-
81 παρ-ωλενίς
παρ-ωλενίς, ίδος, ἡ, neben ὠλενίς angeführt von Poll. 10, 170.
-
82 παρ-ωθέω
παρ-ωθέω (s. ὠϑέω), fortstoßen, drängen, verachten, verweigern; τἄνδον παρώσας λέκτρα, Eur. El. 1037; Troad. 656; Pol. 5, 84, 3 u. Folgde; ἔρωτα, verhehlend, Soph. Trach. 358; – bes. im med., μὴ παρώσασϑαι ξένους, Eur. Heracl. 238; παρεῶσϑαι, Dem. 2, 18, Schol. καταφρονεῖσϑαι; Sp., περὶ τὰς πλουσίων ϑύρας ἀλλήλους παρωϑούμενοι, Luc. Pisc. 34, der auch Tim. 4 παρωσάμενοι τῆς τιμῆς verbindet. – Von der Zeit, aufschieben, Plat. Rep. V, 471 c.
-
83 παρ-ωλένιος
παρ-ωλένιος, neben dem Ellenbogen, Arme, Poll. 2, 138; nach Hesych. τῶν χειρῶν τὰ ὄπισϑεν.
-
84 παρ-όπτησις
παρ-όπτησις, ἡ, das Braten an den Seiten oder oben, Sp.
-
85 παρ-όπτομαι
(παρ-όπτομαι, s. παροράω.)
-
86 παρ-όργισμα
παρ-όργισμα, τό, rege gemachter Zorn, LXX. u. N. T
-
87 παρ-όρειος
παρ-όρειος, am Berge, am Gebirge gelegen, befindlich, Ios. u. a. Sp., im subst. τὸ παρόρειον, wie Suid.; vgl. παρωρεία u. Lob. Phryn. 712.
-
88 παρ-όριος
-
89 παρ-όριος [2]
παρ-όριος, neben der Gränze gelegen (?).
-
90 παρ-όρμησις
παρ-όρμησις, ἡ, das Treiben, Ermuntern, εἴς τι, Xen. Hipparch. 1, 25; Pol. 6, 39, 8 u. a. Sp.
-
91 παρ-όρμημα
παρ-όρμημα, τό, der Antrieb, Sporn, Ios.
-
92 παρ-όρθιος
παρ-όρθιος, ziemlich gerade, Mathem. vett.
-
93 παρ-όρνῡμι
παρ-όρνῡμι (s. ὄρνυμι), dabei erregen, ermuntern, nur in tmesi, παρὰ μητέρα μύϑοις ὄρνυϑι λισσόμενος, Ap. Rh. 3, 486.
-
94 παρ-όρᾱσις
παρ-όρᾱσις, ἡ, das Uebersehen, die Nachlässigkeit, Sp. – Bei Ruf. falsches Sehen.
-
95 παρ-όρᾱμα
παρ-όρᾱμα, τό, Versehen, Irrthum, Plut. Aem. Paull. 3 u. öfter, u. a. Sp.
-
96 παρ-όσον
-
97 παρ-ότρυνσις
παρ-ότρυνσις, ἡ, das Antreiben, Sp.
-
98 παρ-όψιον
παρ-όψιον, τό, = Folgdm, Sp.
-
99 παρ-όψημα
-
100 παρ-όμφημα
παρ-όμφημα, τό, durch παρωνυμίασμα erkl. bei Hesych.
См. также в других словарях:
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
Πάρ’ δύναμιν δ’οὐκ ἔστι καὶ ἐσσύμενον πολεμίζειν. — См. Сила по силе осилишь, а сила не под силу осядешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πάρ — Α 1. (ηλειακός τ.) βλ. περί 2. βλ. παρά … Dictionary of Greek
παρ' — παρά , παρά beside indeclform (prep) παραί , παρά beside epic (poetic indeclform prep) πᾱρά , πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc pl (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πᾶρ' — παρά , παρά beside indeclform (prep) παραί , παρά beside epic (poetic indeclform prep) πᾱρά , πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc pl (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρ — παρά beside poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάρ' — Πάρι , Πάρις masc voc sg Πάρε , Πάρος Paros fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρ' — πάρα , παρά beside indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek