-
21 παρ-ολισθαίνω
παρ-ολισθαίνω u. παρ-ολισθάνω (s. ὀλισϑάνω), auf die Seite hingleiten, fallen, unvermerkt hineingleiten, -schlüpfen; εἰς τὸ ἄμεινον παρώλισϑον, Luc. pro lapsu 15 u. öfter, u. Plut., der σφαλλόμενα καὶ παρολισϑαίνοντα vrbdt, Symp. 7, 2, 3.
-
22 παρ-άγγελμα
παρ-άγγελμα, τό, Ankündigung, Botschaft; φλογός, vom Feuerzeichen, Aesch. Ag. 480; Befehl, bes. bei den Soldaten, Thuc. 8, 99; διδόναι τὸ παρ., Pol. 10, 21, 9; ἐκ παραγγέλματος, 1, 27, 8 u. öfter; auch = Lehre, Xen. Cyn. 13, 19 u. Sp.
-
23 παρ-ῳδός
παρ-ῳδός, neben, außer dem Gesange, was nicht dazu paßt, ἀνακαλύψω γὰρ λόγους κοὐκέτι παρῳδοῖς χρησόμεσϑ' αἰνίγμασιν, Eur. I. A. 1147, od. worin man die Sache umschreibt. – Bes. ὁ παρ., ein Lied verändert singend, bes. ein Gedicht so nachahmend, daß man es ins Komische wendet, meist indem man der ernsten Form einen lächerlichen Inhalt unterlegt, parodirend.
-
24 παρ-ῳδέω
παρ-ῳδέω, 1) daneben singen, nebenbei besingen, anführen. – 2) ein Lied verändert, parodirt singen, bes. einen Gesang auf komische Weise nachahmen, Schol. Ar. Ach. 8 παρ. καλεῖται, ὅταν ἐκ τραγῳδίας μετενεχϑῇ; so Ath. VIII, 364 b; Luc. Char. 14 u. öfter, u. a. Sp. Daher auch χλευάζειν erkl., verspotten, parodiren, Sp.
-
25 πάρ
πάρ, poet. verkürztes παρά vor Consonanten, oft bei Hom., am häufigsten vor δέ, auch oft vor π u. ν, seltener vor γ, ζ, ξ, σ, τ in der Il., u. vor κ, μ in der Od. Auch Pind. N. 5, 18 u. öfter; Ar. Lys. 1309; Aesch. Eum. 220 u. a. D.; πὰρ πολέμῳ Inscr. 11.
-
26 πάρ-εργος
-
27 πάρ-εργον
πάρ-εργον, τό, Nebenwerk, alles nicht zur Hauptsache Gehörige, Zugabe, Anhang; τὴν ἀϑλίαν ἐμὲ ῥῦσαι, πάρεργον δοῠσα τοῠτο τῆς τύχης, Eur. Hel. 925, vgl. Herc. Fur. 1340, was nicht zum Geschicke gehört; οὐ δεύτερον, οὐδὲ πάρεργον δεῖ τὴν παίδων τροφὴν τὸν νομοϑέτην ἐᾶν γίγνεσϑαι, Plat. Legg. VI, 766 a, vgl. Euthyd. 275 d, καλὸν ἄν που τὸ ἔργον ὑμῶν εἴη, εἰ τηλικαῠτα πράγματα πάρεργα ὑμῖν τυγχάνει ὄντα; Arist. polit. 7, 2 u. Folgde; πάρεργον ποιεῖσϑαί τι, Etwas zur Nebensache machen, es als Nebensache behandeln, πάρεργ' Ὀρέστην κἀμὲ ποιεῖται δόμων, Eur. El. 63, d. i. = νόϑοι; καλὸν πάρεργον δ' αὐτὸ ϑήσομαι πόνων, Or. 610; μὴ πάρ. ποιούμενος, μηδὲ μετὰ ῥᾳϑυμίας, ἀλλὰ μετὰ λογισμοῦ, Isocr. 5, 29; so auch ἐν παρέργῳ ϑοῠ με, Soph. Phil. 473; τὸ ναυτικὸν τέχνης ἐστὶ καὶ οὐκ ἐνδέχεται ἐκ παρέργου μελετᾶσϑαι, Thuc. 1, 142, es läßt sich nicht so nebenbei üben; οὐκ ἐν παρέργῳ τὸν πόλεμον ἐποιεῖτο, 7, 27; ἐκ παρέργου τοῠτο πεποιηκότες, beiläufig, Pol. 4, 51, 2; οὐ διεῤῥιμμένην, οὐδ' ἐν παρέργῳ ποιήσασϑαι τὴν μνήμην, 3, 57, 5, vgl. 58, 3; Sp.; auch ἐν παρέργου μέρει, Plat. Rep. II, 374 c. – In der Malerei = Nebenfigur, Beiwerk, Staffage. – Πάρεργον ὁδοῠ, beiläufig, nebenher, z. B. ἥκω σοι εὐδαίμων γενόμενος, Luc. Nigr. 1; vgl. Jacobs zu Philostr. Imagg. p. 606. – Eigentlich neutr. von
-
28 παῤ-ῥησία
παῤ-ῥησία, ἡ, freies Reden, Freimüthigkeit, Offenheit im Reden und Handeln; Eur. Hipp. 394 Ion 672 u. öfter; γέλωτα γενέσϑαι ἐπὶ τῇ παῤῥησίᾳ αὐτοῦ, Plat. Conv. 222 c; ἐλευϑερίας ἡ πόλις μεστὴ καὶ παῤῥησίας γίγνεται, Rep. VIII, 557 b; παῤῥησίᾳ κατακορεῖ καὶ ἀναπεπταμένῃ χρώμενος, Phaedr. 240 e; Folgde; καὶ ἰσηγορία καὶ δημοκρατία, Pol. 2, 38, 6; παῤῥησίαν ἄγειν, D. Sic. 12, 63; παῤ-ῥησίᾳ, freimüthig, offen, Sp.
-
29 παρ-πόδιος
παρ-πόδιος, poet. statt παραπόδιος, vor den Füßen, gegenwärtig, Pind.
-
30 παρ-πεπιθών
παρ-πεπιθών, ep. aor. II. zu παραπείϑω.
-
31 παρ-τομίς
παρ-τομίς, ἡ, wie ἐγχειρίδιον, Handbuch, Hesych.
-
32 παρ-τέμνω
-
33 παρ-υπό-στασις
παρ-υπό-στασις, ἡ, Neben-, zufällige Existenz, Sp.
-
34 παρ-υπατο-ειδής
παρ-υπατο-ειδής, ές, dem Klange der παρυπάτη gleich, ähnlich, Music.
-
35 παρ-υπ-εμ-φαίνω
παρ-υπ-εμ-φαίνω, dabei zugleich zeigen, andeuten, Sp.
-
36 παρ-υπ-αντάω
παρ-υπ-αντάω, begegnen, τινί, Ios.
-
37 παρ-υπο-φαίνω
παρ-υπο-φαίνω, dabei, zugleich zeigen, Sp.
-
38 παρ-υπο-ψύχω
παρ-υπο-ψύχω, gelind kühlen, abkühlen, Diosc.
-
39 παρ-υπο-κρύπτω
παρ-υπο-κρύπτω, dabei verheimlichen, Sp.
-
40 παρ-υπο-κλέπτω
παρ-υπο-κλέπτω, dabei heimlich entwenden, Sp.
См. также в других словарях:
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
Πάρ’ δύναμιν δ’οὐκ ἔστι καὶ ἐσσύμενον πολεμίζειν. — См. Сила по силе осилишь, а сила не под силу осядешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πάρ — Α 1. (ηλειακός τ.) βλ. περί 2. βλ. παρά … Dictionary of Greek
παρ' — παρά , παρά beside indeclform (prep) παραί , παρά beside epic (poetic indeclform prep) πᾱρά , πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc pl (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πᾶρ' — παρά , παρά beside indeclform (prep) παραί , παρά beside epic (poetic indeclform prep) πᾱρά , πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc pl (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρ — παρά beside poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάρ' — Πάρι , Πάρις masc voc sg Πάρε , Πάρος Paros fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρ' — πάρα , παρά beside indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek