-
41 παρ-υπο-μιμνήσκω
παρ-υπο-μιμνήσκω (s. μιμνήσκω), beiläufig erinnern, erwähnen, Pol. 5, 31, 3.
-
42 παρ-υπο-δείκνῡμι
παρ-υπο-δείκνῡμι (s. δείκνυμι), dabei zugleich zeigen, Sp.
-
43 παρ-υπο-νοέω
παρ-υπο-νοέω, dabei zugleich denken, muthmaßen, B. A. 1409.
-
44 παρ-υπο-λαμβάνω
παρ-υπο-λαμβάνω (s. λαμβάνω), eine falsche Ansicht fassen, Aristoxen. mus.
-
45 παρ-υπ-άρχω
παρ-υπ-άρχω, dabei sein, stehen, wie πάρειμι, Schol. Eur. Hec. 1017 u. a. Sp.
-
46 παρ-υπάτη
-
47 παρ-υπνώω
-
48 παρ-υφ-αιρέομαι
παρ-υφ-αιρέομαι (s. αἱρέω), heimlich für sich wegnehmen, Sp.
-
49 παρ-υφαίνω
παρ-υφαίνω, daran weben, wirken; ἐσϑὴς παρυφασμένη, Kleid mit angewebtem purpurnem Saume, D. Sic. 12, 21. – Uebertr., längs den Seiten daneben ausbreiten, ὅπλα παρυφασμένα, bei Xen. Cyr. 5, 4, 48, sind Reihen von Bewaffneten, welche den unbewaffneten Haufen von allen Seiten umgeben. – Im Weben übertreffen, Philostr.
-
50 παρ-υφ-ίστημι
παρ-υφ-ίστημι (s. ἵστημι), als Substanz zugleich mit zum Wesen hinzufügen. – Häufiger in den intrans. tempp. u. im med., zugleich sich darstellen, mit sein, existiren; S. Emp. pyrrh. 1, 205; D. L. 9, 105 u. Gramm.
-
51 παρ-υφή
-
52 παρ-υφής
-
53 παρ-υψόω
-
54 παρ-υβρίζω
παρ-υβρίζω, schmählich behandeln, Sp.
-
55 παρ-υγραίνω
παρ-υγραίνω, etwas anfeuchten, erweichen, Ath. VIII, 356 e.
-
56 παρ-φασία
-
57 παρ-φέρομαι
παρ-φέρομαι, ep. statt παραφέρομαι.
-
58 παρ-ωπία
-
59 παρ-ωρείτης
παρ-ωρείτης, ὁ, der neben einem Berge Wohnende, Gebirgsanwohner, Πάν, Apollnds 10 ( Plan. 235).
-
60 παρ-ωρεία
См. также в других словарях:
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
Πάρ’ δύναμιν δ’οὐκ ἔστι καὶ ἐσσύμενον πολεμίζειν. — См. Сила по силе осилишь, а сила не под силу осядешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πάρ — Α 1. (ηλειακός τ.) βλ. περί 2. βλ. παρά … Dictionary of Greek
παρ' — παρά , παρά beside indeclform (prep) παραί , παρά beside epic (poetic indeclform prep) πᾱρά , πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc pl (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πᾶρ' — παρά , παρά beside indeclform (prep) παραί , παρά beside epic (poetic indeclform prep) πᾱρά , πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc pl (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρ — παρά beside poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάρ' — Πάρι , Πάρις masc voc sg Πάρε , Πάρος Paros fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρ' — πάρα , παρά beside indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek