-
1 ἀμαξιτός
ἀμαξιτός, att. ἁμαξιτός, ἡ, sc. ὁδός, welches Pind. N. 6, 56 hinzusetzt, Fahrweg, Hom. einmal, κατ' ἀμαξιτόν Il. 22, 146; Her. 7, 176 (auch ἁμ.); Pind. P. 4, 247; Soph. O. R. 716; Xen. Hell. 2, 4, 7 u. sonst.
-
2 ἀμαξιτός
-
3 πεδιάς
πεδιάς, άδος, ἡ, fem. zu πεδινός, flach, eben, auf der Ebene; ὁδός, Pind. P. 5, 91, wie πεδιὰς ἁμαξιτός Eur. Rhes. 283; φόβην ὕλης πεδιάδος, Soph. Ant. 416; auch λόγχη π., die auf oder in der Ebene geworfene, Tr. 1047. – Substant., sc. γῆ oder χώρα, = πεδίον, Her. 9, 122, wie Plat. Legg. I, 624 d.
-
4 δί-κροτος
δί-κροτος, zweimal schlagend, vom Pulse; Galen.; – von beiden Seiten geschlagen; κῶπαι, doppelte Ruder, Eur. I. T. 408; ἁμαξιτός, mit zwei Geleisen, El. 775; gew. vom Schiffe, = διήρης, nach E. M. (vgl. oben, Poll. 1, 82) mit zwei Reihen Ruderbänken; neben μονόκροτοι Xen. Hell. 2, 1, 28; vgl. Arr. An. 6, 5, 4; Luc. Amor. 6; Ant. Ih. 49 (VII, 640); τριήρεις, δίκροτα, κέλητες stellt Poll. 5, 62, 3 zusammen; öfter bei Sp.
-
5 ὁδός [2]
ὁδός, ἡ, ep. auch οὐδός, Od. 17, 196, auch Her. 2, 7, der sonst nur ὁδός hat; der Weg; – 1) der Pfad, die Straße; ἐγγὺς ὁδοῖο, Il. 10, 274; ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ, 23, 330; ἱππηλασίη, 7, 340; ὁδῷ ἔπι οἰκία ναίων, an der Straße wohnend, 6, 15; ὥστε μέλισσαι οἰκία ποιήσωνται ὁδῷ ἐπὶ παιπαλοέσσῃ, 12, 168; λαοφόρος, die große Heerstraße, 15, 682; auch die Bahn des Seefahrers, 6, 292; πρὸ ὁδοῦ ἐγένοντο, sie gingen fürder des Weges, vorwärts, 4, 382 (vgl. ὅταν πρὸ ὁδοῦ γένωνται Ael. H. A. 11, 38; auch übtr., ὃ πρὸ ὁδοῦ σοι γένοιτ' ἂν ἐς τὰ μαϑήματα, förderlich, Luc. Hermot. 1); ὁδὸν ἁγεμονεῠσαι, Pind. Ol. 6, 25; ἁμαξιτός, N. 6, 56; übertr., ἐν εὐϑείαις ὁδοῖς στείχειν, 1, 25; σχιστὴ δ' ὁδός, Soph. O. R. 733; σύ μ' ἐξ ὁδοῦ πόδα κρύψον κατ' ἄλσος, O. C. 113; ὁδοῦ ἀτραπός, Ar. Nubb. 76; u. in Prosa, ἰόντες τὴν ἱρὴν ὁδόν, Her. 6, 34, ἡ ὁδὸς ἡ εἰς ἄστυ, Plat. Conv. 173 b; auch leicht zu ergänzen, ἐπορευόμην τὴν ἔξω τείχους, Lys. 203 a; ὁδῷ βαδίζειν, Dem. 25, 10 u. sonst. Auch ποταμοῦ, das Flußbett, Xen. Cyr. 7, 5, 16. – 2) die Handlung des Gehens, Gang, Reise; οὔ τοι ἔπειϑ' ἁλίη ὁδὸς ἔσσεται, Od. 2, 273; σοὶ δ' ὁδὸς οὐκέτι δηρὸν ἀπέσσεται, die Abreise, 2, 285. 8, 150; λιλαιόμενόν περ ὁδοῖο, 1, 315; ὄφρα πρήσσωμεν ὁδοῖο, 2, 404, daß wir die Reise vollenden; τελεῖν ὁδόν, 2, 256; ἦνον, 3, 496; ὁδὸν ἐλϑεῖν, einen Kriegszug machen, Il. 1, 151; ἀπ' Ἄργεος ἦλϑον δευτέραν ὁδόν, Pind. P. 8, 44; μή τι πημανϑῇς όδῷ, Aesch. Prom. 334; κατερητύσων ὁδόν, ἣν στέλλει, Soph. Phil. 1402; ἡ δ' ὁδὸς βραδύνεται, El. 1493; auch οἰωνῶν, vom Vogelfluge, O. C. 1316; τὰν νεάταν ὁδὸν στείχουσαν, d. i. den Todesweg, Ant. 801, wie βέβηκε τὴν πανυστάτην ὁδόν Trach. 872; vgl. Eur. Alc. 613; ἐκ μακρᾶς ἀναπεπαυμένος ὁδοῠ, Plat. Critia. 106 a; κατὰ τὴν ὁδόν, unterwegs, Prot. 314 c. – 3) übertr., Mitteln. Weg, Etwas auszurichten, Artu. Weise; πολλαὶ ὁδοὶ εὐπραγίας, Pind. Ol. 8, 13; νόῳ ἔχει ἀλαϑείας ὁδόν, P. 3, 103; ὕβριος ἐχϑρὰν ὁδὸν εὐϑυπορεῖ, Ol. 7, 91; γλώσσης ἀγαϑῆς ὁδὸν εὑρίσκει, Aesch. Eum. 944; πολλὰς ὁδοὺς ἐλϑόντα φροντίδος πλάνοις, Soph. O. R. 67; εἴ τιν' ἄλλην μαντικῆς ἔχεις ὁδόν, 311; σῶν ὁδὸν βουλευμάτων, Eur. Hec. 744; γνώμης, Hipp. 290; λογίων, Ar. Equ. 1010; u. in Prosa, ἔλεξαν περὶ τούτου τριφασίας ὁδούς Her. 2, 20, ἐπιστάμεϑα, οἵᾳ ὁδῷ οἱ Ἀϑηναῖοι χωροὖσιν ἐπὶ τοὺς πέλας Thuc. 1, 69, ἄδικον ὁδὸν ἰέναι 3, 64, ὑπάρχουσι καὶ ἄλλαι ὁδοὶ τοῦ πολέμου 1, 122, τὴν νῦν τετμημένην ὁδὸν τῆς νομοϑεσίας Plat. Legg. VII, 810 e; bes. ὁδῷ, καϑ' ὁδὸν λέγειν, nach einem bestimmten Verfahren, methodisch, Phaedr. 263 b Rep. VII, 533 b; τίνα δὴ ὁδὸν ἰών; welchen Weg einschlagend? auf welche Weise? Xen. Cyr. 1, 6, 16, vgl. 24.
-
6 δίκροτος
См. также в других словарях:
αμαξιτός — αμαξιτός, ή, ό και αμαξωτός, ή, ό δρόμος από τον οποίο μπορούν να περάσουν άμαξες: Ο δρόμος ήταν αμαξιτός, αλλά σε κακό χάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμαξιτός — ἁμαξιτός ibo masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμάξιτος — ἁμάξιτος masc/fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαξιτός — ibo masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαξιτός — και ωτός, ή, ό (Α ἁμαξιτός, ον) 1. (για δρόμους ή διαβάσεις) αυτός από τον οποίο είναι δυνατό να διαβεί, να περάσει άμαξα (και γεν. στα νεοελλ. κάθε είδους όχημα) 2. (το αρσ. στα νεοελλ. ή το θηλ. στα αρχ. ως ουσ.) ο (η) ἁμαξιτός (ενν. δρόμος ή… … Dictionary of Greek
ἀμαξιτόν — ἁμαξιτός ibo masc/fem acc sg ἁμαξιτός ibo neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαξιτόν — ἁμαξιτός ibo masc/fem acc sg ἁμαξιτός ibo neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμάξιτον — ἁμάξιτος masc/fem acc sg ἁμάξιτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαξιτῷ — ἁμαξιτός ibo masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαξιτοῖς — ἁμαξιτός ibo masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαξιτοῦ — ἁμαξιτός ibo masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)