-
1 διακονικη
См. также в других словарях:
διακονική — διᾱκονική , διακονικός serviceable fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 διακονικη
διακονική — διᾱκονική , διακονικός serviceable fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)