-
41 ανανθης
-
42 αναντιτυπος
-
43 αναπηγνυμι
1) прокалывать, протыкать, надевать на вертел(λαγῷα Arph.)
2) насаживать3) распинать(σῶμα διὰ τριῶν σταυρῶν Plut.)
-
44 αναπτεροω
1) (вновь) оперять, окрылять2) потрясать, волновать(τινα λόγοις Arph.)
ἀνεπτερωμένων τῶν Λακεδαιμονίων Xen. — поскольку лакедемоняне были взволнованы (этим сообщением)3) возбуждать, тж. подбодрять(πᾶν τὸ σῶμα Arph.; ἀναπτερωθῆναι πρὸς τέν ἐλπίδα Plut.)
4) поднимать, ставить дыбом5) обольщать, соблазнять(τέν γυναῖκα Her.)
-
45 ανατασις
- εως ἥ1) протяжениеἡ εἰς ὕφος ἀ. Polyb. — высота
2) (предполож. вм. v. l. ἀνάκλισις) согнутость(τοῦ αὐχένος εἰς εὐώνυμον Plut.)
3) угрожающая поза, грозный вид Polyb., Plut.4) высокомерие, надменность(ἀ. τοῦ φρονήματος Plut.)
5) воздержание(μέ κακοῦν ἀνατάσει τὸ σῶμα Plut.)
-
46 αναψυχω
(ῡ)1) охлаждать, освежать(ἀνθρώπους Hom.; ἵππους ἱδρῶτι περιρρεομένους Plut.)
παρὰ κρήνην βάσιν ἀ. Eur. — освежать ноги в источнике2) давать отдых, подкреплять отдыхом(σῶμα ἀναψυχόμενον Plat.)
ἀναψῦξαί τινα πόνων Eur. — дать кому-л. отдых от трудов;ἀναψῦξαι γούνατα Hes. — дать отдохнуть коленям;ἀνέψυχθεν φίλον ἦτορ Hom. — они отдохнули душой;ἀ. ἕλκος Hom. — утолять боль от раны3) просушивать, сушить(ναῦς Her., Xen.; ἱδρῶτα, αὐλαίας Plut.)
4) отдыхать Anth. -
47 ανιημι
1) пускать или посылать вверх, испускать(ἀήτας Hom.; ἄφρον Aesch.; πνεῦμ΄ ἐκ πνευμόνων Eur.)
κρῆναι, ἃς ἀνῆκε θεός Eur. — источники, которые забили по велению божества;φόνου σταγόνας ἀ. Soph. — покрываться каплями крови;πῦρ καὴ φλόγα ἀπ΄ αὐτοῦ ἀνεῖναι Thuc. — воспламениться2) выпускать, рождать, производить(καρπόν HH.; κνώδαλα Aesch.; βλαστούς Plut.)
; med. возникатьκίνδυνος ἀνεῖταί τινος Arph. — возникает опасность для чего-л.
3) отпускать, освобождать(δεσμῶν, sc. τινα Hom.; ἐκ κατώρυχος στέγης τινα Soph.; τὸν αἴτιον Lys.)
ὕπνος ἀνῆκέ με Hom., Plat.; — сон оставил меня, т.е. я проснулся;ὥς μιν ὅ οἶνος ἀνῆκε Her. — когда хмель вышел у него из головы;ἄνετέ με παράγοροι Soph. — перестаньте меня утешать;ἀ. τινὴ τὸν δασμόν Plut. — освобождать кого-л. от дани;ἀνειμένος Soph., Eur., Plat.; — несдержанный, разнузданный;τὸ ἀνειμένον εἴς и πρός τι Plut. — неудержимое влечение к чему-л.;θάνατόν τινι ἀ. Eur. — даровать кому-л. жизнь;ἀ. τέν πόλιν τῆς φρουρᾶς Plut. — вывести гарнизон из города;ἀ. κόμαν Eur., Plut.; — распускать волосы;πέπλοι ἀνειμένοι Eur. — распущенные одежды4) освобождать от запоров, т.е. открывать, отворять(πύλας Hom.; θύρετρα Eur.)
; снимать, вскрывать(σήμαντρα Eur.)
5) med. обнажать(κόλπον Hom.)
; сдирать шкуру, обдирать(αἶγας Hom., λαγόνας Eur.)
6) отпускать; ослаблять(τόξον Her.; ἡνίας τινί Plut.)
; перен. смягчать(λόγον Eur.; πόλεμον Thuc.)
ἀνεὴς ἵππον Soph. — дав повод коню;εἰς τάχος ἀ. τοὺς ἵππους Xen. — пускать коней во весь опор;ἀ. φυλακάς Eur. и φυλακήν Thuc. — ослаблять бдительность;ἀ. τὸν δρόμον Plut. — замедлять продвижение;τὸ ἀνειμένον τῆς γνώμης Thuc. — упадок духа, уныние;ὅ νόμος ἀνεῖται Eur. — закон теряет силу;ὁρᾶν, ὅτῳ τρόπῳ μέ ἀνεθήσεται τὰ πράγματα Thuc. — следить, как бы дела не пришли в расстройство7) спускать с привязи, натравливать(τὰς κύνας Xen.)
8) оставлять невозделаннымἀ. χώραν μηλοβότον Isocr. — превратить страну в пастбище
9) культ. сохранять нетронутым, т.е. посвящать(τέμενος ἅπαν Thuc.; χωρίον τῷ θεῷ Plut.)
ἄλσος ἀνειμένον Plat. — священная роща10) побуждать, заставлять(ἄοιδὸν ἀειδέμεναι, τινὰ Αἴγυπτόν δ΄ ἰέναι Hom.)
11) разрешать, позволять, допускать(τινὰ πρός τι Her.; τὸ σῶμα ἐπὴ ῥᾳδιουργίαν Xen.)
ἀ. ἑωυτὸν ἐς παιγνίην Her. — предаваться забавам;ἀνειμένος ἐς τὸ ἐλεύθερον Her. — предоставленный самому себе;ἀ. τρίχας αὔξεσθαι Her. — отращивать волосы;οἱ ἐς τέν πόλεμον ἀνειμένοι Her. — посвятившие себя военному делу;ὅ εἰς τὸ κέρδος λῆμ΄ ἔχων ἀνειμένον Eur. — своекорыстный человек12) слабеть, утихать, уменьшаться(οὐκ ἀνίει τὰ πνεύματα Her.; αἱ ἐπιθυμίαι ἄνείκασι Arst.)
ὅ Κῦρος οὐδὲν μᾶλλον ἀνίει Xen. — Кир не унимался;αἱ τιμαὴ ἀνείκασι Dem. — цены упали;οὐκ ἀνίει ἐπιών Her. — он неотступно преследовал (противника);ἀ. τινός Thuc., Eur., Arph.; — прекращать что-л. -
48 ανορθοω
1) вновь сооружать, отстраивать, восстанавливать(τεῖχος Her., Xen., Isocr.; στρατόπεδον Thuc.; πόλιν Soph.; med. τὰ πίπτοντα τῶν οἰκοδομημάτων Arst.; перен. τέν τυραννίδα σαλεύουσαν Plut.)
2) подпирать, поддерживать(τὸ σῶμά τινος Eur.)
3) наставлять, вразумлять(τινα Eur.)
4) исправлять, устранять(τὰ κακά Plat.)
-
49 αξιοπρεπης
-
50 απαγης
-
51 απισχναινω
делать худым, тощим, истощать Arst.; med. худеть, тощать(κατὰ τὸ σῶμα Arst.)
-
52 απλοω
1) раскладывать, распластывать, развертывать, распростирать(οὐρέν ἐφ΄ ὕδασιν Batr.; σῶμα κατὰ γῆς, med. δίκτυα Anth.; ἰχθὺς εἰς τὸ πλοῖον ἡπλώθη Babr.)
2) расплющивать(τὸν ἄργυρον Anacr.)
-
53 αποκλυζω
1) смывать, омывать(ὄμβροις ἀποκλύζεσθαι Arst.)
2) перен. отвращать искупительными обрядами(θεῖον ὄνειρον Arph.)
3) med. смывать с себя, очищаться(ποτίμῳ λόγῳ ἁλμυρὰν ἀκοήν Plat., Plut.)
πᾶν τὸ σῶμα τὰς τῶν φαρμάκων δυνάμεις ἀπέκλυζεν Diod. — (Пелий) смыл со всего (своего) тела эти снадобья -
54 αποροποιητος
-
55 απορρυπτω
тж. med. тщательно чистить, очищать, смывать(σῶμα Plut.; ἑαυτόν Luc.; перен. μελεδῶνας Anth.)
-
56 απορρυτος
-
57 αρδω
(fut. ἄρσω)1) поить(ἵππον HH., Her., Plut.)
; med. пить(ἀπὸ πηγέων HH.)
2) увлажнять, орошать(πεδίον Aesch.; ἀρούρας Her.; sc. γῆν Arst.)
3) питать, укреплять(στοατόν Pind.; σῶμα Plat.)
4) подкреплять, освежать(νοῦν οἴνῳ Arph.; συμποσίοις αὑτούς Plat.)
-
58 αρθρωδης
-
59 αρρηκτος
21) неразрушимый, незыблемый(τεῖχος, πόλις Hom.; δόμοι Hes.; τυραννίς Plut.)
2) несокрушимый, неуязвимый(ἄ. φυάν Pind.; ἄρρηκτον σιδήρῳ σῶμα Plut.)
3) неразрывный, крепкий(δεσμοί Hom., Plut.; πέδαι Aesch.)
4) непроницаемый(νεφέλη Hom.; πέδαι Aesch.; σάκος Aesch., Soph.; τὸ δέρμα τοῦ κροκοδείλου Her. и φολιδωτόν Arst.; στῖφος Plut.)
5) неслабеющий, мощный(φωνή Hom.; τόνος Plut.)
-
60 αρρυθμος
См. также в других словарях:
σῶμα — body neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
σώμα — το, ατος 1. υλική ύπαρξη: Τα στερεά σώματα έχουν τρεις διαστάσεις. 2. κορμί: Έχει ωραίο σώμα. 3. το κύριο μέρος κάποιου πράγματος. 4. σύνολο ατόμων: Έδωσε εξετάσεις για να μπει στο διπλωματικό σώμα. 5. στρατιωτική δύναμη: Του ανατέθηκε η διοίκηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αριθμόσωμα ή σώμα αριθμών — Ένα πλήθος αριθμών που έχουν την εξής ιδιότητα: το άθροισμα, η διαφορά, το γινόμενο και το πηλίκο οποιωνδήποτε από αυτούς (ίσων ή διαφόρων) να ανήκει πάλι στο πλήθος αυτό. Παραδείγματα α. είναι το πλήθος όλων των ρητών, οι αριθμοί α + βi (α, β =… … Dictionary of Greek
μέλαν σώμα — Βλ. λ. μαύρο σώμα … Dictionary of Greek
Εἰ σῶμα δουλον, ἀλλ’ ὁ νοῦς ἐλεύθερος. — См. Дух бодр, плоть же немощна … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ακτινωτό σώμα — Η πιο παχιά μοίρα του αγγειώδη χιτώνα του ματιού, που βρίσκεται ανάμεσα στον χοριοειδή χιτώνα πίσω και στην ίριδα μπροστά. Αποτελείται από τον ακτινωτό μυ στην έξω επιφάνεια, τον ακτινωτό κύκλο και τον ακτινωτό στέφανο. Το α.σ. βοηθά στην… … Dictionary of Greek
μαύρο σώμα — (Φυσ.). Αντικείμενο, το οποίο είναι ικανό να απορροφά τελείως την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που δέχεται. Όλα τα αντικείμενα μαύρης απόχρωσης μπορούν να θεωρηθούν, κατά προσέγγιση, ως μ.σ., καθώς είναι σε θέση να απορροφήσουν μια περιοχή… … Dictionary of Greek
Cyprus Scouts Association — Σώμα Προσκόπων Κύπρου Cyprus Scouts Association … Wikipedia
ρευστό — Σώμα του οποίου το σχήμα μπορεί να μεταβάλλεται εύκολα, εξαιτίας της μικρής συνοχής και της αμοιβαίας μετακίνησης των μορίων από τα οποία αποτελείται. Περισσότερο από τον όρο ρ. χρησιμοποιούμε συνήθως τον όρο «ρευστή κατάσταση» της ύλης, για να… … Dictionary of Greek
Soma Hellinon Proskopon — Σώμα Ελληνων Προσκόπων (Soma Hellinon Proskopon) (ΣΕΠ) Zweck: Pfadfinderarbeit Vorsitz: Gründungsdatum: 1910 Mitglieder … Deutsch Wikipedia