-
1 Ηλιοσκόπιος
-
2 Ἡλιοσκόπιος
-
3 ἡλιοσκόπιος
Ἡλιο-σκόπιος, ον,A looking to the sun: ἡ. τιθύμαλλος sun-spurge, Euphorbia helioscopia, Dsc.4.164, cf. Ruf. ap. Orib.7.26.39 (v.l. -σκόπος), Plin.HN26.69.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλιοσκόπιος
-
4 τιθυμαλλίς
A = παράλιος, Dsc.4.164, cf. Hp.Superf.28.2 = ἡλιοσκόπιος, Ps.-Dsc.4.14 (p.312 W.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιθυμαλλίς
См. также в других словарях:
Ἡλιοσκόπιος — looking to the sun masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλιοσκόπιος — ο (Α ἡλιοσκόπιος, ον) [ηλιοσκόπος] αυτός που βλέπει προς τον ήλιο νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ηλιοσκόπιο όργανο που χρησιμοποιείται κατά την τηλεσκοπική παρατήρηση τού ήλιου για την ελάττωση τής έντασης τού φωτός του αρχ. φρ. «ἡλιοσκόπιος… … Dictionary of Greek
ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… … Dictionary of Greek
ηλιοσκόπιο — Όργανο που μειώνει την εκτυφλωτική λαμπρότητα του Ήλιου και επιτρέπει τις οπτικές παρατηρήσεις της επιφάνειάς του. H ελάττωση της φωτεινότητας μπορεί να γίνει για μικρά τηλεσκόπια με μαύρο γυαλί που έχει επίπεδες παράλληλες έδρες, αλλά στα… … Dictionary of Greek