-
1 φαρέτρα
φαρέτρᾱ, φαρέτραquiver: fem nom /voc /acc dualφαρέτρᾱ, φαρέτραquiver: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————φαρέτραι, φαρέτραquiver: fem nom /voc plφαρέτρᾱͅ, φαρέτραquiver: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 φαρετρα
-
3 φαρέτρα
-
4 φαρέτρα
1 quiver “ βέλος ἐξ ἀνικάτου φαρέτρας ὀρνύμενον” P. 4.91 met.,πολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας O. 2.84
frag. φ]αρέτραν ταν[ (? εὐρυφαρέτραν) fr. 173. 7. -
5 φαρέτρα
-
6 φαρέτρᾳ
Βλ. λ. φαρέτρα -
7 φαρέτρα
η колчан -
8 φαρέτρα
-ας ἡ N 1 1-0-5-3-1=10 Gn 27,3; Is 22,6; 49,2; Jer 28(51),11.12quiver (for arrows) -
9 φαρέτρα
A quiver for arrows,ἰοδόκος Il.15.443
;ὡς εἴ τε φαρέτρῃ πῶμ' ἐπιθείη Od.9.314
;ἀμφηρεφής Il.1.45
;βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας Pi.O.2.84
, cf. E.Rh. 979, HF 969;ὥσπερ ἐκ φαρέτρας ῥηματίσκια.. ἀνασπῶντες Pl.Tht. 180a
; φ. τοξευμάτων a quiver-full of.., IG12(5).647.28 (Coressus, iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαρέτρα
-
10 φαρέτρα
carquois -
11 φαρέτρας
φαρέτρᾱς, φαρέτραquiver: fem acc plφαρέτρᾱς, φαρέτραquiver: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 φαρέτραι
φαρέτραquiver: fem nom /voc plφαρέτρᾱͅ, φαρέτραquiver: fem dat sg (attic doric aeolic) -
13 φαρέτραν
φαρέτρᾱν, φαρέτραquiver: fem acc sg (attic doric aeolic) -
14 φαρέτρη
-
15 φαρετρέων
φαρέτραquiver: fem gen pl (epic ionic) -
16 φαρέτραις
φαρέτραquiver: fem dat pl -
17 φαρέτρην
φαρέτραquiver: fem acc sg (epic ionic) -
18 φαρέτρης
φαρέτραquiver: fem gen sg (epic ionic) -
19 φαρετρεων
-
20 φαρετρη
См. также в других словарях:
φαρέτρα — φαρέτρᾱ , φαρέτρα quiver fem nom/voc/acc dual φαρέτρᾱ , φαρέτρα quiver fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρέτρᾳ — φαρέτραι , φαρέτρα quiver fem nom/voc pl φαρέτρᾱͅ , φαρέτρα quiver fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρέτρα — Ο όρος προέρχεται από το ρήμα φέρω. Θήκη δερμάτινη, ξύλινη ή μεταλλική, σε σχήμα στενόμακρο, κλειστή από το ένα μέρος και ανοιχτή από το άλλο. Κατά την αρχαιότητα στη φαρέτρα έβαζαν τα βέλη τους οι στρατιώτες που ήταν οπλισμένοι με τόξα. Την… … Dictionary of Greek
φαρέτρα — η δερμάτινη θήκη, όπου οι τοξότες έβαζαν τα βέλη τους, η βελοθήκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαρέτρας — φαρέτρᾱς , φαρέτρα quiver fem acc pl φαρέτρᾱς , φαρέτρα quiver fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρέτραι — φαρέτρα quiver fem nom/voc pl φαρέτρᾱͅ , φαρέτρα quiver fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρέτραν — φαρέτρᾱν , φαρέτρα quiver fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρετρέων — φαρέτρα quiver fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρετρῶν — φαρέτρα quiver fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρέτραις — φαρέτρα quiver fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρέτρη — φαρέτρα quiver fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)