-
61 παρ-ωρμημένως
παρ-ωρμημένως, adv. part. perf. pass. von παρορμάω, heftig, hitzig, eifrig, VLL. Erkl. von περιόργως.
-
62 παρ-ωροφίς
παρ-ωροφίς, ἡ, der vorstehende Rand der Decke, des Daches, Her. 2, 155; vgl. Poll. 1, 81. 7, 120.
-
63 παρ-ωτίς
-
64 παρ-ωνυχίς
παρ-ωνυχίς, ἡ, 1) Nebennagel, gewöhnlich Nietnagel, reduvia, sp. Medic. – 2) eine Pflanze, Diosc.
-
65 παρ-ωνυχία
παρ-ωνυχία, ἡ, = Folgdm; Hippocr.; Plut. vrbdt οὐκ ἔστι σοι περὶ παρωνυχίας ὁ λόγος, de audit. 7, vgl. de adul. et amic. discr. 49.
-
66 παρ-ωνυμόω
παρ-ωνυμόω, = παρωνυμιάζω, Nicet.
-
67 παρ-ωνυμιάζω
παρ-ωνυμιάζω, einen Namen von einem Worte ableiten, mit einem abgeleiteten Namen Worte benennen, Arist. phys. 7, 3, 2, v. l.
-
68 παρ-ωνυμέω
παρ-ωνυμέω, = παρωνυμιάζω, Philo u. a. Sp.
-
69 παρ-ωνυμία
παρ-ωνυμία, ἡ, Ableitung eines Wortes aus dem andern, Gramm. – Auch = παρονομασία, Sp., u. wie παρωνύμιον, Bei-, Zuname, Plut. de Pyth. or. 14.
-
70 παρ-ωνυμίασμα
παρ-ωνυμίασμα, τό, Beiwort, Hesych.
-
71 παρ-ωνυμίζω
παρ-ωνυμίζω, = παρωνυμιάζω, Arist. a. a. O. v. l., u. Sp.
-
72 παρ-ωνύμιος
παρ-ωνύμιος, auch 3 End., = παρώνυμος, Plat. Legg. IV, 757 d; bes. τὸ παρωνύμιον, Beiname von einer Person od. Sache, Soph. 268 c, δῆλον ὅτι παρωνύμιον αὐτοῦ τι λήψεται, u. Folgde, wie Plut. Num. 21 u. öfter; Ath. XIII, 565 b; bes. Gramm.
-
73 παρ-ωνύμησις
παρ-ωνύμησις, ἡ, = παρωνυμία, Iambl.
-
74 παρ-ωκεανίτης
παρ-ωκεανίτης, ὁ, = Vorigem, Strab. XVII, 835.
-
75 παρ-ωκεανῑτικός
παρ-ωκεανῑτικός, ή, όν, = dem Vorhergehenden, ἔϑνη, Strab. 4, 2, 1 A.
-
76 παρ-ωκεανῖτις
παρ-ωκεανῖτις, ιδος, ἡ, fem. zu παρωκεανΐτης, mit u. ohne γῆ, Pol. 34, 5, 6 D. Sic. 5, 41 u. A.
-
77 παρ-ωκεάνιος
παρ-ωκεάνιος, am Ocean gelegen, da wohnend, Plut. Caes. 20 u. Sp.
-
78 παρ-ωνομασία
παρ-ωνομασία, ἡ, schlechte Schreibart statt παρονομασία, Schaef. Schol. Par. Ap. Rh. 1, 623.
-
79 παρ-ωμίς
-
80 παρ-ωθεύω
См. также в других словарях:
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
Πάρ’ δύναμιν δ’οὐκ ἔστι καὶ ἐσσύμενον πολεμίζειν. — См. Сила по силе осилишь, а сила не под силу осядешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πάρ — Α 1. (ηλειακός τ.) βλ. περί 2. βλ. παρά … Dictionary of Greek
παρ' — παρά , παρά beside indeclform (prep) παραί , παρά beside epic (poetic indeclform prep) πᾱρά , πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc pl (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πᾶρ' — παρά , παρά beside indeclform (prep) παραί , παρά beside epic (poetic indeclform prep) πᾱρά , πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc pl (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρ — παρά beside poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάρ' — Πάρι , Πάρις masc voc sg Πάρε , Πάρος Paros fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρ' — πάρα , παρά beside indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek