Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φειδωλία

См. также в других словарях:

  • φειδωλία — φειδωλίᾱ , φειδωλία fem nom/voc/acc dual φειδωλίᾱ , φειδωλία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φειδωλίᾳ — φειδωλίαι , φειδωλία fem nom/voc pl φειδωλίᾱͅ , φειδωλία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φειδωλία — η, ΝΑ [φειδωλός] η ιδιότητα τού φειδωλού, τσιγκουνιά αρχ. τελειότητα στην εκτέλεση μιας εργασίας, ακρίβεια …   Dictionary of Greek

  • φειδωλίας — φειδωλίᾱς , φειδωλία fem acc pl φειδωλίᾱς , φειδωλία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φειδωλίαι — φειδωλία fem nom/voc pl φειδωλίᾱͅ , φειδωλία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φειδωλίαν — φειδωλίᾱν , φειδωλία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φειδωλίην — φειδωλία fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροδοσία — μικροδοσία, ἡ (Α) το να δίδει κανείς μικρά δώρα, φιλαργυρία, φειδωλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + δοσία (< δότης < δίδωμι), πρβλ. αιμο δοσία, μισθο δοσία] …   Dictionary of Greek

  • φειδασμός — ὁ, Α φειδωλία, οικονομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. πρέπει να θεωρηθεί μάλλον εσφ.] …   Dictionary of Greek

  • φειδώ — η ώς, η κατανάλωση ή η διάθεση ενός πράγματος με μέτρο και περίσκεψη, η οικονομία, η φειδωλία, η σφιχτοχεριά, η τσιγκουνιά: Στην Κατοχή μοίραζαν τρόφιμα με μεγάλη φειδώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»