-
1 τιθύμαλλος
τιθύμαλλοςspurge: masc nom sg -
2 τιθύμαλλος
A spurge, Euphorbia Peplus, Cratin.325 (lyr.), Ar. Ec. 405, Thphr.HP9.8.2, PHolm.5.24, 25.1: heterocl. pl.τιθύμαλλα AP9.217
(Muc. Scaev.).--Seven kinds are enumerated by Dsc.4.164; τ. ἄρρην, = χαρακίας, l.c., cf. Thphr.HP9.11.8; τ. θῆλυς, = μυρσινίτης or μυρτίτης, ib.9.11.9, Dsc.l.c.; used for poisoning water in warfare, Afric.Cest.p.15 V.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιθύμαλλος
-
3 τιθυμάλλοις
τιθύμαλλοςspurge: masc dat pl -
4 τιθυμάλλου
τιθύμαλλοςspurge: masc gen sg -
5 τιθυμάλλους
τιθύμαλλοςspurge: masc acc pl -
6 τιθυμάλλων
τιθύμαλλοςspurge: masc gen pl -
7 τιθύμαλλοι
τιθύμαλλοςspurge: masc nom /voc pl -
8 τιθύμαλλον
τιθύμαλλοςspurge: masc acc sg -
9 τιθυμαλλίς
A = παράλιος, Dsc.4.164, cf. Hp.Superf.28.2 = ἡλιοσκόπιος, Ps.-Dsc.4.14 (p.312 W.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιθυμαλλίς
-
10 τιθυμάλλω
-
11 τιθυμάλλῳ
-
12 γαλακτὶς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαλακτὶς
-
13 θυμαλίς
A v.l. for τιθύμαλλος in Nic.Th. 617.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμαλίς
-
14 καρυΐτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρυΐτης
-
15 κομήτης
A wearing long hair, of the Persians, Orac. ap.Hdt.6.19; of dissolute men, Pherecr.14, Ar.Nu. 348, 1101, etc.; ὁ ἐν Σάμῳ κ., prov. variously expld., Duris 62 J., etc.; also, simply, with hair on the head, opp. φαλακρός, Pl.R. 454c, cf. Grg. 524c;κ. τὰ σκέλη Luc.Bacch.2
.2 metaph., κ. ἰός a feathered arrow, S.Tr. 567; κ. λειμών a grassy meadow, E.Hipp. 210 (anap.);θύρσος κισσῷ κομήτης Id.Ba. 1055
.III = τιθύμαλλος χαρακίας, Dsc.4.164.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομήτης
-
16 κωβιός
κωβιός, ὁ, a fish of theII = τιθύμαλλος χαρακίας, Dsc.4.164; = τ. δενδροειδής, Plin.HN26.71. -
17 μηκώνιον
μηκών-ιον, τό,A = μήκων v, Hp.Acut.(Sp.) 72, Fist. 7.3 = τιθύμαλλος, Thphr.HP9.8.2.II discharge from the bowels of new-born children, Arist.HA 587a31, Gal.19.176: also written - ειον, Sor.1.81.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηκώνιον
-
18 μυρτίτης
A = μυρσινίτης 11.2, Thphr.HP9.11.9, Crateuas ap.Sch. Nic.Th. 617, Ps.-Dsc.4.18 (p.311 W.).2 μ. οἶνος, = μυρσινίτης 1, Dsc.5.28, Heras ap.Gal.13.297, CIL4.5593 (- είτης) ; μ. alone, IGRom.1.515 ([place name] Italy), cf. Artem.1.66.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυρτίτης
-
19 νορύη
νορύη, ἡ, a plant,A = στρύχνον, τιθύμαλλος, Thphr. ap. Phot., cf. Hdn. Gr.1.306. -
20 πυελίς
II (mostly in form πυαλίς), sarcophagus, dat. ([place name] Lycia): acc.πυαλεῖδα IGRom.4.1285
([place name] Thyatira): but ([place name] Lycia).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τιθύμαλλος — spurge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθύμαλλος — ὁ, και τιθύμαλλον, τὸ, Α το φυτό ευφόρβιο, κν. σήμερα γαλατσίδα 2. φρ. α) «τιθύμαλλος ἄρρην» το φυτό χαρακιάς* β) «τιθύμαλλος θῆλυς» το φυτό μυρσινίτης ή μυρτίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι η λ. έχει σχηματιστεί … Dictionary of Greek
τιθυμάλλοις — τιθύμαλλος spurge masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθυμάλλου — τιθύμαλλος spurge masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθυμάλλους — τιθύμαλλος spurge masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθυμάλλων — τιθύμαλλος spurge masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθυμάλλῳ — τιθύμαλλος spurge masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθύμαλλοι — τιθύμαλλος spurge masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθύμαλλον — τιθύμαλλος spurge masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθυμαλλίς — και πιθ. τ. σε κώδ. τιθυμαλίς, ίδος, ἡ, Α 1. ονομασία είδους θαλάσσιου φυτού 2. είδος φυτού 3. φρ. α) «τιθυμαλὶς μυρσινίτης» ο τιθύμαλλος* θῆλυς (Αφρικαν. Κεστ.) β) «τιθυμαλλὶς χαρακίτης» ο τιθύμαλλος* ἄρρην (Αφρικαν. Κεστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
κωβιός — ο (AM κωβιός) κοινή σήμερα ονομασία περκόμορφων ψαριών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια γωβιίδες, αλλ. γωβιός αρχ. δύο είδη φυτών, το τιθύμαλλος χαρακίας και το τιθύμαλλος δενδροειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για… … Dictionary of Greek