-
1 αναψυχω
(ῡ)1) охлаждать, освежать(ἀνθρώπους Hom.; ἵππους ἱδρῶτι περιρρεομένους Plut.)
παρὰ κρήνην βάσιν ἀ. Eur. — освежать ноги в источнике2) давать отдых, подкреплять отдыхом(σῶμα ἀναψυχόμενον Plat.)
ἀναψῦξαί τινα πόνων Eur. — дать кому-л. отдых от трудов;ἀναψῦξαι γούνατα Hes. — дать отдохнуть коленям;ἀνέψυχθεν φίλον ἦτορ Hom. — они отдохнули душой;ἀ. ἕλκος Hom. — утолять боль от раны3) просушивать, сушить(ναῦς Her., Xen.; ἱδρῶτα, αὐλαίας Plut.)
4) отдыхать Anth.
См. также в других словарях:
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
ψυκτικός — ή, ό / ψυκτικός, ή, όν, ΝΑ [ψύχω (II)] αυτός που επιφέρει ή προκαλεί ψύξη (α. «ψυκτικά μηχανήματα» οι κλιματιστικές εγκαταστάσεις β. «πόματα ψυκτικά», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο ψυκτικός τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή ή την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek