Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

φάσματα

См. также в других словарях:

  • φάσματα — φάσμα apparition neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμικά φάσματα — (Αστρον.). Ταφάσματα που δεν παρουσιάζουν συνεχή κατανομή της ακτινοβολίας, αλλά ορισμένες γραμμές που αντιστοιχούν σε ένα σύνολο διακριτών μηκών κύματος. Οι γραμμές αυτές είτε είναι φωτεινές, όταν εκπέμπεται ακτινοβολία από τα άτομα, είτε… …   Dictionary of Greek

  • φάσματ' — φάσματα , φάσμα apparition neut nom/voc/acc pl φάσματι , φάσμα apparition neut dat sg φάσματε , φάσμα apparition neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… …   Dictionary of Greek

  • μόριο — Από αυστηρά χημική έννοια είναι το ελάχιστο σωματίδιο μιας ένωσης που εμφανίζει όλες τις ιδιότητές της· υπό γενικότερη όμως έννοια, είναι η ένωση περισσότερων ατόμων, που συνιστούν μια σταθερή και καθορισμένη δομή. Με την έννοια αυτή, ως μ.… …   Dictionary of Greek

  • αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… …   Dictionary of Greek

  • πολυύδωρ — Επιστημονική ονομασία ουσίας με εντελώς ιδιαίτερες ιδιότητες, η οποία πιθανώς αποτελεί πολυμερή μορφή του ύδατος. Η ανακάλυψή του ανάγεται στο 1967, όταν ο Ρώσος επιστήμονας Μπόρις Ντεριάγκιν ανακοίνωσε τα αποτελέσματα των σχετικών ερευνών του,… …   Dictionary of Greek

  • PHANTASIAE — propie sunt τῆς μανίας, furoris. Theophrastus de strychno, Δέδοται δε αὐτῆς ἐὰν μὲν οὕτως ὥςτε παίζειν, καὶ δοκεῖν ἑαυτῷ κάλλιςτον εἶναι, δραχμὴ ςταθμῷ. Ε᾿ὰν δε μᾶλλον μαίνεςθαι, καὶ φαντασιας τινὰς φαίνεςθαι, δύο δραχμαί. Si quis velit facere,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… …   Dictionary of Greek

  • διάχυτα νεφελώματα — (Αστρον.). Είδος φωτεινών νεφελωμάτων. Τα δ.ν. ανήκουν, μαζί με τα πλανητικά νεφελώματα, στον Γαλαξία μας και διαφέρουν από τα λεγόμενα εξωγαλαξιακά νεφελώματα, τα οποία αποτελούν ιδιαίτερα αστρικά συστήματα, ανάλογα με τον Γαλαξία μας.… …   Dictionary of Greek

  • Λόκιερ, Τζόζεφ Νόρμαν — (Sir Joseph Norman Lockyer, 1836 – 1920). Άγγλος αστρονόμος. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις φασματοσκοπικές μελέτες του Ήλιου και αρχικά μελέτησε τα φάσματα των ηλιακών κηλίδων. Έδειξε επίσης ενδιαφέρον για τις προεξοχές του Ήλιου και το 1868… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»