεύγομαι fut. ἐρεύξομαι (Hom. et al.; LXX; SibOr 4, 81) orig. ‘belch’, then to express forcefully someth. intelligible, utter, proclaim (cp. the imagery Callimachus: POxy 1011 fol. 1 verso, 7=Fgm. 75, 7 Pf. I 77, but ἐξερυγάννω here in tmesis and said satirically ‘belch out their story’) τὶ someth. κεκρυμμένα Mt 13:35 (cp. Ps 77:2 φθέγξομαι; for the imagery of forceful utterance cp. Job 32:19f). ῥῆμα a word 1 Cl 27:7 (Ps 18:3).—DELG 1. M-M.
См. также в других словарях:
φθέγξομαι — φθέγγομαι utter a sound aor subj mid 1st sg (epic) φθέγγομαι utter a sound fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθέγξομ' — φθέγξομαι , φθέγγομαι utter a sound aor subj mid 1st sg (epic) φθέγξομαι , φθέγγομαι utter a sound fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… … Hofmann J. Lexicon universale