-
1 ειδωλοποιικος
-
2 ειδωλουργικος
См. также в других словарях:
ειδωλοποιικός — εἰδωλοποιικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που αναφέρεται στην κατασκευή εικόνων 2. αυτός που δημιουργεί είδωλα στα μάτια άλλων 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ εἰδωλοποιική η ειδωλοποιία … Dictionary of Greek
εἰδωλοποιικῆς — εἰδωλοποιικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλοποιική — εἰδωλοποιικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλοποιικήν — εἰδωλοποιικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλοποιικώ — εἰδωλοποιικός of masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)