-
1 φατριά
φατριά̱, φατριάbrother's wife: fem nom /voc /acc dualφατριά̱, φατριάbrother's wife: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 φατριά
φατριά, ἡ,A brother's wife, Gloss. -
3 φατρία
1) clan2) factionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φατρία
-
4 φατριάν
φατριά̱ν, φατριάbrother's wife: fem acc sg (attic doric aeolic) -
5 φράτρα
φράτρα, ἡ, dat.A (Pergam., ii B. C.), [dialect] Ion. [full] φρήτρη, [dialect] Dor. [full] πάτρα (q. v.), Delph. [full] πατριά (q. v.), [dialect] Att. [full] φρατρία; also [full] φατρία and [full] φάτρα (v. infr.):—prop. brotherhood, but among the Greeks always in polit. sense, cf. Dicaearch.Hist.9:I in Hom., tribe, clan, κρῖν' ἄνδρας.. κατὰ φρήτρας, ὡς φρήτρη φρήτρηφιν ἀρήγῃ choose men by clans, that clan may stand by clan, Il.2.362; of the Persian royal clan (the Achaemenids), Hdt.1.125.II later, political subdivision of the φυλή, Pl.Lg. 746d, 785a, Isoc.8.88, Aeschin.2.147;φρατρίαι καὶ φυλαί Arist.Pol. 1264a8
, cf. 1300a25, 1309a12; freq. in Inscrr.,φυλῆς καὶ δήμου καὶ φρατρίας ὧν ἂν βούληται ἀπογραψάμενον IG12.110.16
; προσγραψαμένοις πρὸς φυλὴν καὶ φρατρίαν ἢν ἂν βούλωνται ib.12(5).819.21 (Tenos, ii B. C.); sub-division of a tribe, PHib. 1.28.10 (iii B. C.); of groups celebrating festivals, e.g. the Carnea at Sparta, Demetr.Sceps. ap. Ath.4.141f; or the Jewish Passover, J.AJ3.10.5, BJ6.9.3; perh. = σύνοδος 1.2, Pap. in Harvard Theological Review 29.40 (i B. C.).2 used to translate Lat. curia, Plu. Publ.7; in form [full] φράτρα, D.H.2.7, 6.89, al.3 later, of any league or association, esp. in bad sense, conspiracy (in form [full] φατρία), Lib.Or.18.141; τῶν πονηρῶν τε καὶ ἀκολάστων φατρίαι ib.17.2. (The form [full] φάτρα is found in Arcadia, IG5(2).510 (ii B. C.), and at Tenos, ib.12(5).798.23 (iii B. C.); [full] φατρία is found at Chios, Michel 997.28 (iv B. C.); at Tenos, IG12(5).816.16 (iii B. C.); and freq. in codd., e.g. Aeschin. l.c., Arist.Pol. ll.cc., cf. Hdn.Gr.1.298, 2.598, Orusap.EM789.20; cf. φρήτρη, φρητρία.— -
6 φατριών
-
7 φατριῶν
-
8 μυστάδης
μυστάδης· εἶδός τι, καὶ φατρία μάντεων, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυστάδης
-
9 φάτρα
A v. φρατρ-. -
10 ἰδιώτης
A private person, individual, opp. the State,ξυμφέροντα καὶ πόλεσι καὶ ἰδιώταις Th.1.124
, cf. 3.10, SIG37.3 (Teos, v B.C.), Pl.Smp. 185b, X.Vect.4.18, etc.; opp. γένος, SIG1013.6 (Chios, iv B.C.); opp. φατρία, ib.987.28 (ibid., iv B.C.).II one in a private station, opp. to one holding public office, or taking part in public affairs, Hdt.1.59, 123, al., cf. Decr. ap.And.1.84, Th.4.2, etc.; opp. βασιλεύς, Hdt.7.3; opp. ἄρχων, Lys.5.3, Pl.Plt. 259b, SIG305.71 (iv B.C.); opp. δικαστής, Antipho 6.24; opp. πολιτευόμενος, D.10.70; opp. ῥήτωρ, Hyp.Eux.27; private soldier, opp. στρατηγός, X.An.1.3.11, cf.PHib.1.30.21 (iii B.C.); layman, opp. priest, OGI90.52 (Rosetta, ii B.C.), PGnom. 200 (ii A.D.), 1 Ep.Cor.14.16: as Adj.,ἰ. ἄνδρες Hdt.1.32
,70, Th.1.115; ἰ. θεοί homely (with play on ἴδιος), Ar.Ra. 891.3 as Adj., ἰ. βίος private station, Pl.R. 578c; ἰ. λόγος everyday speech, D.H.Dem.2, cf. Longin.31.2.III one who has no professional knowledge, layman, καὶ ἰατρὸς καὶ ἰ. Th.2.48, cf. Hp.VM 4, Pl.Tht. 178c, Lg. 933d;ἰ. ἤ τινα τέχνην ἔχων Id.Sph. 221c
; of prose-writers, ἐν μέτρῳ ὡς ποιητής, ἢ ἄνευ μέτρου ὡς ἰ. Id.Phdr. 258d, cf. Smp. 178b;ἰ. καὶ μηδὲν αὐλήσεως ἐπαΐων Id.Prt. 327c
; opp. to a professed orator, Isoc.4.11; to a trained soldier, X.Eq.Mag.8.1; ἰδιώτας, ὡς εἰπεῖν, χειροτέχναις (- νας codd.)ἀνταγωνισαμένους Th.6.72
; opp. ἀσκητής, X.Mem.3.7.7, cf. 12.1; opp. ἀθλητής, Arist.EN 1116b13; opp. a professed philosopher, Id.Pol. 1266a31, Phld.Lib. p.5<*> O., D.1.25; in Music, Id.Mus.p.42 K.; opp. δημιουργός, Pl.Prt. 312a, Thg. 124c: as Adj., ὁ ἰ. ὄχλος, opp. artificers, Plu.Per.12.2 c. gen. rei, unpractised, unskilled in a thing, , cf. Ti. 20a;ἔργου X.Oec.3.9
; ἰ. κατὰ τοὺς πόνους, κατὰ τὸν ὕπνον, Id.Cyr. 1.5.11;ἰ. τὰ ἄλλα Hdn.4.12.1
;ἰ. ὡς πρὸς ἡμᾶς ἀγωνίζεσθαι X.Cyr.
l.c., cf. Luc.Herm.81.3 generally, raw hand, ignoramus,ἄν τε δεινοὶ λάχωσιν ἄν τε ἰδιῶται.. D.4.35
; παιδάρια καὶ ἰ., of slaves, S.E. M.1.234 (cf.ἰ. οἰκέται Luc.Alex.30
); ἀμαθὴς καὶ ἰ., opp. τεχνίτης, Id.Ind.29; voc. ἰδιῶτα, as a term of abuse, Men.Sam.71.4 ' average man', opp. a person of distinction, Plu.2.1104a.IV ἰδιῶται, οἱ, one's own countrymen, opp. ξένοι, Ar.Ra. 459.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιώτης
См. также в других словарях:
φατριά — φατριά̱ , φατριά brother s wife fem nom/voc/acc dual φατριά̱ , φατριά brother s wife fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατρία — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. φρατρία, και ιων. τ. φρητρία, και φητρία, Α νεοελλ. ομάδα ανθρώπων, στους κόλπους μεγαλύτερης ομάδας, ιδίως πολιτικής, από την οποία αποχωρίζονται για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα νεοελλ. μσν. στον πληθ. οι φατρίες … Dictionary of Greek
φατριά — ἡ, ΜΑ η σύζυγος τού αδελφού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. φρατρ τής λ. φράτηρ* (< IE *bhrāter «αδελφός», βλ. και λ. φατρία), με ανομοιωτική αποβολή τού ρ + κατάλ. ιά] … Dictionary of Greek
φατρία — η ομάδα ανθρώπων (ή πολιτικό κόμμα) χωρίς ηθικές αρχές, οι οποίοι επιδιώκουν παράνομα και ανήθικα την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων: Οι πραξικοπηματίες αποτελούσαν στρατιωτική φατρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρατρία ή φατρία — Σύνδεσμος γενών που κατάγονται από τον ίδιο γενάρχη και, γενικότερα, λαός που έχει κοινή καταγωγή. Στους ιστορικούς χρόνους η φ. ήταν πολιτικοκοινωνική διαίρεση του λαού. Στην αρχαία ελληνική πολιτεία, και κυρίως στις κοινωνίες των Ιώνων και των… … Dictionary of Greek
φατριάν — φατριά̱ν , φατριά brother s wife fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατριῶν — φατριά brother s wife fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καμβοσιανοί — Οι οπαδοί του Σιμόν Καμπός στη Γαλλία, από τα πιο ορμητικά και προοδευτικά στοιχεία του κόμματος της Βουργουνδίας. Η φατρία σχηματίστηκε το 1411, όταν παραφρόνησε ο διάδοχος του γαλλικού θρόνου Κάρολος ΣΤ’ και η διαμάχη ανάμεσα στους δούκες της… … Dictionary of Greek
συμφατριάζω — Μ μετέχω κι εγώ σε φατρία, κάνω κι εγώ φατριαστικές ενέργειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φατριάζω (< φατρία)] … Dictionary of Greek
φατριάζω — ΝΜΑ, και φρατριάζω ΜΑ [φατρία / φρατρία] νεοελλ. 1. ενεργώ ως φατριαστής, δρω για τα συμφέροντα τής φατρίας στην οποία ανήκω 2. δρω υπέρ τού κόμματος στο οποίο ανήκω υπερβαίνοντας τα όρια τής νομιμότητας και τής ευπρέπειας μσν. αρχ. συνωμοτώ αρχ … Dictionary of Greek
φατριακός — ή, ό, Ν [φατρία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φατρία … Dictionary of Greek