Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

φάσμα

  • 1 φάσμα

    Lexicon to Pindar > φάσμα

  • 2 φάσμα

    φάσμα, ατος, τό: ([etym.] φαίνω):—
    A apparition, phantom, Hdt.6.69, 117, A.Ag. 415 (lyr.), etc.; φ. ἀνθρώπου spectral appearance of a man, Hdt. 4.15;

    φ. γυναικός Id.8.84

    , cf. Pl.Smp. 179d;

    φ. νερτέρων E.Alc. 1127

    ; vision in a dream,

    ὀνείρων φάσματα A.Ag. 274

    , cf. S.El. 644, etc.; φ. νυκτός ib. 501 (lyr.);

    νύχια φ. E.IT 1263

    (lyr.).
    2 appearance, phenomenon, Pl.Tht. 155a;

    ἀνατολῆς φ. καὶ δύσεως Epicur.Nat.11.8

    (pl.), al.: so, of strange phenomena in the heavens, Arist.Mete. 338b23, 342a35; of images apprehended by sense, Diog.Oen.Fr. 7.
    3 of shows or mysteries, as images or types of realities,

    εὐδαίμονα φ. μυούμενοι Pl.Phdr. 250c

    .
    4 sign from heaven, portent, omen, Hdt.3.10, 4.79, 7.37,38, 8.37, S.El. 1466, Pl.Plt. 268e, etc.;

    φ. Κρονίδα Pi.O.8.43

    , cf. A.Ag. 145 (pl., lyr.); Παλλάδα.. εὔσημον φ. ναυβάταις Eur.IA252 (lyr.).
    5 monster, prodigy, periphr., φάσμα ταύρου, ὕδρας, a monster of a bull, of a hydra, S.Tr. 509 (lyr.), 837 codd. (lyr.); of the Sphinx, Epigr.Gr.1016.3.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φάσμα

  • 3 φάσμα

    φάσμα
    apparition: neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > φάσμα

  • 4 φάσμα

    -ατος τό N 3 1-0-1-1-1=4 Nm 16,30; Is 28,7; Jb 20,8; Wis 17,4
    apparition, delusion Jb 20,8; phantom Wis 17,4
    *Nm 16,30 ἐν φάσματι δείξει he shall show by a sign from heaven, he shall perform a miracle- ראי/ב יראהראה for MT יברא בריאה ברא he shall create a creation, he shall create something new, see also Is 28,7
    Cf. DORIVAL 1994, 94; LARCHER 1985, 953-954

    Lust (λαγνεία) > φάσμα

  • 5 φάσμα

    1) range
    2) spectrum

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φάσμα

  • 6 φάσμ'

    φάσμα, φάσμα
    apparition: neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > φάσμ'

  • 7 φασμάτων

    φάσμα
    apparition: neut gen pl

    Morphologia Graeca > φασμάτων

  • 8 φάσμασι

    φάσμα
    apparition: neut dat pl

    Morphologia Graeca > φάσμασι

  • 9 φάσμασιν

    φάσμα
    apparition: neut dat pl

    Morphologia Graeca > φάσμασιν

  • 10 φάσματα

    φάσμα
    apparition: neut nom /voc /acc pl

    Morphologia Graeca > φάσματα

  • 11 φάσματι

    φάσμα
    apparition: neut dat sg

    Morphologia Graeca > φάσματι

  • 12 φάσματος

    φάσμα
    apparition: neut gen sg

    Morphologia Graeca > φάσματος

  • 13 φάσματ'

    φάσματα, φάσμα
    apparition: neut nom /voc /acc pl
    φάσματι, φάσμα
    apparition: neut dat sg
    φάσματε, φάσμα
    apparition: neut nom /voc /acc dual

    Morphologia Graeca > φάσματ'

  • 14 quasi-range

    = partial range
    French\ \ quasi étendue; étendue quasi totale
    German\ \ Quasi-Spannweite; partielle Spannweite
    Dutch\ \ quasi-waardenbereik; quasi-waardenbereik volgens Mosteller
    Italian\ \ campo di variazione parziale
    Spanish\ \ cuasi amplitud
    Catalan\ \ rang parcial
    Portuguese\ \ quase-amplitude
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ -
    Greek\ \ οιονεί φάσμα; μερική φάσμα
    Finnish\ \ kvasivaihteluväli; osittainen vaihteluväli
    Hungarian\ \ kvázi tartomány
    Turkish\ \ yarı-açıklık (değişim aralığı); kısmi açıklık (değişim aralığı)
    Estonian\ \ kvaasihaare; osaline haare
    Lithuanian\ \ kvazisritis; dalinė sritis; nepilnoji sritis
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ quasi-rozstęp
    Russian\ \ квазиряд; частичный ряд
    Ukrainian\ \ -
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ hálf-svið; hluta svið
    Euskara\ \ partziala sorta
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ شبه‌دامنه تغييرات
    Arabic\ \ شبه المدى ؛ مدى نسبي
    Afrikaans\ \ kwasievariasiewydte (volgens Mosteller)
    Chinese\ \ 拟 全 距 ; 拟 值 城 的
    Korean\ \ 준범위, 부분범위

    Statistical terms > quasi-range

  • 15 phasma

        phasma atis, n, φάσμα, an apparition, spectre, phantom.—As the title of a comedy, T.—Of a farce, Iu.
    * * *
    ghost, specter

    Latin-English dictionary > phasma

  • 16 ἐγώ

    ἐγώ ( ἐγών), μοι, ἐμοί, ἐμίν, με, ἐμέ; ἄμμες, ἄμμιν), ἄμμε; νῷν) Apart from its use within direct speech, this pronoun in the singular may normally be referred to both Pindar and chorus, but to the chorus only Pae. 4.21 cf. Fränkel, W & F, 366̆{1}, van Leeuwen, 407̆{15}, 505̆{36}. The plural is never certainly used to represent the singular.
    1 ἐγώ. ( ἐγών before a vowel P. 3.77, but ἐγώ correpted I. 1.4) “ οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτιO. 4.24

    καὶ ἐγὼ νέκταρ πέμπων ἱλάσκομαι O. 7.7

    εἰ δ' ἐγὼ κῦδος ἀνέδραμον ὕμνῳ O. 8.54

    ἐγὼ δέ τοι ἀγγελίαν πέμψω ταύταν O. 9.21

    ἐγὼ δὲ κλυτὸν ἔθνος Λοκρῶν ἀμφέπεσον, μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων O. 10.97

    ἐγὼ δὲ οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ O. 13.49

    διασωπάσομαί οἱ μόρον ἐγώ O. 13.91

    ἄνδρα δ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν ἔλπομαι P. 1.42

    ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω P. 3.77

    ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω P. 4.67

    μῆλά τε γάρ τοᾰ ἐγὼ ἀφίημP. 4.148

    ἐγὼ δ' Ἡρακλέος ἀντέχομαι προφρόνως N. 1.33

    ἐγὼ δὲ κοινάσομαι N. 3.11

    ἐγὼ τόδε τοι πέμπω πόμ' ἀοίδιμον N. 3.76

    ἑκόντι δ' ἐγὼ νώτῳ ἄγγελος ἔβαν N. 6.57

    ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.20

    χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον, ἐγὼ δ ἀστοῖς ἁδὼν N. 8.38

    ( ἄεθλοι)

    ὧν ἐγὼ μνασθεὶς ἐπασκήσω κλυταῖς ἥρωα τιμαῖς N. 9.9

    ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν N. 11.11

    ἀλλἐγω̆ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας ἐθέλω I. 1.14

    χαίρετ· ἐγὼ δὲ Ποσειδάωνι περιστέλλων ἀοιδὰν γαρύσομαι I. 1.32

    ἐγὼ δ' ὑψίθρονον Κλωθὼ κασιγνήτας τε προσεννέπω ἑσπέσθαι κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου Μοίρας ἐφετμαῖς I. 6.16

    τῶ καὶ ἐγώ, καίπερ ἀχνύμενος θυμόν, αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν I. 8.5

    ἤτοι καὶ ἐγὼ σκόπελον ναίων διαγινώσκομαι a chorus of Keans speaks

    Πα.. 21. κλυτοὶ μάντιες Ἀπόλλωνος, ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς Pae. 8.14

    σὲ δ' ἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα, fr. 81 ad Δ. 2. ἀλλ' ἐγὼ τάκομαι (as opposed to those not affected by love of Theoxenos) fr. 123. 10. ] νον ἐγὼ[ fr. 140a. 77 (51). ἐγὼ μ[ fr. 140b. 11. μαντεύεο, Μοῖσα, προφατεύσω δ' ἐγώ fr. 150. “ καὶ τότ' ἐγὼ” fr. 168. 4.
    2 acc. a. με, με).

    στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο θεόδματον χρέος O. 3.7

    ἅ τε Πίσα με γεγωνεῖν O. 3.9

    τεαὶ γὰρ ὧραι μ' ἔπεμψαν μάρτυῤ ἀέθλων O. 4.2

    [ δεῖ σάμερόν μ' ἐλθεῖν (μ add. Boeckh met. gr.: om. codd.) O. 6.28]

    ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει O. 6.83

    μὴ βαλέτω με λίθῳ τραχεῖ φθόνος O. 8.55

    ἁδόντα δ' εἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν P. 2.96

    ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι P. 7.13

    Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν φέγγος P. 9.90

    ἀλλά με Πυθώ τε καὶ τὸ Πελινναῖον ἀπύει P. 10.4

    ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν; P. 11.39

    τὰ μακρὰ δ' ἐξενέπειν ἐρύκει με τεθμὸς N. 4.33

    εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν N. 4.80

    οὐ μέμφεταί μ' ἀνήρ N. 7.64

    ἔα με N. 7.75

    Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ Pae. 5.44

    λίσσομαι ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν Pae. 6.5

    Διόθεν τέ με σὺν ἀγλαίᾳ ἴδετε πορευθέντ fr. 75. 7. ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικός χρή [μ]ε λαθεῖν ἀοιδὰν πρόσφορον Παρθ. 2. 3. ὁ Μοισαγέτας με καλεῖ χορεῦσαι Ἀπόλλων fr. 94c. 1. ἀλλὰ θαυμάζω τί με λέξοντι Ἰσθμοῦ δεσπόται fr. 122. 13. Μοῖσ' ἀνέηκέ με fr. 151. οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198. ὦ τάν, μή με κερτόμ[ει (με a papyri correctore deletum metro tamen desideratur) fr. 215. 4. “ Κενταύρου με κοῦραι θρέψαν ἁγναί.” P. 4.103 τοί μ' κρύβδα πέμπονP. 4.111 φὴρ δέ με θεῖος Ἰάσονα κικλῄσκων προσαύδαP. 4.119 κοὔ με πονεῖP. 4.151 ἀλλ' ἤδη με γηραιὸν μέρος ἁλικίας ἀμφιπολεῖP. 4.157 καὶ ὡς τάχος ὀτρύνει μεP. 4.164 ὥσπερ τόδε δέρμα με νῦν περιπλανᾶται θηρός” (Stephanus: μίμνοι codd.: Herakles speaks) I. 6.47
    b ἐμέ, ἔμε): emphatic, in first position in sentence save in two dubious examples, fr. 6a. e, fr. 75. 13, where perhaps με should be read.

    ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῖνον χρή O. 1.100

    εἴη σέ τε πατεῖν, ἐμέ τε ὁμιλεῖν O. 1.115

    ἐμὲ δ' ὦν πᾳ θυμὸς ὀτρύνει φάμεν O. 3.38

    ἀλλ' ἐμὲ χρὴ φράσαι O. 8.74

    ἐμὲ δ' οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.93

    ἐμὲ δὲ χρεὼν φεύγειν δάκος ἀδινὸν κακαγοριᾶν P. 2.52

    ἐμὲ δ' οὖν τις ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος P. 9.103

    Μξῖσ, ἀνέγειρ' ἐμέ fr. 6a. e. cf. fr. 151. ἐμὲ δ' ἐξαίρετον κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ' *d. 2. 23. ἐναργέα τἔμ ὥστε μάντιν οὐ λανθάνει (van Groningen: νεμέω, νεμεα, τεμεῷ codd. Dion. Hal.) fr. 75. 13. ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν a chorus of girls speaks *parq. 2. 33. ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτωνO. 1.77 ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ δὲ ὑφαίνεινP. 4.141
    3 dat.
    a μοι (correpted O. 2.83, N. 1.21, N. 10.80, Pae. 7.10) πολλά μοᾰ ὑπἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας possessive O. 2.83

    Μοῖσα δ' οὕτω ποι παρέστα μοι νεοσίγαλον εὑρόντι τρόπον O. 3.4

    τόλμα τέ μοι εὐθεῖα γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν possessive. O. 13.11

    ἀλαθής τέ μοι ἔξορκος ἐπέσσεται ἁδύγλωσσος βοὰ O. 13.98

    εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι P. 3.110

    δόμους φράσσατέ μοι σαφέωςP. 4.117 ταῦτά μοι θαυμαστὸς ὄνειρος ἰὼν φωνεῖP. 4.163

    μακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν P. 4.247

    τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος possessive P. 8.32

    γείτων ὅτι μοι καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν ὑπάντασεν ἰόντι P. 8.58

    ἔνθα μοι ἁρμόδιον δεῖπνον κεκόσμηται N. 1.21

    ( ῥῆμα)

    τό μοι θέμεν εἴη N. 4.9

    ἄπορα γὰρ λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.72

    μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ' ὑποσκάπτοι τις N. 5.19

    θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν N. 7.50

    εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος N. 8.35

    τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.45

    βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ N. 10.19

    ἔσσι μοᾰ υἱόςN. 10.80

    μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος I. 1.3

    ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος I. 4.1

    πολλὰ μὲν ἀρτεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει I. 5.47

    τέθμιόν μοι φαμί σαφέστατον ἔμμεν I. 6.20

    ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος I. 7.37

    κεἴ μοί τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4.

    μή μοι μέγας ἕρπων κάμοι ἐξοπίσω χρόνος ἔμπεδος Pae. 2.26

    λίαν μοι [δέο]ς ἔμπεδον εἴη κεν” possessive Πα... ἔραται δέ μο[ι] γλῶσσα μέλιτος ἄωτον γλυκὺν[ (sc. καταλείβειν simm., Wil.)

    Πα... ]Χαρίτεσσί μοᾰ ἄγχι θ[ Pae. 7.10

    ]μη μο[ι Πα. 7B. 7. ἄπιστά μοι δέδοικα Πα. 7B. 45. ] εἰ δέ μοι[ fr. 60a. 3. “ὦ τάλας ἐφάμερε, νήπια βάζεις, χρήματά μοι διακομπέων” fr. 157. δίχα μοι νόος ἀτρέκειαν εἰπεῖν fr. 213. 4. ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν ( ἀγάλλειν e. g. supp. Snell) fr. 215. 5. ethic dat., c. impv.

    ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων O. 6.22

    ἀπό μοι λόγον τοῦτον, στόμα, ῥῖψον O. 9.35

    ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα O. 10.1

    ἔλα νῦν μοι πεδόθεν I. 5.38

    ἐ]να[ισίμ]ῳ νῦν μοι ποδὶ στείχ ων ἁγέο Παρθ. 2. 66. cf.

    καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι ποινὰν τεθρίππων P. 1.59

    b ἐμοί, emphatic form, never ethic, once possessive P. 5.76

    ἐμοὶ δ' ἄπορα γαστρίμαργον μακάρων τιν εἰπεῖν O. 1.52

    ἀλλ' ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄεθλος ὑποκείσεται O. 1.84

    ἐμοὶ μὲν ὦν Μοῖσα καρτερώτατον βέλος ἀλκᾷ τρέφει O. 1.111

    ὣς ἐμοὶ φάσμα λέγει O. 8.43

    βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ ἔπος παρέχοντι P. 2.66

    τοῦτ' ἔργον ἐμοὶ τελέσαις —” P. 4.230 φῶτες Αἰγείδαι, ἐμοὶ πατέρες (v. Wil., Pind., 477f; Fränkel, D & P, 485̆{2}) P. 5.76

    ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον P. 10.48

    ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ N. 4.41

    καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξN. 10.77εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶγτ; σύν τ' Ἀθαναίᾳ” (supp. Boeckh: om. codd.) N. 10.84

    ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς I. 6.56

    ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν ( ἀλλ' ἐμὲ coni. Boehmer) I. 8.11

    ἐμο[ὶ δ] Pae. 2.102

    ἐμοὶ δ' ὀλίγον δέδοται” a chorus of Keans speaks Πα... ἐμοὶ δὲ τοῦτον διέδω[κ.ν] ἀθάνατον πόνον *pa. 7B. 21.
    c ἐμίν. [κατ' ἐμὶν coni. Schr.: κατά τιν codd. P. 8.68] ]

    τὶν μὲν [πά]ρ μιν[] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Pae. 10.19

    cf. Σ Ar., Av. 931: χλευάζει τῶν διθυραμ- βοποιῶν τὸν συνεχῆ ἐν τοῖς τοιούτοις δωρισμὸν καὶ μάλιστα τὸν Πίνδαρον συνεχῶς λέγοντα ἐν ταῖς αἰτήσεσι τὸ ἐμίν fr. 298, Schr.
    5 ἄμμε, acc. pl.: us i. e. mankind

    μία δ' οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα O. 9.106

    καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6

    6 ἄμμιν, ἄμμι, dat. pl. “λῦσον, ἄμμιν μή τι νεώτερον ἀναστάῃP. 4.155 καρτερὸς ὅρκος ἄμμιν μάρτυς ἔστω ΖεῦςP. 4.167 ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν κελαδῇσαι i. e. for Pindar and his fellow Thebans I. 1.52 ἄμμι δ' πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον i. e. to the chorus and the victor I. 7.49 ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός i. e. for us Greeks I. 8.10 μηδὲ Νηρέος θυγάτηρ νεικέων πέταλα δὶς ἐγγυαλιζέτω ἄμμιν.” I. 8.44 μὴ προφαίνειν, τίς φέρεται μόχθος ἄμμιν (probably the fragment is part of some speech) fr. 42. 2.
    7 νῷν dual dat. “ οὐ πρέπει νῷν τιμὰν δάσασθαι” (νῶιν, νῶι) codd.) P. 4.147 ] ο νῶιν[ (σὺν τῷ ϊ. Σ.) P. Oxy. 841. fr. 94. 2.

    Lexicon to Pindar > ἐγώ

  • 17 Ζεύς

    Ζεύς (Ζεύς, Δᾰός, Δ, [Διί codd.], Δία, Ζεῦ; Ζηνός, Ζηνί, Ζῆνα.)
    1 genealogical relationships. son of Kronos,

    Κρονίδα βαρυγδούπου Διός O. 8.44

    Κρονίων Ζεὺς πατὴρP. 4.23

    Κρονίδαο Ζηνὸς υἱοί P. 4.171

    πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ N. 1.72

    Κρονίδᾳ τε Δὶ N. 4.9

    σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι I. 2.24

    ] Κρονίων Ζεὺς ?fr. 334a. 10, cf. O. 2.12 husband of Hera,

    Ἥρας τὰν Διὸς εὐναὶ λάχον P. 2.27

    Διὸς ἄκοιτιν P. 2.34

    cf. N. 7.95 husband of Thetis, Θέμιν ἄλοχον Διὸς fr. 30. 5. cf. fr. 31. son of Rhea v. O. 2.12 brother of Hestia and Hera,

    Ἑστία, Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας N. 11.2

    lover of Aigina,

    Αἴγινα, τεῶν Διός τ' ἐκγόνων N. 7.50

    Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον N. 8.6

    Ζηνί τε ἅδον βασιλέι (sc. Αἴγινα καὶ Θήβα) I. 8.18 lover of Alkmene, P. 4.171

    τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα Ἀλκμήνα P. 9.84

    Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν N. 10.11

    lover of Danae, N. 10.11 lover of Leda, P. 4.171 lover of Semele O. 2.27, and of Thyone,

    ἀτὰρ λευκωλένῳ γε Ζεὺς πατὴρ ἤλυθεν ἐς λέχος ἱμερτὸν Θυώνᾳ P. 3.98

    lover of Thebe, I. 8.18, cf. test., fr. 290. lover of Ganymede,

    ἦλθε καὶ Γανυμήδης Ζηνὶ O. 1.45

    prospective lover of Thetis, ( Θέτιν) Ζηνὶ μισγομέναν ἢ Διὸς πὰρ ἀδελφεοῖσιν (Tric.: Διὶ codd.: Δί τε Hermann) I. 8.35 cf. I. 8.27 father of Apollo & Artemis,

    παίδων Διός P. 3.12

    father of Athena,

    αὐτὰ Ζηνὸς ἐγχεικεραύνου παῖς O. 13.77

    ( Ζεὺς) ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34, cf. O. 7.36 father of Herakles,

    Διὸς ἄλκιμος υἱὸς O. 10.44

    παῖς Διὸς N. 1.35

    , cf. P. 9.84, I. 6.42 ]ἐπὶ βρέφος οὐρανίου Διός[ Πα. 2. ]Διὸς υἱόν P. Oxy. 2622. fr. 1. 15. father of Polydeukes,

    Ζεὺς δ' ἀντίος ἤλυθέ οἱ N. 10.79

    father of Aiakos, N. 7.84, I. 8.18, cf. Pae. 15.5 father of Korinthos,

    ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει, τέκνοισιν ἅτε μαψυλάκας, Διὸς Κόρινθος N. 7.105

    father of Muses,

    κόραι Πιερίδες Διός O. 10.96

    father of Graces O. 14.14 father of Fortune,

    παῖ Ζηνὸς ἐλευθερίου σώτειρα Τύχα O. 12.1

    father of Truth,

    θυγάτηρ Ἀλάθεια Διός O. 10.4

    father of Peirithoos, φὰν δ' ἔμμεναι Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος sc. Peirithoos and Theseus fr. 243.
    2 king and all powerful father of gods and men.

    πατέρ' Οὐρανιδᾶν ἐγχεικέραυνον Ζῆνα P. 4.194

    Ζεὺς πατήρ O. 2.27

    ὦ Ζεῦ πάτερ O. 7.87

    ὕπατ' εὐρὺ ἀνάσσων Ὀλυμπίας, Ζεῦ πάτερ O. 13.26

    Ζεὺς πατὴρ P. 3.98

    Κρονίων Ζεὺς πατὴρP. 4.23

    Ζεῦ πάτερ N. 8.35

    , N. 9.31, N. 9.53, N. 10.29

    παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ N. 10.55

    ὦ Ζεῦ πάτερ” (Herakles speaks) I. 6.42 Ζεὺς πατήρ fr. 93. v.

    πατήρ. Ζεὺς ἀθανάτων βασιλεύς N. 5.35

    Ζηνὶ βασιλέι I. 8.18

    , cf. O. 7.34, N. 7.82, N. 10.16

    ὑπέρτατε Ζεῦ O. 4.1

    εὐρυτίμου Διός O. 1.42

    Ὀλύμπου δεσπότας Ζεὺς N. 1.14

    πρὸς Ὀλυμπίου Διός Πα. 6. 1, cf. O. 2.12, O. 14.12

    Διὸς ὑψίστου N. 1.60

    Ζηνὸς ὑψίστου N. 11.2

    Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει, Ζεύς ὁ πάντων κύριος I. 5.53

    , cf. P. 5.122

    Ζεὺς ὁ θεῶν σκοπὸς Pae. 6.94

    οὐρανίου Διός Pae. 20.9

    v. also,

    μεγασθενής, ἀριστοτέχνας, κράτιστος, εὐρύζυγος. Ζεὺς ἄφθιτος P. 4.291

    ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ i. e. on earth O. 2.58 παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2. 7.
    3 as patron and cult god. of the Aiakidai;

    Αἴγινα φίλα μᾶτερ, ἐλευθέρῳ στόλῳ πόλιν τάνδε κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ P. 8.99

    Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἶμα N. 3.65

    ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας Αἰακίδας N. 5.7

    of the Eratidai;

    τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν ἐκ Διὸς εὔχονται O. 7.23

    of the Blepsiadai;

    Τιμόσθενες, ὔμμε δ' ἐκλάρωσεν πότμος Ζηνὶ γενεθλίῳ O. 8.16

    of the Aiolidai; “ μάρτυς ἔστω Ζεὺς ὁ γενέθλιος ἀμφοτέροιςP. 4.167, cf. P. 4.107 as Ζεὺς γενέθλιος, v. O. 8.16, P. 4.167 as

    Ζεὺς σωτήρ; σωτὴρ ὑψινεφὲς Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον O. 5.17

    σωτῆρος Διὸς fr. 30. 5, cf. I. 6.8 as

    Ζεὺς Αἰτναῖος; Ζηνὸς Αἰτναίου κράτος O. 6.96

    Ζηνὸς Αἰτναίου χάριν N. 1.6

    , cf.

    Ζεῦ, ὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος P. 1.29

    as

    Ζεὺς λτ;γτ;ένιος; σώτειρα Διὸς ξενίου πάρεδρος Θέμις O. 8.21

    καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις N. 11.8

    cf. N. 5.33 as

    Ζεὺς Λυκαῖος; Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου O. 9.96

    cf. O. 13.108, N. 10.48 as Zeus-Aristaios; “θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον, Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων' τοῖς δ Ἀρισταῖον καλεῖν” in Cyrene P. 9.64 as

    Ζεὺς ἐλευθέριος; παῖ Ζηνὸς ἐλευθερίου Τύχα O. 12.1

    as

    Ζεῦς τέλειος; Ζεῦ τέλεἰ, αἰδῶ δίδοι O. 13.115

    Ζεῦ τέλεἰ P. 1.67

    , cf. N. 10.29 as Ζεὺς Ἄμμων; Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοιςP. 4.16 Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον ἐνεῖκαι” i. e. to Libya P. 9.53, cf. fr. 36. as Ζεὺς Δωδωναῖος; v. fr. 57. as Ζεὺς Ἑλλάνιος, in Aigina.

    πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου N. 5.10

    ὦ Διὸς Ἑλλανίου φαεννὸν ἄστρον Pae. 6.125

    as Ζεὺς Ἀταβύριος, in Rhodes.

    ἀλλ' ὦ Ζεῦ πάτερ, νώτοισιν Ἀταβυρίου μεδέων O. 7.87

    as Ζεὺς ἑρκεῖος; v. Pae. 6.114 as Ζεὺς Ὀλύμπιος, of Olympia.

    Πίσα μὲν Διός O. 2.3

    Διὸς πανδόκῳ ἄλσει O. 3.17

    cf. O. 10.45

    σωτὴρ ὑψινεφὲς Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον, τιμῶν τ' Αλφεόν O. 5.17

    βωμῷ τε μαντείῳ Διὸς ἐν Πίσᾳ O. 6.5

    Ζηνὸς ἐπ' ἀκροτάτῳ βωμῷ τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.70

    Οὐλυμπία, ἵνα μάντιες ἄνδρες ἐμπύροις τεκμαιρόμενοι παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου O. 8.3

    κόσμον Ὀλυμπίᾳ, ὅν σφι Ζεὺς γένει ὤπασεν O. 8.83

    Δία τε φοινικοστερόπαν σεμνόν τ' ἐπίνειμαι ἀκρωτήριον Ἄλιδος O. 9.6

    ἀγῶνα δ' ἐξαίρετον Διός O. 10.24

    ὕπατ' εὐρὺ ἀνάσσων Ὀλυμπίας Ζεῦ πάτερ O. 13.26

    Δὶ τοῦτ' Ἐνυαλίῳ τ ἐκδώσομεν πράσσειν O. 13.106

    μία δ' ἐκπρεπὴς Διὸς Ὀλυμπίας (sc. νίκα) P. 7.15

    σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι I. 2.24

    γαῖαν τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος I. 2.27

    as

    Ζεὺς Νεμεαῖος; Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει N. 2.5

    Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἷμα, σέο δ' ἀγών N. 3.65

    Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ N. 4.9

    Διὸς δὲ μεμναμένος ἀμφὶ Νεμέᾳ N. 7.80

    ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον, ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων I. 6.3

    ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη· ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι (contra, Διὸς ἀγῶνι with τὰ οἴκοι Σ.) N. 2.24
    4 as master of the elements.

    ἐλατὴρ ὑπέρτατε βροντᾶς ἀκαμαντόποδος Ζεῦ O. 4.1

    ὑψινεφὲς Ζεῦ O. 5.17

    Διὸς ἀργικεραύνου O. 8.3

    Κρονίδα βαρυγδούπου Διός O. 8.44

    Δία τε φοινικοστερόπαν O. 9.6

    αἰολοβρέντα Διὸς αἴσᾳ O. 9.42

    ἀλλὰ Ζηνὸς τέχναις ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν O. 9.52

    πυρπάλαμον βέλος ὀρσικτύπου Διός O. 10.81

    Ζηνὸς ἐγχεικεραύνου παῖς O. 13.77

    ἐγχεικέραυνον Ζῆνα P. 4.194

    cf. N. 9.25, N. 10.8, 71.

    ὀρσινεφὴς Ζεὺς N. 5.35

    κελαινεφἔ ἀργιβρένταν Ζῆνα Pae. 12.10

    ἐρισφάραγος ( Ζεύς) fr. 15.
    5
    a Zeus' emblem the eagle.

    Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον O. 2.88

    Διὸς αἰετός P. 1.6

    χρυσέων Διὸς αἰετῶν P. 4.4

    b giver of oracles and omens.

    ὣς ἐμοὶ φάσμα λέγει Κρονίδα πεμφθὲν βαρυγδούπου Διός O. 8.44

    αἰσίαν δ' ἐπί οἱ Κρονίων Ζεὺς πατὴρ ἔκλαγξε βροντάνP. 4.23 cf. P. 4.197, N. 9.19

    Διὸς ὑψίστου προφάταν ἔξοχον, ὀρθόμαντιν Τειρεσίαν N. 1.60

    κατένευσέν τέ οἱ ὀρσινεφὴς ἐξ οὐρανοῦ Ζεὺς N. 5.35

    τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ N. 11.43

    cf. O. 6.5, O. 6.70, O. 8.3 Δ[ιὸ]ς δ' ἄκ[ουσεν ὀ]μφάν. (supp. Bury: sc. Κάδμος) Δ. 2. 29.
    c giver of blessings.

    Διὸς δὲ χάριν ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων P. 3.95

    τάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν τιμάν P. 4.107

    Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων P. 5.122

    Ζεῦ, μεγάλαι δ

    ἀρεταὶ θνατοῖς ἕπονται ἐκ σέθεν I. 3.4

    μελέταν δὲ σοφισταῖς Διὸς ἕκατι πρόσβαλον σεβιζόμενοι I. 5.29

    Διὸς παῖς ὁ χρυσός fr. 222. 1.
    d punishes Ixion,

    δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.40

    punishes Apharetidai,

    καὶ πάθον δεινὸν παλάμαις Ἀφαρητίδαι Διός N. 10.65

    Ζεὺς δ' ἐπ Ἴδᾳ πυρφόρον πλᾶξε ψολόεντα κεραυνόν N. 10.71

    punishes Typhon, κεράιζε Τυφῶνα πεντηκοντοκέφαλον ἀνάγκᾳ Ζεὺς πατὴρ fr. 93. cf.

    ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται P. 1.13

    frees Titans,

    λῦσε δὲ Ζεὺς ἄφθιτος Τιτᾶνας P. 4.291

    buries Amphiareus,

    ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα N. 9.25

    γαῖα δ' κεραυνωθεῖσα Διὸς βέλεσιν N. 10.8

    his abode sought by Bellerophon, τὸν δ (sc. Πάγασον)

    ἐν Οὐλύμπῳ φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι δέκονται O. 13.92

    ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν μεθ ὁμάγυριν Βελλεροφόνταν Ζηνός I. 7.47

    e as prelude,

    ἀοιδοὶ ἄρχονται Διὸς ἐκ προοιμίου N. 2.3

    αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν N. 5.25

    f in various other connections. ἔτειλαν (sc. ἐσλοὶ)

    Διὸς ὁδὸν παρὰ Κρόνου τύρσιν O. 2.70

    Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε (sc. Θέτις) O. 2.79

    χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι O. 7.55

    Ζεὺς ἄμπαλον μέλλεν θέμεν O. 7.61

    ὀρθωθεῖσα ναύταις ἐν πολυφθόρῳ Σαλαμὶς Διὸς ὄμβρῳ I. 5.49

    τρέω τοι πόλεμον Διὸς Ἐννοσίδαν τε βαρύκτυπον” Euxantios speaks

    Πα... ἀλλά σε πρὸς Διός, ἱπποσόα θοάς, ἱκετεύω Pae. 9.7

    τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad Δ. 2. fig.,

    μὴ μάτευε Ζεὺς γενέσθαι I. 5.14

    6 frag. & test. Porphyr., de abst., 3. 16, Πίνδαρος δὲ ἐν προσοδίοις πάντας τοὺς θεοὺς ἐποίησεν, ὅτε ὑπὸ Τυφῶνος ἐδιώκοντο, οὐκ ἀνθρώποις ὁμοιωθέντας, ἀλλὰ τοῖς ἄλλοις ζῴοις. ἐρασθέντα δὲ Πασιφάης ( φασὶ coni. Bergk) Δία γενέσθαι ( νῦν add. Abresch) μὲν ταῦρον, νῦν δὲ ἀετὸν καὶ κύκνον (verba ἀλλὰ κύκνον non ad carmen Pindaricum spectare censuit Turyn: v. Griffiths, Hermes, 1960, 374.) fr. 91. The punishment of the Cyclops by Zeus is probably alluded to in fr. 266.

    τὰ δ' α[ ] Ζεὺς οἶδ[ Παρθ. 2. 33. Διὸς[ Pae. 6.145

    Διὸς οὐκ ἐθελο[ Πα. 7B. 43. ] Ζηνί γε πα[ fr. 60a. 5.

    Lexicon to Pindar > Ζεύς

  • 18 λέγω

    λέγω (λέγω, -ει, -ομεν, -οντι; λέγε; λεγόντων; λέγειν: fut. λέξοντι coni., cf. ἐρέω: aor. part. λέξαις, cf. εἶπον: med. λέγεσθαι: aor. λέξατο: pass. λέγεται, -ονται; -όμενον: pf. λέλεκται; λελέχθαι.)
    1
    b med., count, review

    λέξατο πάντας ἐπαινήσαις Ἰάσων P. 4.189

    2 say, tell (in this sense the aor. is supplied by εἶπον q. v., the fut. and pf. are supplemented from ἐρέω q. v.)
    a abs.

    ὣς ἐμοὶ φάσμα λέγει Κρονίδα O. 8.43

    τόλμα τέ μοι εὐθεῖα γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν O. 13.12

    λέγε, τίνες Κύκνον, τίνες Ἕκτορα πέφνον; I. 5.39
    b c. acc.,
    I

    Ἰξίονα φαντὶ ταῦτα βροτοῖς λέγειν · τὸν εὐεργέταν ἀγαναῖς ἀμοιβαῖς ἐποιχομένους τίνεσθαι P. 2.22

    οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν O. 13.46

    τὰ δ' Ὀλυμπίᾳ αὐτῶν ἔοικεν ἤδη πάροιθε λελέχθαι O. 13.102

    λεγόμενον ἐρέω i. e. what is common talk P. 5.108 λεγόμενον δὲ τοῦτο προτέρων ἔπος ἔχω commonly told N. 3.52

    πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται N. 8.20

    σύνες ὅ τοι λέγω fr. 105. 1.
    II c. acc. dupl., ἀλλὰ θαυμάζω, τί με λέξοντι Ἰσθμοῦ δεσπόται τοιάνδε μελίφρονος ἀρχὰν εὑρόμενον σκολίου (Casaubon: λεξοῦντι codd., Dorice) fr. 122. 10.
    III pass., be said to be

    τοὶ μὲν ὦν λέγονται πρόξενοί τ' ἀμφικτιόνων κελαδεννᾶς τ ὀρφανοὶ ὕβριος I. 4.7

    c c. nom./acc. & inf.,
    I

    λέγοντι δ βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι O. 2.28

    λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος O. 9.49

    εἰ δέ τις ἤδη λέγει ἕτερόν τιν' ἀν Ἑλλάδα τῶν πάροιθε γενέσθαι ὑπέρτερον P. 2.59

    λέγοντι γὰρ Αἰακόν μιν ὑπὸ ματροδόκοις γοναῖς φυτεῦσαι N. 7.84

    ]

    ἥρωα Τήνερον λέγομεν[ Pae. 7.13

    λέγο[ντι] Ζῆνα καθεζόμενον κορυφαῖσιν ὕπερθε φυλάξαι Pae. 12.9

    λέγοντι δὲ βροτοὶ *d. 1. 15.
    bpass. c. inf.

    ἅ τοι Ποσειδάωνι μιχθεῖσα Κρονίῳ λέγεται παῖδα τεκέμεν O. 6.29

    λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν, οἵτε P. 3.88

    τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων λέγεται παντὶ μάλιστα δονεῖν θυμόν N. 6.56

    λέγεται μὰν Ἕκτορι μὲν κλέος ἀνθῆσαι Σκαμάνδρου χεύμασιν ἀγχοῦ N. 9.39

    e fragg. ] λέγοντι προβώμιον fr. 6a.k. ]ν λεγόντων[ Δ. 1. 2.

    Lexicon to Pindar > λέγω

  • 19 πέμπω

    πέμπω (πέμπω, -ει: πέμπων, -οισα: fut. πέμψω: impf. πέμπεν), - ον: aor. πέμψεν), (πεμψαν; πέμψῃ; πέμψαντα: pass. πέμπεται; -όμενοι: aor. πεμφθείς, -εῖσαν, -έν.)
    1 send
    a

    τεαὶ γὰρ ὧραι μ' ἔπεμψαν μάρτυῤ ἀέθλων O. 4.2

    κυρίῳ δ' ἐν μηνὶ πέμποισ ἀμφιπόλους ἐκέλευσεν O. 6.32

    καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτὸν ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν πέμπων ἱλάσκομαι O. 7.8

    ὣς ἐμοὶ φάσμα λέγει Κρονίδα πεμφθὲν

    βαρυγδούπου Διός O. 8.44

    παντᾷ ἀγγελίαν πέμψω ταύταν O. 9.25

    τόδε μὲν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται P. 2.68

    πέμψεν κασιγνήταν ἐς Λακέρειαν P. 3.32

    τοί μ' κρύβδα πέμπονP. 4.114

    πέμψε δ' Ἑρμᾶς υἱοὺς ἐπ ἄτρυτον πόνον P. 4.178

    σὺν Νότου δ' αὔραις ἐπ Ἀξείνου στόμα πεμπόμενοι ἤλυθον P. 4.203

    ἀλλὰ θεῶν βασίλεα σπερχθεῖσα θυμῷ πέμπε δράκοντας ἄφαρ N. 1.40

    θαλασσίαις ἀνέμων ῥιπαῖσι πεμφθεὶς ὑπὸ Τροίαν sc. Achilles N. 3.59

    ἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι N. 3.77

    Κλεωναίου τ' ἀπ ἀγῶνος ὅρμον στεφάνων πέμψαντα καὶ λιπαρᾶν εὐωνύμων ἀπ Ἀθανᾶν (sc. υἱόν: “sending home”) N. 4.18

    πέμψεν θεὸς αἰετόν I. 6.49

    χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον” sc. Zeus and Poseidon Πα... ἐρατᾶν ὄχημ' ἀοιδᾶν τοῦτό τοι πέμπω μεταδόρπιον fr. 124. 2. ὁπόταν θεὸς ἀνδρὶ χάρμα πέμψῃ fr. 225. met., ( φιάλαισι)

    ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν N. 9.52

    add. inf.,

    Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων I. 2.16

    d frag. π]έμπει Πα. 12. a. 12.

    Lexicon to Pindar > πέμπω

  • 20 ὥς

    ὥς
    I after oratio recta

    ὣς ἔννεπεν O. 1.86

    ὣς ἆρα μάνυε O. 6.52

    ὣς ἦρα θεὸς σάφα εἴπαις O. 8.46

    ὣς φάτο P. 3.43

    , P. 4.120, I. 8.45

    ὣς ἄρ' ἔειπεν P. 4.156

    ὣς ἄρ' αὐδάσαντος P. 4.232

    ὣς ἄρ' εἰπών P. 9.66

    ὣς ἤνεπε N. 10.79

    ὣς ἄρ' αὐδάσαντος N. 10.89

    ὣς ἦρα εἰπὼν I. 6.55

    II after a reported statement “ ὣς ἐμοὶ φάσμα λέγειO. 8.43
    b ὥσπερ: (Schwyzer, 2. 667, cf. ὡς a. α.)

    μαθόντες δέ, λάβροι παγγλωσσίᾳ κόρακες ὣς ἄκραντα γαρύετον O. 2.87

    ἀβάπτιστος εἶμι, φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας P. 2.80

    ἀλλ' ἀνεγειρομένα χρῶτα λάμπει, Ἀοσφόρος θαητὸς ὣς ἄστροις ἐν ἄλλοις I. 4.24

    ἀλλ' ἐγὼ τᾶς ἕκατι κηρὸς ὣς δαχθεὶς ἕλᾳ ἱερᾶν μελισσᾶν τάκομαι fr. 123. 10.

    Lexicon to Pindar > ὥς

См. также в других словарях:

  • φάσμα — apparition neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… …   Dictionary of Greek

  • φάσμα — το, ατος 1. ό,τι φαίνεται, το φαινόμενο, το όραμα. 2. φάντασμα, οπτασία, εικόνα πεθαμένου που εμφανίζεται σε ζωντανούς: Το φάσμα του πατέρα του Άμλετ. 3. μτφ., απειλή ή κίνδυνος που προσωποποιείται και πλησιάζει: Το φάσμα του πολέμου. – Το φάσμα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλιακό φάσμα — Τo φάσμα του ηλιακού φωτός που εκτείνεται από την περιοχή των ακτίνων γάμμα έως την περιοχή των ραδιοκυμάτων. Έχει πολύ μεγάλη κλίμακα εντάσεων με μέγιστο στα μήκη κύματος του ορατού φωτός. Μολονότι το κεντρικό τμήμα της καμπύλης μεταβάλλεται… …   Dictionary of Greek

  • φάσμ' — φάσμα , φάσμα apparition neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασμάτων — φάσμα apparition neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάσμασι — φάσμα apparition neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάσμασιν — φάσμα apparition neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάσματα — φάσμα apparition neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάσματι — φάσμα apparition neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάσματος — φάσμα apparition neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»