Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τῆς+γνώμης

  • 1 поддержка

    θ.
    1. υποστήριξη, -ιγμα.
    2. βοήθεια, αρωγή, επικουρία, συνδρομή συμπαράσταση. || συνηγορία•

    поддержка предложения, мнения υποστήριξη της πρότασης, της γνώμης.

    || ενίσχυση• προστασία•

    поддержка наступающих артиллерийским огнм υποστήριξη των επιτιθέμενων με πυρά πυροβολικού.

    Большой русско-греческий словарь > поддержка

  • 2 держаться

    держ||а́ться
    несов
    1. κρατιέμαι, κρατούμαι:
    \держаться на поверхности воды κρατιέμαι στήν ἐπιφάνεια τοῦ νερού· \держаться в седле κάθομαι στή σέλλα· \держаться на ногах κρατιέμαι στά πόδια·
    2. (за кого-л., за что-л.) πιάνομαι, κρατιέμαι, κρατούμαι:
    \держаться за руки κρατιέμαι ἀπ' τό χέρι·
    3. (о предметах) κρατιέμαι:
    пу́говица держится на одной нитке τό κουμπί κρατιέται ἀπό μιά κλωστή·
    4. прям., перен (придерживаться) ἀκολουθῶ, ὑποστηρίζω:
    \держаться берега ἀκολουθῶ τή ἀκτή· \держаться правой стороны πηγαίνω ἀπ' τά δεξιά· \держаться взгляда εἶμαι τής γνώμης, ὑποστηρίζω τή γνώμη·
    5. (вести себя) φέρομαι, συμπεριφέρομαι:
    \держаться уверенно φέρομαι μέ πεποίθηση·
    6. (не сдаваться) κρατάω, ἀντέχω, βαστῶ-◊ \держаться вместе разг νά είμαστε μαζί· \держаться в стороне μένω παράμερα, δέν παίρνω μέρος· только \держатьсяи́сь! разг βάστα!, κρατήσου!· \держаться на волоске κρέμομαι (или κρατιέμαι) ἀπό μιά κλωστή.

    Русско-новогреческий словарь > держаться

  • 3 придерживаться

    придерживаться
    несов
    1. (за что-л.) πιάνομαι, κρατιέμαι, κρατοῦμαν
    2. перен ἔχω, εἶμαι (взглядов и т. п.)/ ἀκολουθώ (обычаев и т. п.):
    \придерживаться мнения εἶμαι τής γνώμης, θεωρώ· \придерживаться правила ἔχω σάν κανόνα· \придерживаться темы δεν φεύγω ἀπό τό θέμα

    Русско-новогреческий словарь > придерживаться

  • 4 be of the opinion (that)

    (to think: He is of the opinion that nothing more can be done.) είμαι της γνώμης

    English-Greek dictionary > be of the opinion (that)

  • 5 be of the opinion (that)

    (to think: He is of the opinion that nothing more can be done.) είμαι της γνώμης

    English-Greek dictionary > be of the opinion (that)

  • 6 бессловесный

    επ. βρ: -сен, -сна, -сно
    1. άλαλος, άφωνος, βωβός, άναυδος.
    2. αμίλητος, σιωπηλός (που δεν έχει, το θάρρος της γνώμης του).

    Большой русско-греческий словарь > бессловесный

  • 7 стоять

    стою, стоишь, προστκ. стой.
    επιρ. μτχ. стоя
    ρ.δ.
    1. στέκομαι ορθός•

    стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•

    стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.

    || στηρίζομαι•

    стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•

    -на коленях στέκομαι στα γόνατα•

    стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•

    стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•

    стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•

    волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.

    2. εκτελώ κάτι όρθιος•

    стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•

    стоять на посту στέκομαι στο πόστο•

    -в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•

    стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.

    3. καταλύω, σταθμεύω•

    стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;

    4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•

    стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.

    || αμύνομαι, κρατώ γερά•

    насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.

    || μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•

    стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•

    стоять за народ υπερασπίζω το λαό,

    μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.
    5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.
    6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•

    лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•

    печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.

    7. ορθώνομαι εγείρομαι•

    перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).

    8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•

    у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.

    || κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•

    дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•

    государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.

    || υπάρχω, είμαι•

    на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.

    10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•

    вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•

    время не -ит ο χρόνος κυλάει•

    работа -ит η δουλειά σταματά.

    11. είμαι (για κατάσταση)•

    -ит жара είναι ζέστη•

    комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•

    -ит тишина είναι ησυχία•

    погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•

    -ял полдень ήταν μεσημέρι•

    -ло лето ήταν καλοκαίρι•

    -ла ночь ήταν νύχτα.

    || δείχνω•

    барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.

    12. διατηρούμαι, κρατώ•

    варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.

    13. δε λειτουργώ•

    часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).

    || μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•

    работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.

    14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.
    εκφρ.
    стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•
    стоять за спиной; стоять за кем:
    α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.
    β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•
    стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•
    стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•
    стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•
    стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•
    стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•
    стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•
    стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•
    стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή).

    Большой русско-греческий словарь > стоять

  • 8 General

    adj.
    Common, shared by all: P. and V. κοινός, V. ξυνός, πάγκοινος.
    Public: P. and V. κοινός, Ar. and P. δημόσιος.
    Customary: P. and V. συνήθης, εἰωθώς, νόμιμος, εἰθισμένος, ἠθς, P. σύντροφος, Ar. and P. νομιζόμενος.
    What is this general assertion that you make? V. ποῖον τοῦτο πάγκοινον λέγεις; (Soph., Ant. 1049).
    Keeping as near possible to the general tenor of the words really spoken: P. ἐχόμενος ὅτι ἐγγύτατα τῆς συμπάσης γνώμης τῶν ἀληθῶς λεχθέντων (Thuc. 1, 22).
    Do you mean the ruler and superior in the general sense or in the exact signification: P. ποτέρως λέγεις τὸν ἄρχοντά τε καὶ τὸν κρείσσονα τὸν ὡς ἔπος εἰπεῖν ἢ τὸν ἀκριβεῖ λόγῳ (Plat., Rep. 341B).
    The plague was such in its general manifestations: P. τὸ νόσημα... τοιοῦτον ἦν ἐπὶ πᾶν τὴν ἰδεαν (Thuc. 2, 51).
    In general: see Generally.
    People in general: P. and V. οἱ πολλοί, τὸ πλῆθος.
    Judging from my assertions and my public life in general: P. ἐνθυμούμενοι ἐκ τῶν εἰρημενων καὶ τῆς ἄλλης πολιτείας (Lys. 111).
    On general grounds: P. and V. ἄλλως (Eur., I.A. 491).
    ——————
    subs.
    P. and V. στρατηγος, ὁ, V. στρατηλτης, ὁ, Ar. and V. ταγός, ὁ.
    Leader: P. and V. ἡγεμών, ὁ; see also Commander.
    Be general, v.: P. and V. στρατηγεῖν, V. στρατηλατεῖν.
    Of a general, adj.: P. στρατηγικός.
    Lake a good general, adv.: Ar. στρατηγικῶς.
    General's guarters: P. and V. στρατήγιον, τό.
    The opening of the general's tent: V. στρατηγδες πύλαι, αἱ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > General

  • 9 мнение

    мнени||е
    с ἡ γνώμη:
    общественное \мнение ἡ κοινή γνώμη· общепринятое \мнение ἡ κοινή, παραδεδεγμένη ἄποψη· обмен \мнениеями ἡ ἀνταλλαγή γνωμών иметь свое \мнение ἔχω δικιά μου γνώμή по моему́ \мнениею κατά τήν γνώμη μου· быть плохого (хорошего) \мнениея о ком-л. ἔχω κακή (καλή) γνώμη Υΐά κάποιον быть невысокого \мнениея о ком-л. δέν πολυεκτιμῶ κάποιον быть слишком высокого \мнениея о себе ἔχω πολύ μεγάλη Ιδέα γιά τόν ἐαυτόν μου· быть того́ же \мнениея εἶμαι τής ίδιας γνώμης· разделять чье-л, \мнение συμμερίζομαι τήν γνώμη Κάποιου· оставаться при своем \мнениеи ἐπιμένω στήν ἄποψη μου.

    Русско-новогреческий словарь > мнение

  • 10 public opinion poll

    (a way of finding out public opinion by questioning a certain number of people.) σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης

    English-Greek dictionary > public opinion poll

  • 11 давление

    ουδ.
    1. πίεση•

    кровяное давление πίεση του αίματος•

    атмосферное давление ατμοσφαιρική ττίεση•

    повышенное кровяное давление υπέρταση, υπερτονία•

    пониженное кровяное давление υπόταση.

    2. μτφ. εξαναγκσμός•

    экономическое давление οικονομική πίεση•

    оказывать давление ασκώ πίεση.

    εκφρ.
    под -ем – κάτω από πίεση•
    под -ем общественного мнения – κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης.

    Большой русско-греческий словарь > давление

  • 12 Opinion

    subs.
    P. and V. γνώμη, ἡ. δόξα, ἡ, δόξασμα, τό. V. γνῶμα, τό.
    Mere opinion, fancy: P. and V. δόκησις, ἡ, V. δόκημα, τό.
    Be a matter of opinion, be disputed, v.: P. ἀμφισβητεῖσθαι.
    In my opinion: P. and V. ὡς ἐμοὶ δοκεῖ.
    Form an opinion: see Judge.
    I formed the same opinion: P. καί μοι ταὐτὰ ταῦτα ἔδοξε (Plat., Ap. 21D).
    Do not form an opinion: V. μὴ πέραινε τὴν δόκησιν (Eur., Or. 636).
    All who were of the same opinion: P. ὅσοι τῆς αὐτῆς γνώμης ἦσαν (Thuc. 1. 113).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Opinion

  • 13 Swerve

    subs.
    P. and V. ἐκτροπή, ἡ.
    ——————
    v. intrans.
    Turn aside: P. and V. ποτρέπεσθαι, ἐκτρέπεσθαι, P. παρατρέπεσθαι, ἐκκλίνειν.
    Wander: P. and V. πλανᾶσθαι.
    Swerve from a purpose: P. and V. φίστασθαι (gen.), ἐξίστασθαι (gen.).
    Had not my mind swerved from its purpose: V. εἰ μὴ... φρένες... γνώμης ἀπῇξαν (ἀπᾴσσειν) (Soph., Aj. 447).
    Swerve from the direction of its true course ( of a javelin): P. ἔξω τῶν ὅρων τῆς αὑτοῦ πορείας ἐκφέρεσθαι (Antipho. 121).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Swerve

  • 14 Tenor

    subs.
    Purport: P. προαίρεσις, ἡ.
    Course of life: P. and V. βίος, ὁ.
    Drift: P. φορά, ἡ.
    Meaning: P. and V. δύναμις, ἡ, P. διάνοια, ἡ, βούλησις, ἡ.
    Keeping as near as possible to the general tenor of the words actually spoken: P. ἐχόμενος ὅτι ἐγγύτατα τῆς συμπάσης γνώμης τῶν ἀληθῶς λεχθέντων (Thuc. 1, 22).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tenor

  • 15 Thinking

    subs.
    Be of the same way of thinking: P. τῆς αὐτῆς γνώμης εἶναι (Thuc. 5, 46).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Thinking

  • 16 View

    subs.
    P. and V. ὄψις, ἡ.
    Range of view: P. ἔποψις, ἡ.
    Spectacle: P. and V. θέα, ἡ, θέαμα, τό, θεωρία, ἡ, ὄψις, ἡ, V. πρόσοψις, ἡ.
    He had a seat that gave a view of all his host: V. ἕδραν γὰρ εἶχε παντὸς εὐαγῆ στρατοῦ (Æsch., Pers. 466).
    Picture: P. and V. γραφή, ἡ; see Picture.
    In view, in sight: P. κάτοπτος, V. ἐπόψιος, προσόψιος.
    Be in view, v.: P. and V. φαίνεσθαι.
    In view of, overlooking: see adj. V. κατόψιος (gen.).
    In sight of: P. and V. ἐναντίον (gen.).
    In consequence of: P. and V. δι (acc.), ἕνεκα (gen.), V. εἵνεκα (gen.); see because of.
    In the light of: P. and V. πρός (acc.).
    Examination, survey: P. and V. σκέψις, ἡ, P. ἐπίσκεψις, ἡ.
    Opinion: P. and V. δόξα, ἡ, γνώμη, ἡ, δόξασμα, τό, V. γνῶμα, τό.
    In my view: P. and V. ὡς ἐμοὶ δοκεῖ.
    All who held the same political views: P. ὅσοι τῆς αὐτῆς γνώμης ἦσαν (Thuc. 1, 113).
    Have in view, intend, v.: P. and V. νοεῖν, ἐννοεῖν; see Intend.
    Supposition: P. ὑπόθεσις, ἡ.
    Point of view: use opinion.
    From my point of view: P. τὸ κατʼ ἐμέ.
    ——————
    v. trans.
    Survey: P. and V. σκοπεῖν, ἐπισκοπεῖν, ἀθρεῖν, ναθρεῖν, θεᾶσθαι, θεωρεῖν, ἐφορᾶν, Ar. and V. ἐποπτεύειν; see Behold.
    Examine: P. and V. ἐξετάζειν, διασκοπεῖν; see Examine.
    Judge, consider: P. and V. γιγνώσκειν, κρνειν; see Consider.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > View

См. также в других словарях:

  • Γκάλοπ, Τζορτζ Χόρας — (George Horace Gallup, ΗΠΑ 1901 – Γενεύη 1984). Αμερικανός στατιστικολόγος. Από το 1923 διετέλεσε καθηγητής της δημοσιογραφίας και παράλληλα πραγματοποίησε έρευνες, κυρίως μεταξύ των αναγνωστών των εφημερίδων. Το 1935 τελειοποίησε το Gallup Poll… …   Dictionary of Greek

  • αμφιβολία — Κατάσταση αντίθετη προς τη βεβαιότητα, που εκδηλώνεται ως αναστολή της κρίσης. Όταν η α. θεωρείται αναγκαίο παρακολούθημα κάθε έρευνας που στηρίζεται στη διάγνωση της αναξιοπιστίας των μαρτυριών των αισθήσεων και των λειτουργιών του λογικού,… …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • οικονομική πολιτική — Το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες το κράτος ρυθμίζει τις πρωτοβουλίες των ατόμων και των ιδιωτικών επιχειρήσεων και τροποποιεί τις γενικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύσσονται αυτές, ώστε να πετύχει ορισμένους σκοπούς. Για να το κατορθώσει …   Dictionary of Greek

  • ταυτότητα — Στη φιλοσοφία, όρος που χρησιμοποιήθηκε πολύ, για τον χαρακτηρισμό μιας από τις θεμελιώδεις αρχές της λογικής· της αρχής της ταυτότητας. Η αρχή αυτή, με την απλή διατύπωση που της έδωσε ο Αριστοτέλης, αντιτιθέμενος κυρίως στη φιλοσοφία του… …   Dictionary of Greek

  • αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… …   Dictionary of Greek

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • παλιμβουλία — η (Α παλιμβουλία [παλίμβουλος] η συνεχής αλλαγή τής γνώμης, η αστάθεια τής γνώμης …   Dictionary of Greek

  • πρόδικος — (5ος αι. π.X.). Έλληνας φιλόσοφος που γεννήθηκε στην Κέα. Είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σοφιστικής κίνησης. Περιόδευσε πολύ καιρό όλη την Ελλάδα σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία ιδιαίτερα στην Αθήνα, όπου πήγε ως πρεσβευτής, και …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • δοκώ — (I) (AM δοκῶ, έω) Ι. δοκώ αρχ. μσν. και «δοκεῑ μοι» νομίζω, θαρρώ νεοελλ. (ε)δοκήθηκα αντιλήφθηκα αρχ. μσν. 1. απρόσ. «δοκεῑ μοι» μού φαίνεται ορθό 2. (προσωπικό με δοτ.) φαίνομαι («μάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι», Αισχ.) 3. (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»