-
1 φάσματα
φάσμαapparition: neut nom /voc /acc pl -
2 φάσματ'
φάσματα, φάσμαapparition: neut nom /voc /acc plφάσματι, φάσμαapparition: neut dat sgφάσματε, φάσμαapparition: neut nom /voc /acc dual -
3 βλοσυρός
A hairy, shaggy, bristling,μειδιόων βλοσυροῖσι προσώπασι Il.7.212
; , cf. Hes.Sc. 147; of lions, ib. 175; of the Κῆρες, ib. 250; ἡ δὲ συὸς βλοσυρῆς, to describe a woman, Phoc.3.3;β. χαίτη Lyr.Alex.Adesp.11.4
; ἄρκτοι, φώκη, Opp.H.2.247, 5.38;πορδαλίων βλοσυρὰς δύσαντο καλύπτρας Nonn.D.14.131
; later, grim, fearful, (lyr.);ἄκρη A.R.2.740
;κύματα AP9.84
(Antiphan.), cf. 278 ([place name] Bianor);φάσματα ἀρχαγγέλων Iamb. Myst.2.3
.2 virile, burly,γενναίους τε καὶ β. τὰ ἤθη Pl.R. 535b
;β. γε τὴν ψυχὴν ἔχεις Nicostr.35
; of a woman, μαῖα γενναία καὶ β. masculine, Pl.Tht. 149a; βλοσυρωτάτη τὸ εἶδος, of Boudicca, D.C.62.2; also, coarse,πίττα Thphr.HP9.2.3
([comp] Comp.), cf. CP6.12.5 ([comp] Comp.).3 solemn, dignified,σεμνὸν καὶ β. ὁρᾶν Ael.VH12.21
; of persons, σεμνὴ καὶ β. Aristacnet.1.7, cf. Him. Or.23.12. Adv.- ῶς Hld.10.27
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βλοσυρός
-
4 σέβομαι
Aσεβήσομαι POxy.1381.202
(ii A.D.): [tense] aor. , Pl.Phdr. 254b, Porph.Plot.12:— feel awe or fear before God, feel shame, οὔ νυ σέβεσθε; Il.4.242, cf. Ar.Nu. 293;τιμῶν καὶ σεβόμενος Pl.Lg. 729c
; σεφθεῖσα awe-stricken, Id.Phdr. l.c.: rarely c. inf., dread or fear to do a thing,σ. προσιδέσθαι.., ἀντία φάσθαι A.Pers. 694
(lyr.);μιαίνειν τὸ θεῖον Pl.Ti. 69d
;σέβεται καὶ φοβεῖται.. τό τι κινεῖν τῶν καθεστώτων Id.Lg. 798b
: so c. acc. rei, to fear to do it, Antipho 2.4.12: c. part.,σ. προσορῶν Pl.Phdr. 250e
.2 after Hom., c. acc. pers., revere, worship,Κρονίδαν Pi.P.6.25
; , etc.; πάντων ἀνάκτων κοινοβωμίαν ib. 223; ; Λυκοῦργον σέβεσθαι worship him as a hero, Hdt.1.66, cf. 7.197;προσορῶν ὡς θεὸν σ. τινά Pl.Phdr. 251a
; do homage to Zeus, A.Pr. 937: generally, pay honour or respect to.., θνατοὺς ἄγαν σ. ib. 543 (lyr.); (lyr.), cf. Ph. 1163 (lyr.), etc.;σ. τινὰ τύχης μάκαρος E.IT 648
.b esp. of Jewish proselytes,σεβομένη τὸν θεόν Act.Ap.16.14
, cf.J.AJ14.7.2; σεβόμενοι προσήλυτοι, Ἕλληνες, Act.Ap.13.43, 17.4; σεβόμεναι γυναῖκες ib.13.50.3 of things,τὰ βυβλία σεβόμενοι μεγάλως Hdt.3.128
; ;ὦ Πιερία, σέβεταί σ' Εὔιος E.Ba. 566
(lyr.);τὸ σῶφρον αἰδούμενος ἅμα καὶ σ. Pl.Lg. 837c
.II [voice] Act. σέβω is post-Hom., used only in [tense] pres. and [tense] impf., worship, honour, mostly of the gods,σ. Δήμητρος πανήγυριν Archil.120
;πατρὸς Ὀλυμπίοιοτιμάν Pi.O.14.12
; ;Νύμφας Id.Eu.22
; ; τἀν Ἅιδου ib. 780;θεῶν θέσμια Id.Aj. 713
(lyr.), etc.; rare in Prose,νομίζεται θεοὺς σέβειν X.Mem.4.4.19
, cf. Ar.Nu. 600; but also of parents, S.OC 1377, cf. Ant. 511; of kings, Id.Aj. 667, etc.; of suppliants, A.Eu. 151 (lyr.);λέγω κατ' ἄνδρα, μὴ θεόν, σέβειν ἐμέ Id.Ag. 925
;αἰχμὴν.. μᾶλλον θεοῦ σ. Id.Th. 530
;σ. ὀνείρων φάσματα Id.Ag. 274
;τὰς ἐμὰς ἀρχὰς σ. S.Ant. 744
( εὖ σέβουσι is dub. cj. for εὐσεβοῦσι in A.Ag. 338, cf. E.Ph. 1320, Tr.85); σέβειν ἐν τιμῇ c. acc., A.Pers. 166, Pl.Lg. 647a: c. inf., ὑβρίζειν ἐν κακοῖσιν οὐ σέβω, i.e. τὸ ὑβρίζειν, I do not respect, approve it, A.Ag. 1612;τὸ μὴ ἀδικεῖν σέβοντες Id.Eu. 749
: rarely of a god,Ποσειδῶν.. τὰς ἐμὰς ἀρὰς σέβων E.Hipp. 896
:— σέβομαι as [voice] Pass., to be reverenced,ἡ δ' οἴκοι [πόλις] πλέον δίκῃ σέβοιτ' ἄν S.OC 760
; τὸ σεβόμενον reverence, Plu. 2.1101d.2 less freq. abs., to worship, to be religious,τὸν σέβοντ' εὐεργετεῖν A.Eu. 725
, cf. 897;οὐ γὰρ σέβεις S.Ant. 745
; ; but in all these places an object shd. perh. be supplied from the context. ( σέβομαι prob. orig. 'I shrink from.. ', of which σοβέω is the causal; perh. cogn. with Skt. tyajati 'desert, let go'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σέβομαι
-
5 στρουθός
A sparrow, Fringilla domestica, Il.2.311 (fem.), Sapph.1.10, Hdt.1.159, Ar.V. 207, Av. 578, Epich.45, Ael.NA17.41, Edict.Diocl.4.35, etc.; οἱ μικροὶ ς. Gal.6.700; interpol. in (lyr.).2 σ. αἱ μεγάλαι ostriches, X. An.1.5.2, cf. Gal.6.702, POxy.920.8 (ii/iii A.D.); οἱ μεγάλοι ς. Gal.6.788: also σ. κατάγαιος (i.e. the bird that runs, does not fly), Hdt.4.175, 192;χερσαῖος Ael.NA14.13
;ὁ σ. ὁ Λιβυκός Arist.PA 695a17
, 697b14, etc.;ὁ ἐν Λιβύῃ Id.HA 616b5
;ὁ Ἀράβιος Heraclid.Cum.2
: simply στρουθός, ἡ, Ar.Ach. 1105, Av. 875; ὁ, Luc.Dips.6.3 of the mythic birds of Lake Stymphalus, IG14.1293C.II a flat fish, flounder, Pleuronectes flesus, Ael.NA14.3.III σ., ὁ, a plant, = στρούθειον, Thphr.HP9.12.5.IV σ., ὁ, lewd fellow, lecher, Hsch. (Hsch. cites a form [full] στροῦς: a form *[full] τρουθός may perh. be inferred from the pr. nameΤρούθων IG12(9).249
B75 (Eretria, iii B.C.), compared with Στρούθιππος ib.241.83 (ibid., iv B.C.); cf.στρούθειος 1.1
.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρουθός
-
6 τελεσφόρος
τελεσφόρ-ος (parox.), ον,A bringing fulfilment; used by Hom. always in phrase τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν, for the space of a fulfilment-bringing year, for a complete year, Il.19.32, Od.4.86, al., Hes.Th. 740; freq. in Trag., destined to be accomplished,τελεσφόροι ἀραί A.Th. 655
;τ. εὐχαί Id.Ch. 212
, E.Ph.69; εὔχομαι τοὔνειρον εἶναι τοῦτ' ἐμοὶ τ. A.Ch. 541; φάσματα δὸς τ. grant accomplishment to the visions, S.El. 646; τ. χάριν δοῦναι grant the favour of fulfilment, Id.OC 1489;τ. διδοῦσα χρησμόν E.Ph. 641
(lyr.).II able to fulfil or accomplish, allpowerful,Ζεύς h.Hom.23.2
; ;πρὸς ἐνδίκοις φρεσὶν τελεσφόροις δίναις κυκλούμενον κέαρ Id.Ag. 996
(lyr.); ; πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τ. to fall fruitless, powerless to the ground, A.Ag. 1000 (lyr.); τ. προθυμία, πειθώ, cited as examples of frigidity of style, Arist.Rh. 1406a3.2 bearing fruit in due season,χῶραι Thphr.CP3.23.5
; bringing their fruit to perfection,δένδρα Plu.2.2e
; favourable to production,ὕδωρ Thphr.CP2.6.4
.III as pr. n., a deity worshipped in company with Asclepios and Hygeia, IG22.4533.27, al.:—also [full] Τελεσφορίων, ωνος, ὁ, CIG6753 (loc.inc., dedicated to Ἀσκληπιὸς Περγαμηνός).2 title of priest at Cyrene, ib.5145 (cf.τελεσφορέω 111
).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελεσφόρος
-
7 φάσμα
A apparition, phantom, Hdt.6.69, 117, A.Ag. 415 (lyr.), etc.; φ. ἀνθρώπου spectral appearance of a man, Hdt. 4.15;φ. γυναικός Id.8.84
, cf. Pl.Smp. 179d;φ. νερτέρων E.Alc. 1127
; vision in a dream,ὀνείρων φάσματα A.Ag. 274
, cf. S.El. 644, etc.; φ. νυκτός ib. 501 (lyr.);νύχια φ. E.IT 1263
(lyr.).2 appearance, phenomenon, Pl.Tht. 155a;ἀνατολῆς φ. καὶ δύσεως Epicur.Nat.11.8
(pl.), al.: so, of strange phenomena in the heavens, Arist.Mete. 338b23, 342a35; of images apprehended by sense, Diog.Oen.Fr. 7. -
8 ἀτρεμής
ἀτρεμ-ής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀτρεμής
-
9 ἐνδημιουργέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνδημιουργέω
-
10 Ἑκατικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἑκατικός
-
11 ἔγχωρος
Aφάσματα S.Ichn. 322
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔγχωρος
-
12 ὁλόκληρος
ὁλόκληρ-ος, ον,A complete, entire, perfect, opp. κολοβός, Arist.HA 585b36 ; uncastrated,κίχλαι Pl.Com.174.9
;τοὺς ἱερέας ὁ. νόμος εἶναι Anaxandr.39.10
, cf. Men.233, Luc.Asin.33 ;ὁ. ὑγιής τε Pl.Ti. 44c
;σῶμα Diog.Oen.39
;ὁ. μὲν.. ὄντες καὶ ἀπαθεῖς κακῶν.., ὁ. δὲ.. καὶ εὐδαίμονα φάσματα μυούμενοι
perfect, complete,Pl.
Phdr. 250c ;ὁ. καὶ γνήσιον Id.Lg. 759c
;ἐν ὁ. δέρματι Luc.Philops.8
; also of evils,ὁ. πήρωσις Democr.296
;[ἡ ἀνελευθερία] οὐ πᾶσιν ὁ. παραγίνεται Arist.EN 1121b19
, cf. 1126a12 ; simply, whole, complete,ἔτεσιν δυσὶν οὐχ ὁλοκλήρ[οι]ς IG14.1386
;ὁ. βουλευτήριον BGU1027.12
(iv A. D.) ;ὁ. οἰκία PLond.3.930.13
, etc. ; ὁ. κολλούρια drug-pencils used as wholes, for insertion in cavities, Antyll. ap. Orib.10.23.1. Adv.- ρως Erot.
s.v. ἀπαρτί, S.E.P.3.226, Gal.16.68, Hld.7.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁλόκληρος
См. также в других словарях:
φάσματα — φάσμα apparition neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμικά φάσματα — (Αστρον.). Ταφάσματα που δεν παρουσιάζουν συνεχή κατανομή της ακτινοβολίας, αλλά ορισμένες γραμμές που αντιστοιχούν σε ένα σύνολο διακριτών μηκών κύματος. Οι γραμμές αυτές είτε είναι φωτεινές, όταν εκπέμπεται ακτινοβολία από τα άτομα, είτε… … Dictionary of Greek
φάσματ' — φάσματα , φάσμα apparition neut nom/voc/acc pl φάσματι , φάσμα apparition neut dat sg φάσματε , φάσμα apparition neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… … Dictionary of Greek
μόριο — Από αυστηρά χημική έννοια είναι το ελάχιστο σωματίδιο μιας ένωσης που εμφανίζει όλες τις ιδιότητές της· υπό γενικότερη όμως έννοια, είναι η ένωση περισσότερων ατόμων, που συνιστούν μια σταθερή και καθορισμένη δομή. Με την έννοια αυτή, ως μ.… … Dictionary of Greek
αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… … Dictionary of Greek
πολυύδωρ — Επιστημονική ονομασία ουσίας με εντελώς ιδιαίτερες ιδιότητες, η οποία πιθανώς αποτελεί πολυμερή μορφή του ύδατος. Η ανακάλυψή του ανάγεται στο 1967, όταν ο Ρώσος επιστήμονας Μπόρις Ντεριάγκιν ανακοίνωσε τα αποτελέσματα των σχετικών ερευνών του,… … Dictionary of Greek
PHANTASIAE — propie sunt τῆς μανίας, furoris. Theophrastus de strychno, Δέδοται δε αὐτῆς ἐὰν μὲν οὕτως ὥςτε παίζειν, καὶ δοκεῖν ἑαυτῷ κάλλιςτον εἶναι, δραχμὴ ςταθμῷ. Ε᾿ὰν δε μᾶλλον μαίνεςθαι, καὶ φαντασιας τινὰς φαίνεςθαι, δύο δραχμαί. Si quis velit facere,… … Hofmann J. Lexicon universale
αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… … Dictionary of Greek
διάχυτα νεφελώματα — (Αστρον.). Είδος φωτεινών νεφελωμάτων. Τα δ.ν. ανήκουν, μαζί με τα πλανητικά νεφελώματα, στον Γαλαξία μας και διαφέρουν από τα λεγόμενα εξωγαλαξιακά νεφελώματα, τα οποία αποτελούν ιδιαίτερα αστρικά συστήματα, ανάλογα με τον Γαλαξία μας.… … Dictionary of Greek
Λόκιερ, Τζόζεφ Νόρμαν — (Sir Joseph Norman Lockyer, 1836 – 1920). Άγγλος αστρονόμος. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις φασματοσκοπικές μελέτες του Ήλιου και αρχικά μελέτησε τα φάσματα των ηλιακών κηλίδων. Έδειξε επίσης ενδιαφέρον για τις προεξοχές του Ήλιου και το 1868… … Dictionary of Greek