-
61 γριπηις
-
62 γυμναστικη
ἡ (sc. τέχνη) гимнастика Plat., Arst. -
63 δημηγορικη
ἡ (sc. τέχνη) искусство произносить публичные речи, ораторское мастерство Plat. -
64 δημηγορικος
31) относящийся к публичным выступлениям, ораторский(τέχνη Plat.; γένος λόγων Arst.)
2) владеющий ораторским искусством, умеющий публично выступать (sc. ἄνδρες Xen.) -
65 δημιουργικος
-
66 διακονικη
-
67 διακριτικη
-
68 διαλεκτικη
ἥ (sc. ἐπιστήμη или τέχνη) диалектика (искусство правильного расчленения бытия: τὸ κατὰ γένη διαιρεῖσθαι τῆς διαλεκτικῆς ἐπιστήμης ἐστίν Plat., т.е. ученое о познании общих начал бытия: τά κοινὰ ἁπάντων γνωρίζειν Arst. и, в связи с этим, ведущее к истинному знанию: ἐπιστήμη ἀληθῶν καὴ ψευδῶν καὴ οὐδετέρων Diog.L. через вопросы и ответы собеседников: ἐρωτᾶν τε καὴ ἀποκρίνεσθαι Plat. т.е. к философии)ἡ δ. πειραστικέ περὴ ὧν ἥ φιλοσοφία γνωριστική Arst. — диалектика есть стремление к тому знанию, обладательницей которого является философия
-
69 διαλλασσω
атт. διαλλάττω (fut. διαλλάξω; pass.: fut. διαλλαχθήσομαι и διαλλαγήσομαι, aor. διηλλάχθην и διηλλάγην)1) давать взамен(ἄλλον τοῖς κάτω νεκρόν Eur.)
; обменивать(ἀντ΄ ἀργυρίου δ. τινί Plat.)
2) (пере)менять, сменять(τοὺς ναυάρχους Xen.)
διαλλάξαι ἐσθῆτα Dem. — переодеться в другое платье;διελλάσσοντο τὰς τάξις Her. — они поменялись боевыми позициями;ἀετοῦ διαλλάξαι βίον Plat. — превратиться в орла3) тж. med. (о месте, стране и т.п.) менять(τόπον Arst.)
, в знач. покидать, оставлять или проходитьδιαλλάξας Μακεδονίαν εἰς Θετταλίαν ἀφίκετο Xen. — пройдя Македонию, он прибыл в Фессалию;
ἐξ ἄλλης εἰς ἄλλην πόλιν διαλλάττεσθαι Plut. — (о товарах) перевозиться из одного города в другой4) мирить, примирять(τινάς Eur., Plat., τινά τινι Thuc. и τινὰ πρός τινα Arph., Isocr.)
; med.-pass. мириться(τινι и πρός τινα Isocr., τινι и ἐπί τινι Plut.)
διαλλαχθῆναι τῆς ἔχθρας ἐς φίλους Eur. — прекратить вражду с (прежними) друзьями5) различаться, отличаться(τινί Her., Arst., Polyb., Plut. и ἔν τινι Luc.)
τὸ διαλλάσσον τῆς γνῶμης Thuc. — разница во мнениях, разногласие;редко pass.:τοῖς εἴδεσι διηλλαγμένοι Thuc. — различные по характеру6) отличаться, выделяться -
70 διαλογιστικη
-
71 διδασκαλικη
-
72 διθυραμβοποιητικη
-
73 δικανικη
-
74 δικαστικη
ἥ (sc. τέχνη) искусство ведения судебных дел, законоведение, юриспруденция Plat. -
75 δοξοπαιδευτικος
-
76 δρυοτομικη
-
77 δυστεκμαρτος
-
78 εγκατατιθημι
1) (в чем-л., на что-л.) класть или ставить, устанавливать(τέρματα ἐν πτολιέθρῳ Plut.)
2) преимущ. med. вкладывать, прятать(τὸν ἱμάντα κόλπῳ Hom.)
ἑῇ τέχνῃ ἐγκαταθέσθαι τι Hom. — вложить что-л. в свое искусство, т.е. создать что-л. своим искусством3) преимущ. med. складывать(ὅπλα οἴκῳ Hes.)
4) преимущ. med. обсуждать про себя, обдумывать(τι θυμῷ Hom., Hes. и τι φρεσίν Theocr.)
-
79 εγκαυστικη
-
80 ειδωλοποιικος
См. также в других словарях:
Τέχνη — (techne) (греч.) умение, ремесло, искусство. Противопоставляется творчеству природы (см. Φύσις). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов.… … Философская энциклопедия
τέχνη — art fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνῃ — τέχνη art fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… … Dictionary of Greek
τέχνη — η 1.επαγγελματική ικανότητα: Με τέχνη δουλεύει. 2. επάγγελμα: Η τέχνη του ράφτη. 3. εμπειρία, ικανότητα, μαστοριά: Είναι καμωμένο με τέχνη. 4. τέχνασμα, τερτίπι, κόλπο: Με τέχνη νίκησε τον αντίπαλό του. 5. δημιουργία έργων που προκαλούν αισθητική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλαμανδική τέχνη — Τέχνη που άνθησε στις περιοχές που αποτελούν το σημερινό Βέλγιο. Κάποτε το όνομα αυτό αποδιδόταν γενικά στην τέχνη των παλαιών Κάτω Χωρών, δηλαδή του Βελγίου και της Ολλανδίας μαζί, μέχρι τον πολιτικό χωρισμό τους από τον Φίλιππο B’ της Ισπανίας … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
ελληνορωμαϊκή τέχνη — Η ελληνική τέχνη που αναπτύχθηκε στη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων. Η τέχνη αυτή δεν ταυτίζεται με τη ρωμαϊκή, όπως λανθασμένα έχει υποστηριχθεί. Διαιρείται στις εξής περιόδους: 1. Τέχνη των χρόνων του Αυγούστου (31 π.Χ. – 50 μ.Χ.). Η τέχνη αυτή… … Dictionary of Greek
παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· … Dictionary of Greek
συγκεκριμένη τέχνη ή απόλυτη τέχνη — Όρος που υιοθετήθηκε από μερικούς σύγχρονους καλλιτέχνες αντί του «αφηρημένη τέχνη». Ο τελευταίος όρος περιορίζεται μόνο σε ένα τύπο τέχνης, όπως π.χ. ο κυβισμός, που εμφανίζεται ως το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αφαίρεσης των φυσικών… … Dictionary of Greek