Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

διδασκᾰλική

См. также в других словарях:

  • διδασκαλική — η το επάγγελμα του δασκάλου, το δασκαλίκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διδασκαλικῇ — διδασκαλικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδασκαλική — διδασκαλικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδασκαλικῆι — διδασκαλικῇ , διδασκαλικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασκαλικός — και δασκαλικός, η, ο (AM διδασκαλικός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που ταιριάζει, ανήκει ή αναφέρεται σε δάσκαλο 2. φρ. «διδασκαλικό χωρίο» ή «τόπος διδασκαλικός» χωρίο από το οποίο εξάγεται φανερά η ερμηνεία λέξης ή η εφαρμογή γραμματικού ή συντακτικού… …   Dictionary of Greek

  • διδασκαλικός — ή, ό (Α διδασκαλικός, ή, όν) και δασκαλικός, ή, ό και δασκάλικος, η, ο [διδάσκαλος] αυτός που αναφέρεται σε διδάσκαλο αρχ. νεοελλ. φρ. «διδασκαλικός τόπος, διδασκαλικό(ν) χωρίο(ν)» χωρίο με το οποίο ερμηνεύεται φανερά η σημασία λέξεως ή πράγματος …   Dictionary of Greek

  • υποκείμενο — Το κύριο στοιχείο, το σημείο αφετηρίας μέσα στην πρόταση. Στο γραμματικό υ., που αναγνωρίζεται εύκολα, καθόσον προσδιορίζει το πρόσωπο και τον αριθμό του ρήματος (π.χ. τα άλογα τρέχουν, εσύ τρέχεις) και συνεπώς έχει ένα σαφές μορφολογικό γνώρισμα …   Dictionary of Greek

  • ΑΔΕΔΥ — Τα αρχικά γράμματα της γενικής ένωσης των δημοσιοϋπαλληλικών οργανώσεων, με τίτλο Ανωτάτη Διοίκηση Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων. Ιδρύθηκε το 1945 και λειτούργησε από τις 3 Δεκεμβρίου 1947. Σκοπός της είναι η εξύψωση του πνευματικού, ηθικού και… …   Dictionary of Greek

  • Ελιγιά ντελ Μέντεγκο — (Elijah ben Moses Abba Delmedigo, Κρήτη 1460 – 1497). Φιλόσοφος και νομομαθής. Γεννήθηκε στην Κρήτη (ήταν γνωστός και ως Elijah Cretensis) και σε νεαρή ηλικία μετέβη στην Ιταλία. Διετέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα, όπου διακρίθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννινα ή Γιάννενα — Πόλη (υψόμ. 480 μ., 61.629 κάτ.) της Ηπείρου, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού και της περιφέρειας Ηπείρου. Χτισμένη στη νοτιοδυτική όχθη της ομώνυμης λίμνης, της αρχαίας Παμβώτιδας, περιβάλλεται από βουνά και λόφους, το Μιτσικέλι και τον Δρίσκο από …   Dictionary of Greek

  • Μπόσκο, Τζοβάνι — (Giovanni Bosco, Καστελνουόβο ντ’ Άστι 1815 – Τορίνο 1888). Άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, παιδαγωγός και ιδρυτής της αδελφότητας των Σαλεσιανών. Το 1841 χειροτονήθηκε ιερέας και απέκτησε παιδαγωγική εμπειρία στο μικρό Ορατόριο για τα φτωχά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»