-
1 τελες-φόρος
τελες-φόρος, 1) zum Ziel, zum Ende bringend, endigend, vollendend; Hom. τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν, Il. 19, 32 Od. 4, 86 u. sonst, wie Hes., wobei zunächst an den in der Natur sich zeigenden Kreislauf des Jahres zu denken ist, nach dessen Ablauf Alles von Neuem beginnt; Andere erklären »zu Ende gebracht«; δένδρα τελεσφόρα sind Bäume, welche ihre Früchte bis zur vollen Reise austragen, Plut. de educ. lib. 4 M.; Μοῖρα, Aesch. Prom. 509, die Entscheidung, Vollendung gebende, wie Δίκη, Soph. Ai. 1369. – Auch pass. zu Ende gebracht, vollendet, οἶκος, vollständig eingerichtet, Hesych. – 2) Ertrag bringend, einträglich, Sp. – 3) die Herrschaft führend (vgl. τέλος), ἐξελϑέτω τις δωμάτων τελεσφόρος, Aesch. Ch. 652. – 4) zutreffend, eintreffend, in Erfüllung gehend; τελεσφόρους εὐχὰς ἐπαγγέλλουσα, Aesch. Ch. 210; εὐχομαι τοὔνειρον εἶναι τοῠτ' ἐμοὶ τελεσφόρον, 534; vgl. πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροι, Spt. 637; φάσματα δὸς τελεςφόρα, Soph. El. 636, laß sie in Erfüllung gehen, wie man auch O. C. 1486 fassen kann: ἀνϑ' ὧν ἔπασχον εὖ τελεςφόρον χάριν δοῦναί σφιν, der sich bethätigende, in Erfüllung gehende Dank; χρησμός, Eur. Phoen. 644; ἀραί, 69. – S. noch Lob. Phryn. 672.
-
2 φάσμα
φάσμα, τό, Erscheinung, Gestalt; bes. Traumbild, Gespenst, ἦλϑέ μοι φάσμα, εἰδόμενον Ἀρίστωνι Her. 6, 69; τὸ φάσμα τοῦ ἀνϑρώπου 4, 15, die gespenstische Erscheinung des Mannes, ὀνείρων φάσματα Aesch. Ag. 265, vgl. 404; νυκτός Soph. El. 492, vgl. 634; Eur. oft; Plat. Theaet. 155 a u. öfter. – Ein von einer Gottheit gesandtes Zeichen, Wahrzeichen, Vorzeichen, Pind. φάσμα Κρονίδα, Ol. 8, 43; vgl. Aesch. Ag. 143; εὔσημον φάσμα ναυβάταις Eur. I. A. 252; φάσμα Αἰγυπτίοισι μέγιστον ἐγένετο Her. 3, 10. 4, 79; bes. eine außerordentliche über- od. widernatürliche Erscheinung, ein Ungeheuer, dah. φάσμα ταύρου, φάσμα ὕδρας, ein Ungeheuer von Stier, ein ungeheurer Stier, Soph. Trach. 507. 834.
-
3 κατά-μομφος
κατά-μομφος, dem Tadel unterworfen, tadelhaft, φάσματα Aesch. Ag. 143.
-
4 δισσός
δισσός, att. διττός, ion. διξός (δίς, δίχα), zwiefach, doppelt; Hes., Plat. u. A. Bei Dichtern, bes. den Tragg., übh. = zwei; στρατηγοί Aesch. Spt. 801; Soph. Phil. 264; χεῖρες Pind. N. 1, 44; vgl. Xen. Conv. 8, 9 Ages. 2, 30. Bei Aesch. Ag. 121 δύο λήμασι δισσοί wird die Entzweiung, bei Soph. El. 645 φάσματα δισσῶν ὀνείρων, u. bei Luc. Alex. 10 χρησμοὶ δ. καὶ ἀμφίβολοι, das Doppelsinnige ausgedrückt. – Adv., zum zweitenmale, Eur. Phoen. 1347; auf doppelte Weise, Sp.
-
5 ἀ-τρεμής
-
6 ἀλλό-κοτος
ἀλλό-κοτος, ον (nach E. M. für ἀλλότοκος, anders entstanden, andere von κότος in allgemeiner Bdtg von ἦϑος, wie ὀργή, VLL. ἐναντίον, ξένον, ἐξηλλαγμένον), anders beschaffen, entgegengesetzt, Soph. Phil. 1176 ἀλλ. γνώμη τῶν πάρος, anders als gewöhnlich, ungewöhnlich; ὄνομα Plat. Theaet. 182 a; wie insolens, Rep. VI, 487 d, als milderer Ausdruck für πονηρός; ῥήματα χαλεπὰ καὶ ἀλλ. Hipp. mai. 292 c. Dah. unnatürlich, widerwärtig, πατήρ Prot. 346 a; τόποι ἀλλ. καὶ ἀναίσιοι Legg. V, 747 d; πρᾶγμα ἀλλ., ein schreckliches Geschäft, Thuc. 3, 49. So Plut. τῆς τιμωρίας τὸ ἀλλ. καὶ βαρύ Cor. 18; δαιμόνων φάσματα Num. 8 u. 15, wo noch φοβερά dabei steht; ἀνὴρ ἀλλ. καὶ ἀγροικός, wunderlicher Mensch, Sol. 27. Häufig bei Sp. Superl. aus Plat. com. B. A. 378. – Adv. - τως, ungewöhnlich, λέγειν Plat. Lys. 216 a.
-
7 ἐπι-θειάζω
ἐπι-θειάζω, 1) die Götter anrufen, beschwören; Thuc. 2, 75, wo es dem voranstehenden ἐς ἐπιμαρτυρίαν ϑεῶν κατέστη entspricht; ἐπιϑειαζόντων μὴ κατάγειν, bei den Göttern schwörend, daß sie ihn nicht zurückrufen würden, 8, 53; vgl. Plut. Cam. 18; a. Sp. – 2) göttliches Ansehen geben; ταῦτ' εἰπὼν Θεμιστοκλῆς ἐπεϑείασε τῷ λόγῳ διελϑὼν τὴν ὄψιν Plut. Them. 28; τὸ δαιμόνιον ἐπιϑειάζον ταῖς αὐτοῦ προαιρέσεσι Plut. Gen. Socr. 10; οἱ δὲ ὡς ϑεοφιλεῖς εἶναι δοκοῖεν, ἐπιϑειάζουσι τὰς πράξεις, ὀνείρατα καὶ φάσματα προϊστάμενοι ib. 9, mit göttlichem Glanze umgeben; οἱ δὲ πολλοὶ καταδαρϑοῠσιν οἴονται τὸ δαιμόνιον ἀνϑρώποις ἐπιϑειάζειν, eingeben, ib. 20; – τόπος ἐπιτεϑειασμένος, ein geweihter Ort, Poll. 1, 15, wie ἀνήρ, 1, 20. – Auch = in göttlicher Begeisterung ausrufen, prophezeien, ὡς ἡ Θέμις αὐτοῖς ἐπιϑειάζουσα ἔφραζεν D. Hal. 1, 31, a. Sp.; – ἐπιτεϑειασμένως, Poll. 1, 16.
-
8 ἑτερό-χροος
-
9 τελεςφόρος
τελες-φόρος, (1) zum Ziel, zum Ende bringend, endigend, vollendend; an den in der Natur sich zeigenden Kreislauf des Jahres zu denken, nach dessen Ablauf alles von Neuem beginnt; zu Ende gebracht; δένδρα τελεσφόρα sind Bäume, welche ihre Früchte bis zur vollen Reife austragen; Μοῖρα, die Entscheidung, Vollendung gebende; pass. zu Ende gebracht, vollendet, οἶκος, vollständig eingerichtet; (2) Ertrag bringend, einträglich; (3) die Herrschaft führend; (4) zutreffend, eintreffend, in Erfüllung gehend; φάσματα δὸς τελεςφόρα, laß sie in Erfüllung gehen; ἀνϑ' ὧν ἔπασχον εὖ τελεςφόρον χάριν δοῦναί σφιν, der sich betätigende, in Erfüllung gehende Dank
См. также в других словарях:
φάσματα — φάσμα apparition neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμικά φάσματα — (Αστρον.). Ταφάσματα που δεν παρουσιάζουν συνεχή κατανομή της ακτινοβολίας, αλλά ορισμένες γραμμές που αντιστοιχούν σε ένα σύνολο διακριτών μηκών κύματος. Οι γραμμές αυτές είτε είναι φωτεινές, όταν εκπέμπεται ακτινοβολία από τα άτομα, είτε… … Dictionary of Greek
φάσματ' — φάσματα , φάσμα apparition neut nom/voc/acc pl φάσματι , φάσμα apparition neut dat sg φάσματε , φάσμα apparition neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… … Dictionary of Greek
μόριο — Από αυστηρά χημική έννοια είναι το ελάχιστο σωματίδιο μιας ένωσης που εμφανίζει όλες τις ιδιότητές της· υπό γενικότερη όμως έννοια, είναι η ένωση περισσότερων ατόμων, που συνιστούν μια σταθερή και καθορισμένη δομή. Με την έννοια αυτή, ως μ.… … Dictionary of Greek
αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… … Dictionary of Greek
πολυύδωρ — Επιστημονική ονομασία ουσίας με εντελώς ιδιαίτερες ιδιότητες, η οποία πιθανώς αποτελεί πολυμερή μορφή του ύδατος. Η ανακάλυψή του ανάγεται στο 1967, όταν ο Ρώσος επιστήμονας Μπόρις Ντεριάγκιν ανακοίνωσε τα αποτελέσματα των σχετικών ερευνών του,… … Dictionary of Greek
PHANTASIAE — propie sunt τῆς μανίας, furoris. Theophrastus de strychno, Δέδοται δε αὐτῆς ἐὰν μὲν οὕτως ὥςτε παίζειν, καὶ δοκεῖν ἑαυτῷ κάλλιςτον εἶναι, δραχμὴ ςταθμῷ. Ε᾿ὰν δε μᾶλλον μαίνεςθαι, καὶ φαντασιας τινὰς φαίνεςθαι, δύο δραχμαί. Si quis velit facere,… … Hofmann J. Lexicon universale
αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… … Dictionary of Greek
διάχυτα νεφελώματα — (Αστρον.). Είδος φωτεινών νεφελωμάτων. Τα δ.ν. ανήκουν, μαζί με τα πλανητικά νεφελώματα, στον Γαλαξία μας και διαφέρουν από τα λεγόμενα εξωγαλαξιακά νεφελώματα, τα οποία αποτελούν ιδιαίτερα αστρικά συστήματα, ανάλογα με τον Γαλαξία μας.… … Dictionary of Greek
Λόκιερ, Τζόζεφ Νόρμαν — (Sir Joseph Norman Lockyer, 1836 – 1920). Άγγλος αστρονόμος. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις φασματοσκοπικές μελέτες του Ήλιου και αρχικά μελέτησε τα φάσματα των ηλιακών κηλίδων. Έδειξε επίσης ενδιαφέρον για τις προεξοχές του Ήλιου και το 1868… … Dictionary of Greek