-
81 чувство
чувствос в разн. знач. τό αίσθημα, ἡ αἰσθηση [-ίς], τό συναίσθημα, ἡ συ-ναίσθηση [-ις]:органы чувств τά αἰσθητήρια ὀργανα, τά ὀργανα τών αἰσθήσεων \чувство боли αίσθημα πόνου· \чувство гордости αίσθημα περηφάνειας· \чувство жалости τό αίσθημα οίκτου, ἡ συμπόνοια· \чувство собственного достоинства τό αίσθημα τής ἀξιοπρέπειας· \чувство ответственности αίσθημα εὐθύνης· \чувство долга ἡ συνείδηση τοῦ καθήκοντος· обман чувств ἡ ψευδαίσθηση[-ις]· лишиться чувств χάνω τίς αίσθήσεις μου, λιποθυμώ· привести в \чувство συνε-φέρνω· прийти в \чувство συνέρχομαι. -
82 возражать
[βαζραζάτ"] ρ. φέρνω αντίρρηση -
83 довозить
[νταβαζίτ*] ρ. φέρνω ως -
84 завозить
[ζαβαζίτ'] ρ. φέρνω -
85 обежать
[αμπιζάτ"] ρ. περιτρέχω, φέρνω γύρο -
86 приносить
[πρινασίτ'] ρ. φέρνω -
87 притягивать
[πριτγιάγκιβατ'] ρ. φέρνω κοντά, τραβώ, προσελκύω -
88 разносить
[ραζνασίτ'/] ρ. φέρνω, διανέμω -
89 возражать
[βαζραζάτ"] ρ φέρνω αντίρρηση -
90 довозить
[νταβαζίτ'] ρ φέρνω ως -
91 завозить
[ζαβαζίτ'] ρ φέρνω -
92 обежать
[αμπιζάτ"] ρ περιτρέχω, φέρνω γύρο -
93 приносить
[πρινασίτ'] ρ φέρνω -
94 притягивать
[πριτγιάγκιβατ'] ρ φέρνω κοντά, τραβώ, προσελκύω -
95 разносить
[ραζνασίτ'] ρ φέρνω, διανέμω -
96 аргументировать
-рую, -руешь, ρ.δ.κ.σ.μ.φέρνω, παρουσιάζω επιχείρημα, -τα.υπερασπίζομαι με επιχειρήματα. -
97 баламутить
-мучу, -мутишь, ρ.δ.μ.(απλ.)1. φέρνω σύγχυση, ταραχή, αναστατώνω, καταθορυβώ.2. θολώνω•баламутить воду θολώνω το νερό.
-
98 белка
-и θ.βερβερίτσα, σκίουρος.εκφρ.как белка в колесе вертеться ή кружиться – φέρνω γύρα σαν τη σβούρα (έχω τρεχάματα, σκοτούρες πολλέι:). -
99 ввести
введу, введешь, παρλθ. χρ. ввел, ввела, ввело, μτχ. παρλθ. χρ. введший, παθ. μτχ. παρλθ.. χρ. введенный, вр:-ден, -дена, -дено, ρ.σ.μ.1. εισάγω, μπάζω, βάζω μέσα, εμβάζω•ввести лошадь в конюшню βάζω το άλογο στο σταυλο•
ввести судно в гавань μπάζω το σκάφος στο λιμάνι.
|| ανεβάζω•ввести на возвышение ανεβάζω στο ύψωμα•
ввести на лестницу ανεβάζω στη σκάλα.
|| οδηγώ, τραβώ, έλκω•ввести в заблуждение οδηγώ σε παραπλάνηση, παραπλανώ.
2. φέρνω• γνωρίζω•ввести друга в литературный кружок γνωρίζω το φίλο με το λογοτεχνικό όμιλο.
3. καθιερώνω, βάζω•ввести пошлины на ввоз товаров καθιερώνω δασμούς στην εισαγωγή εμπορευμάτων.
|| θέτω, βάζω•ввести в употребление βάζω σε χρήση•
ввести в действие θέτω σε ισχύ.
εκφρ.ввести во владение ή в наследство – μεταβιβάζω την κυριότητα ή την κληρονομιά.εισάγομαι• μπαίνω σε χρήση• καθιερώνομαι•это -лось в обычай αυτό έγινε συνήθεια.
-
100 влить
волью, вольешь, παρλθ. χρ. влил, -ла, -ло, προστκ. влей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. влитый, βρ: влит, -а, -о, ρ.σ.μ.1. χύνω μέσα, εγχύνω, εγχέω•влить лекарство в стакан χύνω φάρμακο στο ποτήρι•
влить воду в бочку χύνω νερό στο βαρέλι-.
2. μτφ. γεμίζω, πληρώ, φέρνω, δίνω•приятное известие -ло ему бодрость η ευχάριστη είδηση του ‘δοσε ζωντάνια.
3. ρίχνω, εφοδιάζω, ενισχύω•влить новые кадры в промышленность ρίχνω νέα στελέχη στη βιομηχανία.
1. χύνομαι, ρέω μέσα. || μτφ. πληρούμαι, γεμίζω•в меня -лась бодрость μέσα μου πλημμύρησα ζωντάνια.
2. προστίθεμαι, έρχομαι, ενώνομαι•-лись новые подкрепления ήρθαν καινούργιες ενισχύσεις.
См. также в других словарях:
φέρνω — φέρνω, έφερα βλ. πίν. 226 Σημειώσεις: φέρνω, φέρνομαι – φέρω, φέρομαι : το φέρω έχει στενότερη σημασία από το φέρνω. Σημαίνει συνήθως → έχω επάνω μου κάτι (ως φυσικό, μόνιμο ή παροδικό στοιχείο) ή έχω ορισμένη υπογραφή, επιγραφή κτλ. Το φέρομαι… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φέρνω — Ν βλ. φέρω … Dictionary of Greek
φέρνω — βλ. φέρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επαναπατρίζω — φέρνω πίσω στην πατρίδα άτομα που είχαν απομακρυνθεί από εκεί βίαια ή με τη θέλησή τους … Dictionary of Greek
καλοτελειώνω — φέρνω σε καλό τέλος, αποπερατώνω αισίως, τελειώνω με το καλό … Dictionary of Greek
δακτυλοδεικτώ — φέρνω κάποιον ως παράδειγμα. Χρησιμοποιείται κυρίως η μετοχή δακτυλοδεικτούμενος άνθρωπος παράδειγμα για μίμηση ή αποφυγή: Ο γιος του είναι ένας δακτυλοδεικτούμενος εγκληματίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
εκφέρω — (AM ἐκφέρω) 1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω 2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω 3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό») νεοελλ. γραμμ. παθ. εκφέρομαι συντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική») μσν. 1. απαγγέλλω, εκδίδω… … Dictionary of Greek
προσάγω — ΝΜΑ 1. φέρνω κάποιον ή κάτι κάπου, προσκομίζω («τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε;», Ομ. Οδ.) 2. οδηγώ κάποιον ή κάτι ενώπιον κάποιου και, ιδίως, ενώπιον δικαστηρίου (α. «να προσαχθεί ο κατηγορούμενος» β. «τῷ Κύρῳ προσάγειν τοὺς αἰχμαλώτους», Ξεν. γ … Dictionary of Greek
προσκομίζω — ΝΜΑ [κομίζω] 1. φέρνω κάτι προς κάποιον προσάγω (α. «οι υποψήφιοι πρέπει να προσκομίσουν όλα τα δικαιολογητικά» β. «τοῑς Ἀχαιοῑς προσκομίζω τὴν πόλιν», Πλούτ.) 2. παρουσιάζω, εμφανίζω (α. «ο ενάγων δεν προσκόμισε επαρκείς αποδείξεις στο… … Dictionary of Greek
ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… … Dictionary of Greek