-
1 φέψαλος
φέψαλοςspark: masc nom sg -
2 φέψαλος
A gloss on φεψάλυξ, Hsch.):—spark, piece of the embers, Ar.Ach. 668 (lyr.), V. 227, Arist.Mete. 367a5:— [full] φεψάλυξ [pron. full] [ᾰ], ῠγος, ὁ, Archil.126, Ar.Lys. 107, Plb.1.48.6: prov. phrases, ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται, i.e. will be hung in the chimney, of things laid by and unused, Ar.Ach. 279; οὐδὲ φεψάλυξ not so much as.., Id.Lys. l. c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φέψαλος
-
3 φεψάλου
φέψαλοςspark: masc gen sg -
4 φέψαλοι
φέψαλοςspark: masc nom /voc pl -
5 φέψαλον
φέψαλοςspark: masc acc sg -
6 φεψάλω
-
7 φεψάλῳ
-
8 ἐρεθίζω
A- ιζέμεν Il.4.5
: [tense] impf. (lyr.), [dialect] Ep.ἐρ- Il.5.419
: [tense] fut.- ίσω Gal.1.385
,- ιῶ Hp.Mochl.2
, Plb.13.4.2 : [tense] aor.1ἠρέθισα D.H.3.72
; poet. (lyr.), inf.ἐρεθίξαι AP12.37
(Diosc.): [tense] pf.ἠρέθικα Aeschin.2.37
:—[voice] Pass., [tense] aor. 1 ἠρεθίσθην, part.ἐρεθισθείς Hdt.6.40
, D.H.4.57 : [tense] pf.ἠρέθισμαι Hp.
(v. infr.), etc.: ([etym.] ἐρέθω):—rouse to anger, rouse to fight, Il.1.32 ;κερτομίοις ἐπέεσσι 5.419
; κύνας τ' ἄνδρας τε, of a lion, 17.658 ;ἐ. τοὺς Πέρσας Hdt.3.146
;φιλαύλους τ' ἠρ. Μούσας S.Ant. 965
(lyr.) ;ὥσπερ σφηκιὰν ἐ. τινά Ar. Lys. 475
;χεῖρον..ἐρεθίσαι γραῦν ἢ κύνα Men.802
; πὺξ ἐ. challenge to a boxing-match, Theoc.22.2 ; provoke to curiosity,μητέρα σήν Od.19.45
: generally, excite, chafe,φρένας ἐ. φόβος A.Pr. 183
(lyr.) ; of physical irritation, Hp.Mochl.2 ; βῆχες βραχέα -ουσαι causing brief irritation, Id.Aph.4.54 : metaph.,ἐ. πλανάτας χοροῖσιν E.Ba. 148
(lyr.) ; ἐ. μάγαδιν to touch it, Telest.4 ;φλόγα Hld.8.9
;τὸ φονικὸν καὶ θηριῶδες Plu.2.822c
; incite to rivalry, 2 Ep.Cor.9.2:—[voice] Pass., to be provoked, excited,ὑπό τινος Hdt.6.40
, cf. Ar.V. 1104 ; under provocation,Men.
574 ; ; of love,τοῖς νέοισιν -ισμένος Timocl.30
; of fire,φέψαλος.. -όμενος..ῥιπίδι Ar. Ach. 669
(lyr.) ;αἰθὴρ -έσθω βροντῇ A.Pr. 1045
(anap.) ; πνεῦμα ἠρεθισμένον, of one who has run till he is out of breath, E.Med. 1119 ; irritated,Hp.
Fract.27, cf. 31, Plb.1.81.6 ;ὀσμὴ -ισμένη Eub.75.9
;ἐπὶ τὴν ὕβριν ἠρεθίσθαι Luc.Am.22
.II abs., to be quarrelsome or perverse, Ph.1.359.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρεθίζω
См. также в других словарях:
φέψαλος — spark masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέψαλος — και ιων. τ. φέψελος, ὁ, Α 1. σπινθήρας από ξύλα ή από αναμμένα πρίνινα κάρβουνα 2. το κάτω πλατύ τμήμα τής καπνοδόχης («ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φέ ψ αλος (< *φε φσ αλος) έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη… … Dictionary of Greek
φεψάλου — φέψαλος spark masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεψάλῳ — φέψαλος spark masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέψαλοι — φέψαλος spark masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέψαλον — φέψαλος spark masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεψάλυξ — υγος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. φέψαλος* 2. μτφ. ίχνος («ἀλλ οὐδὲ μοιχοῡ καταλέλειπται φεψάλυξ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέψαλος + επίθημα υξ, υγος (πρβλ. πομφόλ υξ)] … Dictionary of Greek
ερεθίζω — (AM ἐρεθίζω) 1. εξοργίζω, εξάπτω, εκνευρίζω («ἀλλ’ ἴθι, μὴ μ’ ἐρέθιζε», Ομ. Ιλ.) 2. (για όργανα τού σώματος) αυξάνω την πάθηση, προκαλώ φλόγωση, ερεθισμό («αυτή η αλοιφή μού ερέθισε το τραύμα») 3. προκαλώ ερωτική διέγερση («η θέα της ερεθίζει… … Dictionary of Greek
φέψελος — ὁ, Α ιων. τ. βλ. φέψαλος … Dictionary of Greek
φεψαλούμαι — όομαι, ΜΑ [φέψαλος] (ποιητ. τ.) καίγομαι και μετατρέπομαι σε τέφρα, καίγομαι εντελώς αρχ. μτφ. εξουθενώνομαι … Dictionary of Greek
φεψαλώ — έω, Μ [φέψαλος] καίω κάτι και τό μετατρέπω σε τέφρα … Dictionary of Greek