Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εἰδωλοποιϊκός

См. также в других словарях:

  • ειδωλοποιικός — εἰδωλοποιικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που αναφέρεται στην κατασκευή εικόνων 2. αυτός που δημιουργεί είδωλα στα μάτια άλλων 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ εἰδωλοποιική η ειδωλοποιία …   Dictionary of Greek

  • εἰδωλοποιικῆς — εἰδωλοποιικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδωλοποιική — εἰδωλοποιικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδωλοποιικήν — εἰδωλοποιικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδωλοποιικώ — εἰδωλοποιικός of masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»