-
1 δοκός
Grammatical information: f.Meaning: `bearing-beam' (Il.).Other forms: late also m.Derivatives: δοκίς (Hp.), δοκίον (Arist., Delos IVa), δοκίδιον (Harp.). - δοκίας (Phlp.), δοκεύς (Heph. Astr.) name of a comete (like δοκός, δοκίς; Scherer Gestirnnamen 107). - δοκώδης `like a beam' (gloss.). - δοκόομαι `be fitted with beams' (Pap., S. E.) with δόκωσις (LXX). - From δοκός also δόκανα n. pl. name of two upricht beams constructed with a cross-beam (Plu.), δοκάναι αἱ στάλικες, αἷς ἵσταται τὰ λίνα, η κάλαμοι H., i. e. `beams for hunting-nets'; cf. names in - ανον, - άνη in Schwyzer 489f., Chantr. Form. 198f.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: To δέκομαι as agent noun, so "who\/which takes over (the covering)". Benveniste, Rev. de phil. 58, 127, thinks that δοκός, δόκανα are Pre-Greek.Page in Frisk: 1,406Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δοκός
-
2 δόκος
-
3 δοκός
δοκός, ἡ, auch ὁ, Luc. V. H. 2, 1 Apolld. 1, 9, 12 (δέχομαι): 1) Balken, bes. die, welche die Decke des Hauses bilden u. das Dach tragen; Hom. Iliad. 17, 744 Odyss. 19, 38. 22, 176. 193; Ar. Nubb. 1496; andere Balken, Vesp. 201; Luc. Herod. 5; ὁ τὴν δοκὸν φέρων, sprichwörtlich, Arist rhet. 3, 12, nach Phot. lex. ἐπὶ τῶν ταὐτὰ ποιοαντων, καὶ μηδὲν περαινόντων. – 2) eine feurige Lufterscheinung, von der Aehnlichkeit mit einem Balken; VLL.; D. L. 5, 81.
-
4 δοκος
ἥ(Luc., Diog.L. тж. ὅ)
1) брус, бревно, балка Hom., Thuc., Arph., Luc.τέν δοκὸν φέρειν погов. Arst. — таскать бревно, т.е. нудно или монотонно говорить ( об ораторе)
2) «брус» ( род метеора) Diog.L. -
5 δοκός
δοκόςbearing-beam: masc /fem nom sg -
6 δόκος
δόκοςmasc nom sg -
7 δοκός
A bearing-beam, main beam, esp. in the roof or floor of a house, Od.22.176, Ar.Nu. 1496; any balk or beam, Il.17.744, Th.4.112; bar of a gate or door, Ar.V. 201: also, in pl., firewood, PFlor.127.5 (iii A. D.): prov., one who has 'swallowed a poker',Arist.
Rh. 1413b28; ἐν δοκοῖσι is prob. f. l. for ἐνδόκοισι in Archil.66.3, cf. Hsch. s.v. ἔνδοκος. -
8 δόκος
-
9 δοκός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δοκός
-
10 δοκός
-
11 δοκός
δοκός, οῦ, ἡ(s. δέχομαι) (Hom. et al.; ins, pap, LXX; Jos., Bell. 3, 214f, Ant. 14, 106; loanw. in rabb.) a piece of heavy timber such as a beam used in roof construction or to bar a door, beam of wood Mt 7:3ff; Lk 6:41f (cp. Ox 1 verso, 1–4).—GKing, HTR 17, 1924, 393–404; 26, ’33, 73–76; CWebster, ET 39, 1928, 91f; PHedley, ibid. 427f; SKaatz, Jeschurun 16, 1929, 482–84.—B. 599. DELG s.v. δέχομαι. M-M. -
12 δοκός
η балка, перекладина, брус; бревно;δοκός εκτοξεύσεως — направляющая рельса
-
13 δοκός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δοκός
-
14 δοκός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δοκός
-
15 δοκός
бревно, брус, балка.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δοκός
-
16 δοκὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δοκὸς
-
17 δοκός
-οῦ + ὁ N 2/ἡ 1-5-0-1-3=10 Gn 19,8; 1 Kgs 6,15.16; 2 Kgs 6,2.5balk, beam -
18 δοκός
beamΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δοκός
-
19 κρεη-δόκος
κρεη-δόκος, = κρειο-δόκος, ἐσχάρα, Philp. 13 (VI, 101).
-
20 πρεσβῡτο-δόκος
πρεσβῡτο-δόκος, Alte aufnehmend, Aesch. Suppl. 653.
См. также в других словарях:
δοκός — bearing beam masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκος — Ευθύγραμμος, οριζόντιος φορέας από ξύλο, πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη γεφύρωση ανοιγμάτων και την παραλαβή φορτίων. Η δ. είναι μία από τις παλαιότερες τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου –προϊστορικά Κρομλέχ– και… … Dictionary of Greek
δοκός — Ευθύγραμμος, οριζόντιος φορέας από ξύλο, πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη γεφύρωση ανοιγμάτων και την παραλαβή φορτίων. Η δ. είναι μία από τις παλαιότερες τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου –προϊστορικά Κρομλέχ– και… … Dictionary of Greek
επιστύλιο — Δοκός που γεφυρώνει ένα άνοιγμα. Ειδικότερα, με αυτή την ονομασία εννοείται η δοκός που επικάθεται στους στύλους των αρχαίων αιγυπτιακών, ελληνικών και ρωμαϊκών ναών και κτιρίων. Έχει χρησιμοποιηθεί και από τους λαούς της προκολομβιανής Αμερικής … Dictionary of Greek
δόκω — δόκος masc nom/voc/acc dual δόκος masc gen sg (doric aeolic) δοκόω furnish with rafters pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δοκόω furnish with rafters imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκοί — δοκός bearing beam masc/fem nom/voc pl δοκόω furnish with rafters pres subj mp 2nd sg δοκόω furnish with rafters pres ind mp 2nd sg δοκόω furnish with rafters pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκούς — δοκός bearing beam masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκον — δόκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκῳ — δόκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek