-
1 αμβλεία
-
2 ἀμβλείᾳ
-
3 αμβλεία
-
4 ἀμβλεῖα
-
5 тупой
επ. βρ: туп, -а, -о.1. αμβλύς, αμ-βλύστομος, στομωμένος• ατρόχιστος•тупой нож στομωμένο μαχαίρι•
-ая бритва ακόνιστο ξυράφι.
|| πλατύς•тупой конец яйца το πλατύ άκρο του αυγού.
2. παλ. αδύνατος, άτονος, εξασθενημένος•-ое зрение αμβλεία όραση• -όθ•
слух αμβλεία ακοή•
тупой взгляд άτονο βλέμμα.
|| ανέκφραστος, άχαρος•-ая улыбка άχαρο χαμόγελο.
3. λειψός, κουτούτσικος, αγαθός, αφελής.4. παράλογος, αδικαιολόγητος, παράξενος• ανόητος•тупой страх αδικαιολόγητος φόβος•
-ое упрямство στενοκεφαλιά, ανένδοτο πείσμα.
|| αγόγγυστος, αναντίρρητος, αδιαμαρτύρητος• τυφλός•-ое повиновение τυφλή υποταγή.
5. μαλακός•-ая боль μαλακός πόνος.
6. κούφιος, υπόκωφος, πνιχτός.7. παλ. βλ. тупиковый.εκφρ.тупой угол – (μαθ.) αμβλεία γωνία. -
6 αμβλείας
-
7 ἀμβλείας
-
8 угол
1. (мат., тех) η γωνί/αвестовый - см. часовой -мор.) - της κλίσης- наклона (кривой траектории и т.п.) - κλίσης- напыления (между осью струи и покрываемой поверхностью) - ψεκασμού (ανάμεσα στον άξονα ροής και την επιφάνεια της επικάλυψης)предельный - опт. οριακή -путевой (нвг.) - πορείαςтрёхгранный - см. телесный -часовой - (нвг.)(вестовый угол) δυτική οριακή -шаговый(гребного винта) - βήματος (της έλικας)2.(место пересечения двух предметов двух сторон и т.п.) η γωνιά, ο κόμβοςτοσημείο συνάντησης (δύο αντικειμένων ή πλευρών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > угол
-
9 тупой
туп||ойприл1. (об остром предмете) ἀμβλύς, στομωμένος:, \тупой нож τό στομω-μένο μαχαίρι· \тупойая пила τό στομωμένο πριόνι·2. (о человеке) χοντροκέφαλος·3. (глуповатый, бессмысленный) χαζός, ἀνόητος:\тупой взгляд τό ἡλίθιο βλέμμα· \тупойая улыбка τό ἡλίθιο χαμόγελο·4. (о чувствах, переживаниях):\тупой страх ὁ ζωώδης φόβος· \тупойо́е отчаяние ἡ ἔσχατη ἀπελπισία· \тупойо́е упрямство τό ἀνόητο πείσμα· ◊ \тупой угол ἡ ἀμβλεία γωνία· \тупойые носы (об обуви) ἡ πλατειά μύτη. -
10 угол
уголм1. ἡ γωνία, ἡ κώχη:в углу́ στή γοινία· на углу́ στή γωνία· за углом πίσω ἀπ· τή γωνία· из-за угла перен πισώπλατα, μπαμπέσικα, ὕπουλα· \угол дома (комнаты) ἡ γωνία σπιτιοῦ (δωματίου)· загнать в \угол спорт. στριμώχνω στήν γωνία·2. геом., физ. ἡ γωνία:прямой \угол ἡ ὁρθή γωνία· острый «\угол ἡ ὁξεία γωνία· тупо́й \угол ἡ ἀμβλεία γωνία· \угол падения ἡ γωνία πτώσεως·3. (жилье, пристанище) ἡ γωνιά:снимать \угол νοικιάζω μέρος δωματίου· иметь свой \угол ἔχω τό σπιτάκι μου· ◊ в глухом углу́ σέ τόπο ἀπομα-κρυσμένο[ν]· медвежий \угол ὁ ἀπόκεντρος τόπος· под углом зрения ἀπ' τἡν ἄποψη· загну́ть \угол страницы τσακίζω τή σελίδα. -
11 γωνία
η1) угол (тж. здания);γων ορθή — прямой угол;
οξεία γωνία — острый угол;
αμβλεία γωνία — тупой угол;
γωνία πτώσεως — угол падения;
η γωνία της οδού — угол улицы;
στη γωνία — а) на углу; — б) в углу;
πίσω απ' τη γωνία — за углом;
στρέφω στη γωνία — повернуть за угол;
2) см. γωνιά 3, 7;§ ράβδος εν γωνία άρα βρέχει — это просто абсурд
-
12 διανοητικότητα
[-ης (-ητος)] η1) мыслительная способность, ум;οξεία (αμβλεία) διανοητικότητα — острый (тупой) ум;
2) вдумчивость, серьёзность, глубокомыслие -
13 притуплённый
κ. притупленныйεπ. από μτχ.αμβλύς, άτονος, αδύνατος, εξασθενημένος•-ое воображение αμβλεία φαντασία.
-
14 угол
угла, προθτ. об угле, в углу κ. (μαθ.) в угле α.1. η γωνία•угол дома γωνία του σπ,ι-τιού•
угол стола γωνία του τραπεζιού•
угол улицы η στροφή της οδού•
стоять на -у στέκομαι στη γωνία.
|| στενό μέρος δισμονής, μέρος δωματίου, γωνιά. || διαμονή, κατοικία•угол иметь свой угол ή собственный угол έχω τη γωνιά μου, το σπιτάκι μου.
2. μέρος απόκεντρο. || τμήμα, περιοχή (χώρας, πόλης κ.τ.τ.).3. (απλ. κ. παλ.) τραπεζογραμμάτιο, ή αξία 25 ρουβλιών.4. (μαθ.) γωνία•прямой угол ορθή γωνία•
угол тупой угол αμβλεία γωνία•
острый угол οξεία γωνία•
двухгранный угол δίεδρη γωνία•
угол падения γωνία πτώσης•
угол отражения γωνία αντανάκλασης•
угол прицела γωνία σκόπευσης•
угол зрения γωνία όρασης.
εκφρ.из-за - – ά ενεδρεύοντας, από ενέδρα, παραφυλάγοντας, ύπουλα, κρυφά•под -ом – υπο γωνία•красный ή передний угол – παλ. γωνία ή κορυφή (θέση στο σπίτι όπου ήταν τα εικονίσματα ή το τραπέζι για τους φιλοξενούμενους)•прижать ή припереть в угол – στριμώχνω, φέρω σε δύσκολη θέση (στη συζήτηση, συνομιλία)- ставить в угол βάζω στη γωνία (για τιμωρία)•по -эм говорить ή ше-птэться – μιλώ σιγά, κρυφά στη γωνία, ψιθυρίζω•из -а в угол ходить ή шагать – κόβω βόλτες, σουλατσάρω. -
15 ἀμβλύς
A blunt, dulled, with edge or point taken off, properly of a sharp instrument, opp. ὀξύς, Pl.Ly. 215e, Tht.<*> 65d; ἀ. γωνία obtuse angle, Id.Ti. 55a; ἀμβλεῖα, ἡ, sc. γωνία, Arist.Mech. 855a10, etc.; ἀ. πλευρά side adjacent to such angle, Hero *Geom.12.35, etc.2 of light, dim, faint, ὄρθρος Ion ap.Phot.p.89R.3 metaph., dim, faint, of sight, ἀμβλὺ ὁρᾶν, -ύτερον βλέπειν, Pl.Tht. 174e, Arist.PA 656b36, al.; of hearing, ; of the feelings or mind, less keen,Th.
3.38; less vigorous,Id.
2.65. Adv.ἀμβλέως Archig.
ap. Orib.8.2: [comp] Comp., v. supr.c of persons, in A.Eu. 238, of Orestes purified, having lost the edge of guilt: mostly, dull, spiritless, having lost keenness of feeling, E.Fr. 821; duller,X.
Mem.3.9.3; ἀ. εἴς, περί, or πρός τι dull or sluggish in a thing, Plu. Cat.Ma.24, Alc.30, D.S.11.43 ([comp] Comp.): abs., Th.2.40. Adv., [comp] Comp.- υτέρως J.AJ19.2.5
.II [voice] Act., making dull, darkening, of a cloud, AP7.367(Antip.).
См. также в других словарях:
ἀμβλείᾳ — ἀμβλείᾱͅ , ἀμβλύς blunt fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλεῖα — ἀμβλύς blunt fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμβλεία γωνία — Κάθε γωνία που είναι μεγαλύτερη από μία ορθή … Dictionary of Greek
ἀμβλείας — ἀμβλείᾱς , ἀμβλύς blunt fem acc pl ἀμβλείᾱς , ἀμβλύς blunt fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμβλυγώνιος — α, ο (Α ἀμβλυγώνιος, ον) αυτός που έχει αμβλεία γωνία αρχ. το ουδ. ως ουσ. τό ἀμβλυγώνιον αμβλεία γωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + γώνιος < γωνία] … Dictionary of Greek
τρίγωνο — Γεωμετρικό σχήμα που προκύπτει αν τρία σημεία, τα οποία δεν βρίσκονται σε ευθεία, συνδεθούν ανά δύο με ευθύγραμμα τμήματα. Τα τρία τμήματα των ευθειών καλούνται πλευρές και τα σημεία κορυφές του τ. Ως προς τις πλευρές, το τ. μπορεί να είναι… … Dictionary of Greek
αμβλύς, -εία, -ύ — 1. αυτός που δεν είναι οξύς, κοφτερός: Το μαχαίρι είναι πια αμβλύ. 2. (στη γεωμετρία), η μεγαλύτερη από την ορθή γωνία λέγεται αμβλεία. 3. αδυνατισμένος, άτονος: Η ακοή του είναι πια αμβλεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμβλυήκοος — ἀμβλυήκοος, ον (Μ) αυτός που έχει αμβλεία την ακοή, βαρήκοος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + ήκοος < ἀκούω] … Dictionary of Greek
αμβλυδερκής — ἀμβλυδερκής, ές (Μ) αυτός που έχει αμβλεία, αδύνατη όραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + δερκὴς < δέρκομαι] … Dictionary of Greek
αμβλυκέφαλος — Είδος λεπιδωτών ερπετών της οικογένειας των βιπεριδών ή εχιδνιδών. Τα φίδια αυτά ζουν στις Φιλιππίνες και σε άλλα νησιά του Ειρηνικού ωκεανού και έχουν σώμα που καλύπτεται από χοντρές πλάκες, στρογγυλωπό κεφάλι και αρκετά μακριά ουρά. Είναι… … Dictionary of Greek
αμβλυκόρυφος — η, ο (για κωνοειδή πράγματα) αυτός που έχει αμβλεία, πλατυσμένη την κορυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμβλύς + κόρυφος < κορυφή] … Dictionary of Greek