-
1 δημηγορικη
ἡ (sc. τέχνη) искусство произносить публичные речи, ораторское мастерство Plat. -
2 σοφια
эп.-ион. σοφίη ἥ1) мастерство, искусство (sc. τέκτονος Hom.)σ. δημηγορική Plat. — искусство убеждения;
οὐ σοφίᾳ, ἀλλὰ φύσει Plat. — не искусством, а в силу врожденного дара;ἥ σ. ἐν ταῖς τέχναις Arst. — мастерство в области искусств2) сметливость, изворотливость, ловкость(σοφίᾳ, μέ βίᾳ τῶν κρεισσόνων Eur.)
σοφίῃ χρᾶσθαι Her. — пускать в ход хитрость3) разумность, рассудительность, житейская мудрость, практический ум Her.ἡ περὴ τὸν βίον σ. Plat. — житейский ум
4) ученость, просвещенность, знание(ἥ σ. καὴ ἀμαθία τινός Plat.)
5) наукаἔστι δὲ σ. τις ἥ φυσική Arst. — естествознание есть некая наука;
ἥ σοφία περὴ ἀρχάς Arst. — наука о первоначалах, т.е. философия6) (высшая) мудрость, философское знание, т.е. философия(ἥ σ. περί τινας αἰτίας καὴ ἀρχάς ἐστιν ἐπιστήμη Arst.)
См. также в других словарях:
δημηγορικῇ — δημηγορικός suited to public speaking fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημηγορική — δημηγορικός suited to public speaking fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημηγορικός — ή, ό (Α δημηγορικός, ή, όν) [δημηγόρος] ο κατάλληλος για δημηγορία (Πλάτ., Πολιτ.) αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. η δημηγορική η τέχνη τού να αγορεύει κανείς δημόσια 2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δημηγορικά η δημηγορία, η αγόρευση μπροστά στον λαό … Dictionary of Greek
πραγματεία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. πρηγματίη, και ποιητ. τ. πραγματίη, Α [πραγματεύομαι] νεοελλ. επιστημονική μελέτη, σύγγραμμα, διατριβή νεοελλ. μσν. πραμάτεια αρχ. 1. επιμελής ενασχόληση με μια εργασία μέχρι την περάτωσή της 2. επίπονη, κοπιαστική εργασία 3.… … Dictionary of Greek