-
41 εὔρῑπος
εὔρῑπος, ὁ, die Meerenge, bes. die, welche Euböa vom Festlande trennt (s. nom. pr.); auch ὁ εὔριπος τῶν Μυτιληναίων, Xen. Hell. 1, 6, 22; u. allgem., κατὰ τοὺς εὐρίπους καὶ πορϑμούς, Arist. mund. 4; Sp. Wassergraben, Kanal, Paus. 3, 14, 8; D. Hal. 3, 68. – Weil in den Meerengen, bes. bei Euböa, der Wechsel von Fluth u. Ebbe besonders sichtbar ist (nach Strab. IX, 403 siebenmal in einem Tage), sagt Aesch. πλείους τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου παρ' ὃν ᾤκει, 3, 90, u. Thom. Mag. bemerkt τὸν χαῠνον καὶ μὴ ἐπὶ τῆς αὐτῆς γνώμης πεπηγότα εὔριπον λέγομεν; vgl. τῶν τοιούτων μένει τὰ βουλεύματα καὶ οὐ μεταῤῥεῖ ὥςπερ εὔριπος Arist. eth. 9, 6; ἄστατα καὶ ἀβέβαια Εὐρίπου τρόπον Hipparch. Stob. fl. 108, 81; Liban. ep. 533.
-
42 μετά-στασις
μετά-στασις, ἡ, das Umstellen, in eine andere Lage Versetzen, Verändern; ἀλλ' εἶκε ϑυμῷ, καὶ μετάστασιν δίδου, Soph. Ant. 714, was der Schol. dem Sinne nach durch μετάνοια erklärt; μορφῆς μετάστασις, Umgestaltung, Eur. Hec. 1266; γνώμης, Meinungsänderung, Andr. 1004. – Vom Orte, das Umziehen, τῆς χώρας μετάστασις ἐξ οἰκείας ἐπ' ἀλλοτρίαν γιγνομένη, Plat. Tim. 82 a; μετάστασιν εἰς τὴν γείτονα πόλιν αὐτῷ γίγνεσϑαι, Legg. IX, 877 a; αἱ μεταστάσεις τῶν Δωριέων, die Wanderungen, Thuc. 3, 82; vgl. Pol. διὰ τὸ μὴ καταλείπεσϑαι τόπον εἰς ἀναχώρησιν καὶ μετάστασιν, 2, 68, 9; daher Verbannung, Plat. Ep. VIII, 356 e; u. ἡ ἐκ τοῦ βίου μετάστασις, das Hinscheiden, Sterben, Pol. 30, 2, 5, auch ohne Zusatz, 37, 3, 9; – das Abtreten des Chors in der Tragödie, Poll. 4, 108; – τοῦ κακοῦ, das Fortschaffen, Beseitigen, Andoc. 2, 8; daher auch von Menschen, aus dem Wege räumen, Pol. 5, 56, 141 – ἡλίου, das Weggehen, Verschwinden der Sonne, Eur. I. T. 816. Uebh. Veränderung, bes. der Staatsverfassung, Thuc. 8, 74; πολιτείας, Plat. Legg. IX, 856 c; καὶ μεταβολή, Dem. 2, 13; Arist. a. Sp. In Athen hieß so bes. die durch Alcibiades bewirkte Staatsumwälzung u. Veränderung der Demokratie in Aristokratie, 411 v. Chr., Lys. 30, 10.
-
43 μετ-έχω
μετ-έχω (s. ἔχω), Theil, Antheil haben an Etwas, theilhaftig sein, τινί τινος, mit Einem an Etwas, οὔ οἱ μετέχω ϑράσεος, Pind. P. 2, 83; ἄλγους μετέχουσαι, Aesch. Pers. 532; vollständig μεϑέξειν φιλτάτου τάφου μέρος, Ag. 493, vgl. Ch. 290; Ar. ὅπως ἂν ἴσον ἕκαστος ἡμῖν μετάσχῃ τοῦδε τοῦ πλούτου μέρος, Plut. 226; καὶ σὺ τοῦδε τοῠ τάφου φήσεις μετασχεῖν, Soph. Ant. 531; auch ξὺν σοὶ μετεῖχον τῶν ἴσων, El. 1159; c. accus., μηδὲ ἀκερδῆ χάριν μετάσχοιμί πως, O. C. 1480, wie Ar. οὐ γὰρ μετεῖχες τὰς ἴσας πληγὰς ἐμοί, Plut. 1144; οὐδὲν μετέχειν, Eur. Andr. 500; öfter in der gew. Construction, κἀγὼ μετέσχον Πριαμίδαις δυςπραξίας, Mel. 1237; vollständig sagt auch Her. μοῖραν od. μέρος τινὸς μετέχειν, 1, 204. 4, 145, vgl. 7, 16, 3 (Men. fr. inc. 199); mit dem bloßen gen., 3, 80; absolut, 1, 143, μετέχει τῆς ἑορτῆς, Xen. An. 5, 3, 9; τέχνης, sie inne haben, Plat. Gorg. 448 c; ϑνητὸν ἀϑανασίας μετέχει, Couv. 208 b; μετέχει τῶν λόγων, er beschäftigt sich auch mit der Beredtsamkeit; ὥςτε ἀρετῆς καὶ φρονήσεως ἐν τῷ βίῳ μετασχεῖν, Phaed. 114 c; εἴ τις μέλλει καὶ σμικρὸν ἀρετῆς μεϑέξειν, Legg. VII, 816 e; adj. verb. μεϑεκτέον, Rep. IV, 424 e, wie ἐκείνων τῶν νόμων μεϑεκτέον ἐστίν, Antiphan. bei Ath. IV, 143 a; – ἀρχῶν, an den Aemtern Theil haben, sie erlangen können, Xen. Cyr. 1, 2, 15; auch πλεῖστόν τι μέρος, 7, 5, 54; Sp., wie Pol., der auch τινὶ τῶν κινδύνων vrbdt, 3, 16, 3; ποίας μετέχει γνώμης, 7, 5, 5. – Sehr auffallend u. wahrscheinlich verderbt ist Thuc. 2, 16 τῇ οἰκήσει μετεῖχον.
-
44 δι-αμαρτάνω
δι-αμαρτάνω (s. ἁμαρτάνω), ganz verfehlen, gar nicht erreichen, τινός, Thuc. 1, 151; τοῦ ἑταίρου, Plat. Phaedr. 257 d u. öfter, wie τῶν ἀνϑρώπων, ein Urtheil über, Rep. I, 334 d; ἐλπίδων, Isocr. 4, 93; τῆς ἐπιβουλῆς, 4, 148; γνώμης, Dem. 24, 109, u. öfter; auch pass., τὰ πολλὰ διημαρτημένα Plat. Legg. I, 639 e.
-
45 ἀπο-σφάλλω
ἀπο-σφάλλω, abirren machen, verschlagen, ὅν τινα ἀποσφήλωσιν ἄελλαι ἐς πέλαγος μέγα τοῖον Od. 3, 320; μέγα δέ σφας ἀποσφήλειε πόνοιο Iliad. 5, 567. Bes. pass., abgleiten, ἐὰν ἀποσφαλῇ Dem. 26, 3; Plut. Pericl. 13; verfehlen, nicht erlangen, φρενῶν Aesch. Prom. 470. vgl. Solon bei Plut. Sol. 14; γνώμης Pers. 384; ἐλπίδος Eur. I. A. 742; οὐσίας, ἀρετῆς, Plat. Legg. XII, 950 b; Xen. Cyr. 5, 2, 23; τῆς ἐπιβολῆς Pol. 4, 81.
-
46 ὁδός [2]
ὁδός, ἡ, ep. auch οὐδός, Od. 17, 196, auch Her. 2, 7, der sonst nur ὁδός hat; der Weg; – 1) der Pfad, die Straße; ἐγγὺς ὁδοῖο, Il. 10, 274; ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ, 23, 330; ἱππηλασίη, 7, 340; ὁδῷ ἔπι οἰκία ναίων, an der Straße wohnend, 6, 15; ὥστε μέλισσαι οἰκία ποιήσωνται ὁδῷ ἐπὶ παιπαλοέσσῃ, 12, 168; λαοφόρος, die große Heerstraße, 15, 682; auch die Bahn des Seefahrers, 6, 292; πρὸ ὁδοῦ ἐγένοντο, sie gingen fürder des Weges, vorwärts, 4, 382 (vgl. ὅταν πρὸ ὁδοῦ γένωνται Ael. H. A. 11, 38; auch übtr., ὃ πρὸ ὁδοῦ σοι γένοιτ' ἂν ἐς τὰ μαϑήματα, förderlich, Luc. Hermot. 1); ὁδὸν ἁγεμονεῠσαι, Pind. Ol. 6, 25; ἁμαξιτός, N. 6, 56; übertr., ἐν εὐϑείαις ὁδοῖς στείχειν, 1, 25; σχιστὴ δ' ὁδός, Soph. O. R. 733; σύ μ' ἐξ ὁδοῦ πόδα κρύψον κατ' ἄλσος, O. C. 113; ὁδοῦ ἀτραπός, Ar. Nubb. 76; u. in Prosa, ἰόντες τὴν ἱρὴν ὁδόν, Her. 6, 34, ἡ ὁδὸς ἡ εἰς ἄστυ, Plat. Conv. 173 b; auch leicht zu ergänzen, ἐπορευόμην τὴν ἔξω τείχους, Lys. 203 a; ὁδῷ βαδίζειν, Dem. 25, 10 u. sonst. Auch ποταμοῦ, das Flußbett, Xen. Cyr. 7, 5, 16. – 2) die Handlung des Gehens, Gang, Reise; οὔ τοι ἔπειϑ' ἁλίη ὁδὸς ἔσσεται, Od. 2, 273; σοὶ δ' ὁδὸς οὐκέτι δηρὸν ἀπέσσεται, die Abreise, 2, 285. 8, 150; λιλαιόμενόν περ ὁδοῖο, 1, 315; ὄφρα πρήσσωμεν ὁδοῖο, 2, 404, daß wir die Reise vollenden; τελεῖν ὁδόν, 2, 256; ἦνον, 3, 496; ὁδὸν ἐλϑεῖν, einen Kriegszug machen, Il. 1, 151; ἀπ' Ἄργεος ἦλϑον δευτέραν ὁδόν, Pind. P. 8, 44; μή τι πημανϑῇς όδῷ, Aesch. Prom. 334; κατερητύσων ὁδόν, ἣν στέλλει, Soph. Phil. 1402; ἡ δ' ὁδὸς βραδύνεται, El. 1493; auch οἰωνῶν, vom Vogelfluge, O. C. 1316; τὰν νεάταν ὁδὸν στείχουσαν, d. i. den Todesweg, Ant. 801, wie βέβηκε τὴν πανυστάτην ὁδόν Trach. 872; vgl. Eur. Alc. 613; ἐκ μακρᾶς ἀναπεπαυμένος ὁδοῠ, Plat. Critia. 106 a; κατὰ τὴν ὁδόν, unterwegs, Prot. 314 c. – 3) übertr., Mitteln. Weg, Etwas auszurichten, Artu. Weise; πολλαὶ ὁδοὶ εὐπραγίας, Pind. Ol. 8, 13; νόῳ ἔχει ἀλαϑείας ὁδόν, P. 3, 103; ὕβριος ἐχϑρὰν ὁδὸν εὐϑυπορεῖ, Ol. 7, 91; γλώσσης ἀγαϑῆς ὁδὸν εὑρίσκει, Aesch. Eum. 944; πολλὰς ὁδοὺς ἐλϑόντα φροντίδος πλάνοις, Soph. O. R. 67; εἴ τιν' ἄλλην μαντικῆς ἔχεις ὁδόν, 311; σῶν ὁδὸν βουλευμάτων, Eur. Hec. 744; γνώμης, Hipp. 290; λογίων, Ar. Equ. 1010; u. in Prosa, ἔλεξαν περὶ τούτου τριφασίας ὁδούς Her. 2, 20, ἐπιστάμεϑα, οἵᾳ ὁδῷ οἱ Ἀϑηναῖοι χωροὖσιν ἐπὶ τοὺς πέλας Thuc. 1, 69, ἄδικον ὁδὸν ἰέναι 3, 64, ὑπάρχουσι καὶ ἄλλαι ὁδοὶ τοῦ πολέμου 1, 122, τὴν νῦν τετμημένην ὁδὸν τῆς νομοϑεσίας Plat. Legg. VII, 810 e; bes. ὁδῷ, καϑ' ὁδὸν λέγειν, nach einem bestimmten Verfahren, methodisch, Phaedr. 263 b Rep. VII, 533 b; τίνα δὴ ὁδὸν ἰών; welchen Weg einschlagend? auf welche Weise? Xen. Cyr. 1, 6, 16, vgl. 24.
-
47 ὄπισθε
ὄπισθε, und vor einem Vocal ὄπισϑεν, ep. auch ὄπιϑε und ὄπιϑεν. Bei den Attikern scheint ὄπισϑεν die regelmäßige Form und ὄπισϑε nur den Dichtern gestattet zu sein, vgl. Lob. Phryn. 8. 284. – 1) vom Orte, hinten, hinterwärts, hinterher; στῆ δ' ὄπιϑεν, Il. 1, 297; φοίτα δ' ἄλλοτε μὲν πρόσϑ' Ἕκτορος, ἄλλοτ' ὄπισϑεν, 5, 595; πρόσϑε λέων, ὄπιϑεν δὲ δράκων, μέσση δὲ χίμαιρα, 6, 181; ὄπισϑεν κόπτοντες μετάφρενον, von hinten schlagend, Od. 8, 527; ὄπισϑε καταλείπειν, zurücklassen, Il. 10, 209. 11, 72. 15, 88; ὄπισϑε μένειν, zurückbleiben, 9, 332 Od. 17, 201; οἱ ὄπισϑε, die Zurückgebliebenen, 11, 66; τὰ ὄπισϑεν, die hintern Theile, τάγ' ὄπισϑε Μαχάονι πάντα ἔοικεν, Il. 11, 613, von hinten gleicht er; ὄπιϑεν ἑπόμενοι, Aesch. Pers. 962; εἰ τοὺς ὄπισϑεν εἰς τὸ πρόσϑεν ἄξομεν, Soph. Ai. 1228, d. h. die Nachstehenden vorziehen; εἰς τοὔπισϑεν τοξεύειν, Xen. An. 3, 3, 10, der auch verbindet ἐδόκει ποιήσασϑαι ὄπισϑεν τὸν ποταμόν, 1, 10, 9, d. i. machen, daß der Fluß im Rücken liegt; ἐν τῷ ὄπισϑεν, im Rücken, Plat. Rep. X, 614 c; ἐν τοῖς ὄπισϑεν εἵποντο, Charm. 154 c; Folgde; εἰς τοὔπισϑεν ἀποχωρεῖν, Pol. 1, 51, 8; – als praepos. c. genit., στῆ δ' ὄπιϑεν δίφροιο, Il. 17, 468; ἵππ ους, οἵ οἱ ὄπισϑε μάχης ἕστασαν, 13, 536; δίφρου δ' ὄπισϑεν, hinter dem Wagen, 24, 15; φάμας ὄπισϑεν ἴμεν, Pind. Ol. 6, 63; übertr. sagt Soph. γνώμης πατρῴας πάντ' ὄπισϑεν ἑστάναι, Ant. 636, nachstehen; ὄπισϑε τῆς ϑύρης, Her. 1, 9; ἔμπροσϑέ τε Θερμοπυλέων καὶ ὄπισϑε, 7, 176; ὄπισϑεν ἑαυτῶν τάττεσϑαι, Xen. An. 1, 7, 9; ὄπισϑεν ἐμοῦ ἄρτι εἰςῄει, Plat. Conv. 174 e, öfter. – 2) von der Zeit, hinterdrein, nachher, später; οὐδ' ὄπιϑεν κακὸς ἔσσεαι, Od. 2, 270; εὖ μὲν βάζουσι, κακῶς δ' ὄπιϑεν φρονέουσιν, 18, 168; 22, 55; im Ggstz von αὐτίκα, Il. 9, 519; ἐν τοῖς ὄπισϑε λόγοις, in den späteren, folgenden Büchern, Her. 5, 22; Sp. – Bei den Schol. auch umgekehrt, vom Vorhergehenden, Früheren, vgl. Buttm. Schol. Od. p. 504; Lob zu Phryn. p. – Die hinzu gerechneten compar. u. superl. ὀπίστερος u. ὀπίστατος s. unten. – Es hängt mit ὄπις zusammen und ist, wie ὀπίσω, auf ἕπομαι zurückzuführen.
-
48 ἄνευ
ἄνευ (vgl. ἀν– ἀ privativum), praepos. c. gen., die aber keine Zusammensetzungen bildet; – 1) ohne, sowohl von Personen als von Sachen gebraucht, von Hom. an überall, ἄνευ ἕϑεν, οὐδὲ σὺν αὐτῷ Il. 17, 407; ἄνευ ϑεοῠ, ohne göttlichen Willen, ohne göttlichen Beistand, Od. 2, 372. 15, 531; ἄνευ ἐμέϑεν, ohne mein Wissen und Wollen, Il. 15, 213; vgl. ἄνευ ἐμοῠ Plat. Theag. 122 a; ἄνευ τῆς ἐμῆς γνώμης Isocr. 3, 54; vgl. Soph. O. C. 671; ἄνευ γε τοῦ κραίνοντος, ohne Geheiß des Herrschers, 930. – 2) abgesondert, entfernt von, ἄνευ δηίων Iliad. 13, 556. – 3) Bei den Att. außer, πάντα ἄνευ χρυσοῠ καὶ ἀργύρου Plat. Criti. 112 c; bes. beim inf., Xen. Cyr. 1, 6, 12. 5, 4, 13. Selten steht es seinem Casus nach, wie ὧν ἄνευ Xen. Cyr. 6, 1, 14; Luc. D. Mort. 22.
-
49 ἐλπίς
ἐλπίς, ίδος, ἡ, Erwartung künftiger Dinge; δόξας μελλόντων, οἷν κοινὸν ὄνομα ἐλπίς Plat. Legg. I, 644 c. Gew. – 1) Hoffnung; ἔτι ἐλπίδος αἶσα, noch ist Hoffnung, Od. 16, 101. 19, 84; Hes., Pind. u. Folgde; κεναῖσιν ἐλπίσιν πεπεισμένος Aesch. Pers. 790; σαίνομαι ὑπ' ἐλπίδος Ch. 192; ἐλπίδας ἔν τινι κατοικίσαι, in ihm gründen, erwecken, Prom. 250; πολλῶν ῥαγεισῶν ἐλπίδων, sind gebrochen, Ag. 491; ἔχ' ἐλπίδα, habe Hoffnung, hoffe, Soph. O. R. 835; ἐλπίδες πάρεισι El. 800; κεναῖσιν ἐλπίσιν ϑερμαίνεται, ἐξήρετο, Ai. 473 El. 1452; κοὐκ ἔστιν ἔτ' ἐλπῖς ο ὐδεμία σωτηρίας, auf Rettung, Ar. ph. 946, wie Thuc. 1, 65 u. A. Die Vrbdgn ἐλπίδα παρέχειν, προϑεῖ. ναι, ἐμποιεῖν u. ä., Hoffnung machen, λαμβάνειν, fassen, ἐπ' ἐλπίδος ὀχεῖσϑαι u. ψεύδειν, ἀποκόπτειν, ἁμαρτεῖν, καταβάλλειν, s. unter diesen Verbis. Gew. ἐλπίς ἐστιν, ἐν ἐλπίδι εἶναι, γίγνεσϑαι, ἐλπίδα ἔχειν, mit folgdm acc. c. inf., gew. fut.; Aesch. Ag. 665 u. sonst; aor., Pind. P. 3, 111; Aesch. Spt. 349; Soph. O. R. 836 Ant. 235; Plat. Phaed. 67 b; Xen. Hell. 6, 3, 20 Mem. 2, 6, 38; εἰς ἐλπίδα ἦλϑον τοῦ ἑλεῖν Thuc. 2, 56; praes., Aesch. Ag. 1409; Soph. Tr. 137; νῠν ἐλπὶς ἤδη καὶ ϑάτερον οὕτως ἀναφαίνεσϑαι Plat. Soph. 250 c, vgl. Apol. 40 c; ὡς ὀφϑήσομαι Eur. Tr. 487; ὥστε μὴ ϑανεῖν Or. 52; – ἐλπίδας ἔν τινι ἔχειν, auf Einen gesetzt haben, Xen. Cyr. 1, 4, 25 u. A., wie Isocr. 4, 121, ἐλπ. τῆς σωτηρίας ἐν αὐτῷ ἔχομεν; ἔς τινα, Soph. O. C. 1746; ἐπί τινι, Eur. Or. 1059; ἐπί τι, D. Sic. 14, 101; τινός, auf ihm beruhende, z. B. τοῦ ναυτικοῦ Thuc. 2, 89; vgl. Soph. El. 833; αἱ ὑμέτεραι ἐλπίδες, die auf euch gesetzten, Thuc. 1, 69; αἱ τῶν Ἑλλήνων εἰς ὑμᾶς ἐλπίδες 3, 14; ὑπὲρ τοῦ μέλλοντος Pol. 14, 1, 5; περί τινος, D. Hal. 5, 27. – 2) allgemein = Erwartung, Meinung; παρ' ἐλπίδα, wider Erwarten, Aesch. Ag. 873; Soph. Phil. 870; σοφόν τι ὑπὲρ ἐλπ ίδ' ἔχων Ant. 363; ἀπ' ἐλπίδος, Aesch. Ag. 971 Soph. El. 1116, anders als man erwartete; ϑεὸς ἅπαν ἐπὶ ἐλπίδεσσι τέκμαρ ἀνύεται, nach Erwarten, Pind. P. 2, 49; οὐκ ἐπ' ἐλπίδι φάνϑη Eur. Herc. Fur. 804; ἐπὶ τίνι ἐλπίδι ζῇς Plat. Alc. I, 105 a; ἐκτὸς ἐλπίδος γνώμης τ' ἐμῆς σωϑείς Soph. Ant. 330; ἀλλὰ ἐλπὶς πολλή, τὸ γένος ἡμῖν τοῦτο νοητὸν εἶναι Plat. Legg. X, 898 c, wir dürfen erwarten, vermuthen, daß –. – 3) von bösen Dingen, Besorgniß, Furcht; προςῆλϑεν ἐλπίς, ἣν φοβουμένη Eur. Or. 859; τῶν μελλόντων κακῶν Luc. Tyrann. 3; bes. Sp. – 4) übertr., das, worauf man seine Hoffnung setzt, wie bei uns; Ὀρέστης οἴχεται ἐλπὶς δόμων Aesch. Ch. 765; ὑμεῖς, ὦ Λακεδαιμόνιοι, ἡ μόνη ἐλπίς Thuc. 3, 57; in Grabschriften, ἡ γονέων ἐλπίς, z. B. Inscr. 948. ἔλπισις, ἡ, das Hoffen, Sp.
-
50 ἔξω
ἔξω (ἐξ), 1) außen, draußen, u. mit dem gen. außerhalb, außer; im Felde, im Freien, Od. 10, 95; Soph. O. R. 1410 u. A. Vom Verbannten, φυγὰς – ἔξω ἠλώμην Soph. O. C. 445; ἔξω δυςτυχῆ τρίβει βίον El. 591; οἱ ὑπὲρ Ἡρακλείας στήλας ἔξω κατοικοῦντες Plat. Critia. 108 e; ἡ ἔξω στηλέων ϑάλασσα Her. 1, 202, das außerhalb der Säulen des Herakles liegende, auch einfach ἡ ἔξω genannt, Plut.; – oft mit dem Artikel, τὰ ἔξω τοῠ οὐρανοῦ Plat. Phaedr. 247 c; πρὸς τοὺς ἔξω ἐχϑρούς Rep. VIII, 566 e; τὰ ἔξω, die Außendinge, Theaet. 198 c; – ἔξω εἶναι, γενέσϑαι, ausgegangen sein, abwesendsein, Xen. Hell. 5, 4, 37 u. sonst; ἔξω βελῶν ἦσαν, außerhalb der Schußweite, Cyr. 3, 3, 69; ἔξω τὴν χεῖρα ἔχων λέγειν, außerhalb des Gewandes, frei die Hand haltend, Aesch. 1, 25; ἔξω τοῦ πράγματος λέγειν Lycurg. 11, was nicht zur Sache gehört, wie Lys. 3, 46; Isocr. 15, 104 u. Arist. rhet. 1, 1, 5; so ἔξω τοῦ πολέμου εἶναι Thuc. 2, 65. – Auch = ausgenommen, außer, ohne, Her. 1, 46. 7, 29; Thuc. 5, 26 u. Sp.; auch ἔξω ἤ, außer daß, Her. 7, 228. – 2) heraus, ins Freie, in die Fremde, Il. 17, 265. 24, 247 Od. 14, 526 u. sonst; τινός, heraus aus, Il. 10, 94 Od. 12, 94; ἔξω δόμων τε καὶ πάτρας ὠϑεῖν τινα Aesch. Prom. 668; ἔξω κομίζων ὀλεϑρίου πηλοῦ πόδα Ch. 686; ἔξω δωμάτων χωρεῖτε Eum. 170; ἔξω γῆς βαλεῖν Soph. O. R. 622, öfter, wie Eur.; Her. vrbdt ἔξω τὸν Ἑλλήσποντον πλέων, 7, 58, vgl. 5, 103; auch ἐκ τῆς ταφῆς τὸν νέκυν ἐκφέρειν ἔξω 3, 16; vgl. Eur. Hipp. 650; ἐάν τις ἔξω ἀποδημῇ, außer Landes, Plat. Rep. IX, 579 c; ἔξω τῶν ὁρίων ἐκβάλλειν Legg. X, 909 c; = ἐκ, τοιαύτην ταραχὴν ἡμῖν ἔξω τοῦ λόγου ἀπελϑεῖν Phil. 16 a. Oft übertr., ϑεσμῶν ἔξω φέρομαι Soph. Ant. 796; σὺ μὲν κομίζοις ἂν σεαυτὸν – ἔξω βαρείας αἰτίας ἐλεύϑερον, mögst dich fern, frei halten von Schuld, ibd. 441; οὐδὲν ἔξω τοῦ φυτεύσαντος σὺ δρᾷς Phil. 892, du thust Nichts, das nicht mit der Art deines Vaters übereinstimmte. Wie Pind. ἔξω φρενῶν Ol. 7, 47, γνώμης Eur. Ion 926, so auch ἔξω ἑαυτῆς οὖσα ὑπὸ τοῦ κακοῦ, außer sich, von Sinnen, Dem. 19, 198; ἔξω τῶν ἐπιϑυμιῶν ἐγένετο, war frei davon, Ath. XII, 552 f. – Von der Zeit, darüber hinaus, Xen. Cyr. 4, 4, 1; ἔξω μέσων νυκτῶν Dem. 54, 26, vgl. 38, 18. – Τὰ ἔξω τῶν ὀμμάτων, das Heroorstehen der Augen, Plat. Theaet. 143 e.
-
51 προΐστημι
προ-ΐστημι, vorstellen, an die Spitze stellen, als Anführer zur Verteidigung voranstellen; τοὺς εὐκινητοτάτους ἑκατέρου τοῠ κέρατος προέστησε, er stellte sie voran; intrans, sich vorstellen; προστῆναί τινα, vor einen, zu ihm herantreten; auch: geistig, vor die Seele treten; häufiger: sich an die Spitze stellen, als Vorsteher, Anführer über etwas gesetzt sein, vorstehen, regieren, verwalten; οὐκ ὀρϑῶς σεωυτοῠ προέστηκας, nicht recht beherrschest du dich selbst; οἱ προεστῶτες, die Vorgesetzten, Vorsteher. Auch: sich vor einen zum Schutze hinstellen, ihn verteidigen, sich seiner annehmen; ὣ τοῖσιν ἐχϑροῖς προὐστήτην φόνου, = den Mord bereiten; ἦ σοὶ γὰρ Αἴας πολέμιος προὔστη ποτέ, ist es = stand dir feindlich gegenüber; vor sich hinstellen; für sich zum Vorsteher machen; προΐστασϑαι τέχνης, einer Kunst vorstehen, sie betreiben; προέστασαν τῆς ἐναντίας γνώμης, sie standen an der Spitze der Meinung, vertraten diese; προΐσταται τουτονὶ αὑτῆς, sie macht diesen zu ihrem Vormunde; dah. vorziehen; aber προστησάμενος τούτους, = nachdem er diese hat vor sich hintreten lassen, sich hinter sie gesteckt hat, also vorschieben; daher auch vorschützen -
52 ταμίας
ταμίας, ὁ, eigtl. der Vorschneider, der jedem seinen Teil zumißt, zuwägt; Haushalter, Wirtschafter, Schaffner; übh. jeder, der irgend womit schaltet u. waltet, Anordner, Gebieter; Κυράνας, Beherrscher; ταμίης γνώμης, der seines Verstandes mächtig ist, ihn in seiner Gewalt hat; Κᾶρες ἁλὸς ταμίαι, die Herren des Meeres. Bes. Schatzmeister, Rendant; τοῦ ἱροῠ, Verwalter des Tempelschatzes auf der Burg in Athen; τῆς ϑεοῦ, im Gesetz; in Rom der Quästor
См. также в других словарях:
Γκάλοπ, Τζορτζ Χόρας — (George Horace Gallup, ΗΠΑ 1901 – Γενεύη 1984). Αμερικανός στατιστικολόγος. Από το 1923 διετέλεσε καθηγητής της δημοσιογραφίας και παράλληλα πραγματοποίησε έρευνες, κυρίως μεταξύ των αναγνωστών των εφημερίδων. Το 1935 τελειοποίησε το Gallup Poll… … Dictionary of Greek
αμφιβολία — Κατάσταση αντίθετη προς τη βεβαιότητα, που εκδηλώνεται ως αναστολή της κρίσης. Όταν η α. θεωρείται αναγκαίο παρακολούθημα κάθε έρευνας που στηρίζεται στη διάγνωση της αναξιοπιστίας των μαρτυριών των αισθήσεων και των λειτουργιών του λογικού,… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
οικονομική πολιτική — Το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες το κράτος ρυθμίζει τις πρωτοβουλίες των ατόμων και των ιδιωτικών επιχειρήσεων και τροποποιεί τις γενικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύσσονται αυτές, ώστε να πετύχει ορισμένους σκοπούς. Για να το κατορθώσει … Dictionary of Greek
ταυτότητα — Στη φιλοσοφία, όρος που χρησιμοποιήθηκε πολύ, για τον χαρακτηρισμό μιας από τις θεμελιώδεις αρχές της λογικής· της αρχής της ταυτότητας. Η αρχή αυτή, με την απλή διατύπωση που της έδωσε ο Αριστοτέλης, αντιτιθέμενος κυρίως στη φιλοσοφία του… … Dictionary of Greek
αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… … Dictionary of Greek
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek
παλιμβουλία — η (Α παλιμβουλία [παλίμβουλος] η συνεχής αλλαγή τής γνώμης, η αστάθεια τής γνώμης … Dictionary of Greek
πρόδικος — (5ος αι. π.X.). Έλληνας φιλόσοφος που γεννήθηκε στην Κέα. Είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σοφιστικής κίνησης. Περιόδευσε πολύ καιρό όλη την Ελλάδα σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία ιδιαίτερα στην Αθήνα, όπου πήγε ως πρεσβευτής, και … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
δοκώ — (I) (AM δοκῶ, έω) Ι. δοκώ αρχ. μσν. και «δοκεῑ μοι» νομίζω, θαρρώ νεοελλ. (ε)δοκήθηκα αντιλήφθηκα αρχ. μσν. 1. απρόσ. «δοκεῑ μοι» μού φαίνεται ορθό 2. (προσωπικό με δοτ.) φαίνομαι («μάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι», Αισχ.) 3. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek