-
1 φαρετρη
-
2 φαρέτρη
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > φαρέτρη
-
3 φαρέτρη
-
4 φαρέτρῃ
Βλ. λ. φαρέτρη -
5 ἰο-δόκος
ἰο-δόκος, 1) Pfeile aufnehmend, enthaltend; φαρέτρη Od. 21, 12; sp. D., wie Mel. 52 (V, 179). auch ἰοδόκη φαρέτρη, Christod. ecphr. 308. – 2) Gift enthaltend, ὀδόντες Nic. Th. 184.
-
6 παρ-αυχένιος
παρ-αυχένιος, auch 3 Endgn, neben od. am Halse befindlich, hangend, παραυχενίη φαρέτρη, Ep. ad. 269 ( Plan. 253).
-
7 παρ-εκ-τανύω
παρ-εκ-τανύω, = παρεκτείνω; Iren. 3 (V, 251); κενεὴ δὲ παρεκτετάνυστο φαρέτρη, Qu. Sm. 3, 336.
-
8 φαρέτρα
-
9 εὔ-τοξος
-
10 ὀϊστ-οῦχος
ὀϊστ-οῦχος, Pfeile haltend, φαρέτρη, Eust.
-
11 ἀμφι-κρεμής
ἀμφι-κρεμής, ές, rings herabhangend, σκόπελοι Alph. 6 (IX, 90); ὤμων ἀμφ. φαρέτρη, von den Schultern herabhangend, 3 ( Plan. 212); χλαμύς Procl. 5 ( App. 69).
-
12 ἐπι-τίθημι
ἐπι-τίθημι (s. τίϑημι), 1) daraufsetzen, -legen, -stellen, κρατὶ κυνέην, ἐπιϑήσει φάρμακα, wird Heilmittel auflegen, Il. 4, 190, κεφαλῇ δ' ἐπέϑηκε καλύπτρην, einen Schleier auf den Kopf, Od. 5, 232; τύμβον τε χῶσον κἀπίϑες μνημεῖά μοι Eur. I. T. 702; στήλην λίϑου ἐπέϑηκαν Her. 7, 183; ὀϊστόν, einen Pfeil auflegen, 5, 105; öfter τινί τι, Thuc. 7, 36; Xen. Oec. 17, 9; ζυγά τινι Cyr. 3, 1, 27; mit der Präposition, ἐπὶ πυρᾶς ἐπιϑέντες τὸν νεκρόν Thuc. 2, 52; ἀσκοὺς ἐπὶ τῶν ὄνων Her. 2, 121, 4; – c. gen., τινὰ λεχέων, Jem. auf das Lager legen, Il. 24, 589; – ἐπὶ τὰ στέρνα τὴν κεφαλήν, Xen.; – bes. – a) Speisen aufsetzen, auftragen, εἴδατα πόλλ' ἐπιϑεῖσα, oder richtiger: hinzusetzend, noch dazu auftragend, Od. 1, 140, vgl. ἐπὶ δέ σφι τίϑει χρύσεια κάνεια 10, 355. vom Opfer, ἐπὶ μηρία ϑέντες Ἀπόλλωνι κλυτοτόξῳ, eigtl. auf den Altar legen, opfern, 21, 267; οὐδ' ἂν ϑύσαιμ' οὐδ' ἂν σπείσαιμ' οὐδ' ἐπιϑείην λιβανωτόν Ar. Nub. 425; λιβανωτὸν ἐπιτιϑείς Vesp. 96; Antiph. 1, 18. – b) ὄνομα, einen Ramen beilegen, geben, Plat. Conv. 205 b Crat. 424 d. – c) Strafe u. ä. auflegen, σοὶ δὲ ϑωὴν ἐπιϑήσομεν Od. 2, 192; χαλεπὴν ἀμοιβήν Hes. O. 332; αἵματος δίκην Eur. Or. 500; δίκην, ζημίαν τινί, ἄποινα, Her. 1, 144. 4, 43. 9, 120; Xen. Cyr. 1, 2, 2 u. A.; δίκην Plat. Critia. 106 b u. öfter; ἐπὶ πᾶσι τάξεις καὶ ζημίας Legg. VII, 823 c; τιμω ρίαν ὑπὲρ ὧν τοὺς ἄλλους ἠδικουν ἐπέϑηκαν Dem. 60, 11; Sp., wie Plut. Fab. Max. 9 u. öfter; μισϑόν τινι Pol. 5, 18, 8. – So Unglück, Schmerzen auferlegen, zu Theil werden lassen, in tmesi, ϑήσειν γὰρ ἔτ' ἔμελλεν ἐπ' ἄλγεά τε στοναχάς τε Τρωσί Il. 2, 39; οἷσιν ἐπὶ Ζεὺς ϑῆκε κακὸν μόρον, über die er verhängte, 6, 357; ἀνάγκην Xen. Lac. 10, 7. – d) τέλος μύϑῳ ἐπιϑήσεις, der Erzählung ein Ziel setzen, sie in Erfüllung gehen lassen, Il. 19, 107. 20, 369, wie Isocr. 6, 77; übh. ein Ende machen, beendigen, τῷ μύϑῳ τέλος οὐκ ἐπέϑεμεν, Plat. Polit. 277 b Prot. 348 a; ἤδη κολοφῶνα ἐπιτίϑης τῇ σοφίᾳ, gleichsam den Schlußstein daraufsetzen, Euthyd. 301 e (vgl. κολοφών) ähnl. Dem. 21, 18 δύο ταῦτα ὡσπερεὶ κεφάλαια ἐφ' ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νενεανιευμένοις ἐπέϑηκεν, er setzte seinen Thorheiten gleichsam die Krone auf; – πίστιν ἐπιϑεῖναι, einen Schwur darauf setzen, beschwören, Dem. 29, 33. 49, 42; – λίϑον ἐπέϑηκε ϑύρῃσιν, er setzte einen Stein vor die Thür, Od. 13, 370. 9, 243, mit dem Nebenbegriff des Verschließens; ϑύρας ἐπέϑηκε φαεινάς 21, 45, wie ὡςεί τε φαρέτρῃ πῶμ' ἐπιϑείη 9, 314, den Deckel auf den Köcher legen, ihn verschließen; νέφος ἐπιϑεῖναι, Ggstz ἀνακλίνειν, vorschieben, d. i. den Himmel schließen, von de n, Horen, Il. 5, 751. 8, 395 λόχον, vom trojanischen Pferde, Od. 11, 25 (vgl. ἐπίκειμαι). – Uebertr., φρένα, nur in tmesi, den Geist auf Etwas hinrichten, auf Etwas achten, Hom.; – auftragen, zur Besorgung übergeben, βιβλίον ἐς Αἴγυπτον ἐπέϑηκε Her. 3, 42; Ἀλκαῖος ἐν μέλει ποιήσας ἐπιτιϑεῖ εἰς Μιτυλήνην, 5, 95; ἐπιστολήν Dem. 34, 28, was Harpocr. durch παρέδωκε erkl. Vgl. med. 3). – 2) hinzusetzen, hinzufügen, κτήματα δ' ὅσσ' ἀγόμην – πάντ' ἐϑέλω δόμεναι καὶ οἴκοϑεν ἄλλ' ἐπιϑεῖναι, u. noch andere von meinem eigenen Besitzthume hinzufügen, Il. 7, 751, 23, 796; Od. 22, 62, μήτε τριηκόντων ἐτέων μάλα πόλλ' ἀπολείπων μήτ' ἐπιϑεὶς μάλα πολλά Hes. O. 695, weder viel unter. noch über dreißig Jahre; Sp. – Als Epitheton brauchen, Schol. Ap. Rh. 2, 118. – Med., 1) sich aufsetzen. στεφάνην κεφαλῆφιν Il. 10, 30; ἐπὶ δ' ἔϑεντο κισσίνους στεφάνους Eur. Bacch. 701; οὑκ ἐπιϑήσομαι ἐμῷ κάρᾳ κτύπημα χειρὸς ὀλοόν Andr. 1211; Sp.; χεῖρας στήϑεσσί τινος, seine Hände auflegen, Il. 18, 317. – 2) sich an Etwas machen, sich auf Etwas legen, angreifen, unternehmen; absolut, Her. 3, 76, δικαιοσύνην ἐπιθέμενος ἤσκεε 1, 96. vgl. 6, 60; gew. c. dat., ναυτιλίῃσι 1, 1 ναυκληρίᾳ Lys. 6, 19. ἑπιϑέσθαι τῇ πείρα ἠπυίγετο Thuc. 7, 42, versuchen; τῷ ἔργῳ Xen. Mem. 2, 8, 3; κυβερνητικῇ Plat. Polit. 299 b; ἐπιϑησόμεϑα τοῖς πολιτικοῖς Gorg. 527 b; c. inf., ἐλέγχειν τὸν λόγον ἐπιϑησόμεϑα Soph. 242 ο, wie Isocr. 5, 1; τῇ καταλύσει τοῠ δήμου, mit der Auflösung der Demokratie umgehen, Aesch. 3, 235; Sp., von denen D. Sic. 15, 80 auch akt. τῷ κινδύνῳ ἐπιϑείς sagt; – bes. im feindlichen Sinne, sich an Etwas machen, angreifen, anfallen, bes. plötzlich, od. aus dem Hinterhalte, unvermuthet, τινί, Her. 6, 108. 7, 125 u. öfter; auch aor. I, πρώτοισι ἐπεϑήκατο 1, 26; Thuc. u. Folgde; Μέλητός μοι ἐπέϑετο, vom gerichtlichen Angriff, Plat. Apol. 23 c, τῷ πατρικῷ λόγῳ Soph. 242 a. – 3) auftragen, befehlen, ἐπιϑέμενος ταῠτα ἐμοί Her. 1, 111; 3, 63; οὐκ ὤκνησεν ἐπιϑέσϑαι τοῖς οἰκείοις ἐπιγράψαι τῷ μνήματι τάδε Ath. XI, 465 d. – 4) daran, darauf setzen, wie im act., mit besonderer Beziehung auf das subj., πύλας μεγάλας τοῖς ὠσὶν ἐπίϑεσϑε Plat. Conv. 218 b, eure Ohren verschließet; λόγον ἐπ' αὐτῇ νόμον ὕστερον ἐπιϑώμεϑα Legg. XI, 918 a; σῖτον τῶν οἰκετῶν ἐπὶ τὴν αὑτοῦ τράπεζαν, sich auftragen lassen, Xen. Cyr. 8, 2, 3; – ἐπέϑεντο ϑάνατον ζημίαν Thuc. 2, 24. – So auch Aesch. τόδ' ἐπέϑου ϑύος δημοϑρόους τ' ἀράς, du zogest dir zu, Ag. 1383. – Plut. u. a. Sp. brauchen auch den aor. pass. in der Bdtg des med.
-
13 αμφηρεφης
-
14 βιος
I.(β. ἠδέ φαρέτρη Hom.)
II.(ῐ) ὅ1) жизньζώειν ἀγαθὸν βίον Hom. — счастливо жить;
ὅ καθ΄ ἡμεραν β. Soph., Arst. — повседневная жизнь;βίον ἐκπνεῖν Aesch. и τελευτᾶν Isocr. — закончить жизнь, умереть;ἐπὴ τοῦ σοῦ βίου Plat. — в течение твоей жизни2) образ жизни(νομαδικός, γεωργικός Arst.)
3) средства к жизни(βίον ἔχειν ἀπὸ γεωργίας Xen.)
4) свет, общество(ἐκκαθαίρειν τὸν βίον Luc.)
οἱ ἀπὸ τοῦ βίου Sext. — люди с мирскими интересами, практики5) жизнеописание(βίοι παράλλελοι Plut.)
-
15 ενειμι
[εἰμί] (impf. ἐνῆν, fut. ἐνέσομαι)1) (в чём-л.) быть, находиться, содержаться, заключаться(τινι Hom., Aesch., Soph., Plat. и ἔν τινι Aesch., Her., Arph., Plat., Arst., Plut.; αὐτόθι Arph.; πολλοὴ ἔνεσαν ὀϊστοί, sc. τῇ φαρέτρῃ Hom.)
οὔ νυ καὴ ὑμῖν οἴκοι ἔνεστι γόος ; Hom. — разве нет и в вашем доме печали?;ἔνεστι τοῦτο τῇ τυραννίδι νόσημα Aesch. — таков недуг самовластия;πόλλ΄ ἔνεστι τῷ γήρᾳ κακά Arph. — старости присущи многие страдания;τοῖς λόγοις ἔνεστι ἀμφοῖν κέρδος Soph. — в словах обеих есть польза;ἐν τῷ λόγῳ ἔνεστιν ἐναντίωσις Arst. — в словесной формулировке имеется противоположение;ἀπορίαι ἐνοῦσαι Arst. — внутренние трудности;τουτοίσι καὴ αὐτοὴ ἐνεσόμεθα Her. — мы сами войдем в их число;ἐνέσεσθαι τῇ γνώμῃ Thuc. — возникнуть в сознании;ἐν τοῖς λογίοις ἔνεστιν Arph. — в прорицании сказано2) быть в наличии(οὐκ ἐξέφθιτο οἶνος, ἀλλ΄ ἐνέην Hom.)
Ἄρεως δ΄ οὐκ ἔνι (= ἔνεστι) χώρα Aesch. — это не область Арея, т.е. здесь нет воинственного пыла;σίτου οὐκ ἐνόντος Thuc. — ввиду отсутствия хлеба;πόλεμος οὐκ ἐνῆν οὐδὲ στάσις Plat. — не было ни войн, ни восстаний;τὰ ἐνόντα Plat. — собственность, Arst. существо дела, сущность3) находиться в промежуткеεἰ μελετήσομεν, χρόνος ἐνέσται Thuc. — если мы станем готовиться, пройдет время
τῶνδ΄ ἄρνησις οὐκ ἔνεστί μοι Soph. — я не могу отрицать этого;
εἴ τι ἄλλο ἐνῆν Dem. — если имелась другая возможность;τίς δ΄ ἔνεστί μοι λόγος ; Eur. — что могу я сказать?;νόμῳ χρῆσθαι παντὴ ἔνεστί σοι Anth. — ты можешь установить любой закон;ὡς ἐνῆν ἄριστα Luc. — как можно (было) лучше;ὡς ἔνι μάλιστα Luc. — как только возможно;οὐκ ἐνὸν ποιεῖν τι Luc. — невозможно сделать что-л.;ἐκ τῶν ἐνόντων Dem. — насколько возможно -
16 ιοδοκος
-
17 λυκοκτονος
-
18 φαρετρα
-
19 εὔτοξος
εὔτοξ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔτοξος
-
20 λυκοκτόνος
λῠκο-κτόνος, ον,A wolf-slaying, epith. of Apollo, S.El.6, Plu.2.966a, Porph.Abst.1.22, and v. Λύκειος; λ. φαρέτρη AP13.22 (Phaedim.).II [full] λυκοκτόνον, τό, wolf's-bane, aconitum, Gal.11.820.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυκοκτόνος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φαρέτρη — φαρέτρα quiver fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρέτρῃ — φαρέτρα quiver fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SCHERIA — dicta est Phaeacia, sive Corcyra, eo quod Ceres metuens ne fluvii ex continente influentes continenti eam adiungerent, Neptunum rogavit, ut amnes everteret, quô factô Sche ria vocata est, Steph. Melius Bochart. deducit a Phoenicio Schara, quasi… … Hofmann J. Lexicon universale
εύφορος — η, ο (ΑΜ εὔφορος, ον) παραγωγικός, γόνιμος, καρποφόρος, πολύκαρπος («εἰ τὸν ἀγρὸν ἔμελλες ἐγκωμιάζων εὔφορον ποιεῑν», Πλούτ.) μσν. αρχ. 1. (για άνεμο) ευνοϊκός 2. αυτός τον οποίο υπομένει κάποιος εύκολα, ο υποφερτός («ἔσχεν Θεαῑος εὐφόρων λάθαν… … Dictionary of Greek
θεόφορος — θεόφορος, ον (AM) θεόπνευστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φορος (< φέρω), πρβλ. διά φορος, φαρετρή φορος] … Dictionary of Greek
ισόφορος — ἰσόφορος, ον (Α) (για ορχηστή) αυτός που κινείται με κανονικό ρυθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φόρος (< φέρω), πρβλ. θεό φορος φαρετρή φορος] … Dictionary of Greek
λυκοκτόνος — λυκοκτόνος, ον (Α) 1. αυτός που σκοτώνει, που εξολοθρεύει λύκους («λυκοκτόνος φαρέτρη», Ανθ. Παλ.) 2. (το αρσ.) επίθετο τού Απόλλωνος («αὕτη δ , Ὀρέστα, τοῡ λυκοκτόνου θεοῡ ἀγορὰ Λύκειος», Σοφ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυκοκτόνον είδος φυτού με το… … Dictionary of Greek
πώμα — (I) το / πῶμα, πώματος, ΝΑ κάλυμμα, σκέπασμα, τάπα, καπάκι (α. «βάλε το πώμα στο μπουκάλι γιατί θα εξατμιστεί το οινόπνευμα» β. «ὡς εἴ τε φαρέτρη πῶμ ἐπιθείη», Ομ. Οδ.) αρχ. τάφος, μνήμα («εἶδε δὲ τέκνου πώματι λαϊνέῳ σῶμα κατισχόμενον», επιγρ.) … Dictionary of Greek
φαρέτρα — Ο όρος προέρχεται από το ρήμα φέρω. Θήκη δερμάτινη, ξύλινη ή μεταλλική, σε σχήμα στενόμακρο, κλειστή από το ένα μέρος και ανοιχτή από το άλλο. Κατά την αρχαιότητα στη φαρέτρα έβαζαν τα βέλη τους οι στρατιώτες που ήταν οπλισμένοι με τόξα. Την… … Dictionary of Greek