-
1 περι-βολή
περι-βολή, ἡ, 1) das Umwerfen; χειρῶν περιβολὰς λαβεῖν, Umarmung, Eur. I. T. 903, wie Plut. C. Graech. 15; – Umlegen, bes. eines Kleides, der Waffen u. ä., auch das, was man umwirft, Kleider, Waffen u. dgl. selbst, ἀτοίχους περιβολὰς σκηνωμάτων, Eur. Ion 1133; die Mauer, Phoen. 1085; εἰς σκοτεινὰς περιβολὰς μεϑῶ ξίφος, 283; περιβολῇ χωρίζοντες καὶ ὑποβολῇ, Plat. Polit. 280 b. – Uebh. der Umfang, οἰκίης, Her. 4, 79; χωρίο υ γωνιώδη τὴν περιβολὴν ἔχοντος, Thuc. 8, 104; περιβολὴν ποιεῖσϑαι, herumgehen, Xen. Cyr. 6, 3, 30; τῶν πραγμάτων, Umfang, Pol. 16, 20, 9. – Umweg, καὶ κύκλος, Plut. Lucull. 21. – 2) das Trachten wonach (vgl. περιβάλλομαι), Unternehmen, τῆς ἀρχῆς, Xen. Hell. 7, 1, 40; Zweck, τοῠ λόγου, Isocr. 5, 16; einzeln bei Sp. – 3) In der Rhetorik der Schmuck, mit dem man den Gedanken umkleidet, der wohlumrundete Redesatz, circumjecta oratio, Quinctil. 4, 2, 117.
-
2 μετα-βολή
μετα-βολή, ἡ, das Umwerfen, Umsetzen, die Veränderung; μεταβολαὶ ἱστίων, wenn der Wind sich ändert, Pind. P. 4, 292; κακῶν, Eur. Herc. Fur. 734; λίαν διδοῦσα μεταβολάς I. T. 722, öfter; αἱ μεταβολαὶ τῶν ὡρέων, bes. plötzlicher Witterungswechsel, Her. 2, 77; ἡ μεταβολὴ ἡ ἐς Ἕλληνας, 1, 57, bezieht sich auf die Veränderung der Volksnamen in den der Hellenen; κακοῦ εἰς ἀγαϑόν Plat. Ax. 366 b, öfter; ἐκ φιλοτίμου εἰς φιλοχρήματον Rep. VIII, 553 d; ἐκ προστάτου ἐπὶ τύραννον 565 d, öfter, s. auch μεταβάλλω. Oft bei den Oratt.; μεταβολὴ πολλή μοι ἐγένετο, Is. 1, 1; καὶ μετάστασις, Dem. 2, 13; Sp., ἡ περὶ τὸν βίον μετ., Plut. Them. 3; ἡ πρὸς τὸ βέλτιον μετ., Luc. V. H. 1, 30, wie εἰς τοὐναντίον, Pol. 6, 3, 1; ἐπὶ τὸ χεῖρον, 18, 6, 6; auch ἡ πρὸς τοὺς Ῥωμαίους μετ., der Abfall zu den Römern, 9, 26, 2 u. öfter; Pol. braucht es auch oft von tactischen Bewegungen und Schwenkungen, 11, 18. 1, 50. 51; ἐκ μεταβολῆς, umgekehrt, 1, 61, 7; D. Sic. 13, 24. – Veränderlichkeit, im plur., Xen. Hell. 2, 3, 33.
-
3 ἐκ-βολή
ἐκ-βολή, ἡ (vgl. ἐκβάλλω), 1) das Auswerfen, z. B. der Ladung aus dem Schiffe beim Sturm, Dem. 35, 11; vgl. Arist. Eth. 3, 1 u. Luc. merc. cond. 1; übertr., πρόπρυμνα δ' ἐκβολὴν φέρει ἀνδρῶν ὄλβος ἄγαν παχυνϑείς, Sturz, Aesch. Spt. 751; das Vertreiben, Verstoßen, Suppl. 416; ἐκ τῆς πόλεως Plat. Legg. VIII, 847 a; δόξης, Verlust, Soph. 230 a; τῆς γυναικός, Verstoßung, Liban. – 2) das Ausgeworfene, der Auswurf, δικέλλης Soph. Ant. 250; vgl. Strab. XIV, 680; οὐρεία, in die Gebirge ausgesetzte Kinder, Eur. Hec. 1078; νεώς, von einem gestrandeten Schiffe, I. T 1424. – 3) das Hervorbrechen, περὶ σίτου ἐκβολήν Thuc. 4, 1, um die Zeit, wo das Getreide schießt; – δακρύων, Thränenvergießen, Eur. Herc. Fur. 743; ποταμοῦ, der Ausfluß, die Mündung, Her. 7, 128; Thuc. 7, 53; das Entspringen, Plat. Phaed. 113 a u. Sp.; ἐκβολὴν ποιεῖσϑαι εἰς πέλαγος, sich ins Meer ergießen, Plut. Pomp. 34; der Flaum des Barthaars, Philostr. – 4) der Paß, der aus Etwas herausführt; τοῠ Κιϑαιρῶνος Her. 9, 38; Sp., wie Plut. Demetr. 48. – 5) τοῠ λόγου, Abschweifung, Digression, π οιεῖσϑαι Thuc. 1, 97; – ἄρϑρου, Verrenkung, Ausrenkung, Hippocr., Plut.
-
4 περιβολή
περι-βολή, ἡ, (1) das Umwerfen; χειρῶν περιβολὰς λαβεῖν, Umarmung; Umlegen, bes. eines Kleides, der Waffen u. ä., auch das, was man umwirft, Kleider, Waffen u. dgl. selbst; die Mauer. Übh. der Umfang; περιβολὴν ποιεῖσϑαι, herumgehen; Umweg; (2) das Trachten wonach, Unternehmen, Zweck: (3) In der Rhetorik der Schmuck, mit dem man den Gedanken umkleidet, der wohlumrundete Redesatz, circumjecta oratio -
5 περιβολη
ἥ1) одежда, одеяние Plut.π. καὴ ὑποβολή Plat. — одежда и постельные принадлежности
2) объятье(χειρῶν περιβολαί Eur.)
3) оболочка, покровπ. τοῦ ξίφεος Eur. — ножны меча;
περιβολαὴ χθονός Eur. — могила;περιβολαὴ σφραγισμάτων Eur. — печати (на послании);περιβολαὴ σκηνωμάτων Eur. — шатры4) (кольцевая) стена, ограда(ἑπτάπυργοι περιβολαί Eur.)
5) очертание, контур, форма(τοῦ χωρίου Thuc.)
6) размерыοἰκίης μεγάλης π. Her. — обширный дом
7) объем, круг вопросов, совокупность(τοῦ λόγου Isocr.; τῶν πραγμάτων Polyb.)
8) воен. окружение, обход, охват(τέν περιβολέν ποιεῖσθαι Xen.)
9) изгиб, излучина, поворот (sc. τῆς ὁδοῦ Plut.)10) рит. словесная форма, слог, стиль -
6 ἐκβολή
ἐκ-βολή, ἡ, (1) das Auswerfen, z. B. der Ladung aus dem Schiffe beim Sturm; das Vertreiben, Verstoßen; δόξης, Verlust; τῆς γυναικός, Verstoßung. (2) das Ausgeworfene, der Auswurf; οὐρεία, in die Gebirge ausgesetzte Kinder; νεώς, von einem gestrandeten Schiffe. (3) das Hervorbrechen, περὶ σίτου ἐκβολήν, um die Zeit, wo das Getreide schießt; δακρύων, Tränenvergießen; ποταμοῦ, der Ausfluß, die Mündung; das Entspringen; ἐκβολὴν ποιεῖσϑαι εἰς πέλαγος, sich ins Meer ergießen; der Flaum des Barthaars. (4) der Paß, der aus etwas herausführt. (5) τοῠ λόγου, Abschweifung, Digression; ἄρϑρου, Verrenkung, Ausrenkung
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κραδασμός — ο (AM κραδασμός) [κραδαίνω] δόνηση, ταλάντευση, τρομώδης ή παλμική κίνηση («τῷ γινομένῳ περὶ τοῑς ἐξακοντισμοῑς τῶν δοράτων κραδασμῷ», Μαρκελλίν.) νεοελλ. 1. η παλμική κίνηση τού σωλήνα τών μικρών ιδίως πυροβόλων η οποία παράγεται κατά τη βολή… … Dictionary of Greek
σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… … Dictionary of Greek
γαλλικανισμός — (gallicanisme). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το σύνολο των νεωτεριστικών τάσεων του γαλλικού κλήρου στον πνευματικό, λειτουργικό, κοινωνικό και οργανωτικό τομέα στα τέλη του 16ου και ολόκληρο τον 17o αι., με σκοπό τον περιορισμό των εξουσιών… … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek