Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φαρέτρα

См. также в других словарях:

  • φαρέτρα — φαρέτρᾱ , φαρέτρα quiver fem nom/voc/acc dual φαρέτρᾱ , φαρέτρα quiver fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρέτρᾳ — φαρέτραι , φαρέτρα quiver fem nom/voc pl φαρέτρᾱͅ , φαρέτρα quiver fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρέτρα — Ο όρος προέρχεται από το ρήμα φέρω. Θήκη δερμάτινη, ξύλινη ή μεταλλική, σε σχήμα στενόμακρο, κλειστή από το ένα μέρος και ανοιχτή από το άλλο. Κατά την αρχαιότητα στη φαρέτρα έβαζαν τα βέλη τους οι στρατιώτες που ήταν οπλισμένοι με τόξα. Την… …   Dictionary of Greek

  • φαρέτρα — η δερμάτινη θήκη, όπου οι τοξότες έβαζαν τα βέλη τους, η βελοθήκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαρέτρας — φαρέτρᾱς , φαρέτρα quiver fem acc pl φαρέτρᾱς , φαρέτρα quiver fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρέτραι — φαρέτρα quiver fem nom/voc pl φαρέτρᾱͅ , φαρέτρα quiver fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρέτραν — φαρέτρᾱν , φαρέτρα quiver fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρετρέων — φαρέτρα quiver fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρετρῶν — φαρέτρα quiver fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρέτραις — φαρέτρα quiver fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρέτρη — φαρέτρα quiver fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»