-
41 σύμ-βουλος
σύμ-βουλος, ὁ, Berather, der einen Rath giebt, Rathgeber, σύμβουλοι λόγου τοῠδέ μοι γένεσϑε, Aesch. Pers. 166, vgl. 171; γένεσϑε τῶνδε σύμβουλοι πέρι, Ch. 84; Eum. 682; οὔτε σύμβουλον δέχει, Soph. Phil. 1305; Eur. Hel. 1025 u. öfter; Ar. Ach. 626; u. in Prosa: Thuc. 3, 42. 5, 63; Plat. Soph. 217 d; περί τινος, Prot. 319 b, u. öfter, wie Folgde, Dem. 1, 16; ἡ σ., Rathgeberinn, Xen. Hell. 3, 1, 13; σύμβουλος γέγονε τοῦ πολέμου, er rieth zum Kriege, Pol. 35, 4, 8. – Bei Plut. adv. stoic. 10 Senator.
-
42 ταλαι-πωρέω
ταλαι-πωρέω, 1) starke Arbeiten, körperliche Anstrengungen, Strapazen od. Drangsale aushalten, Unglück, Elend, Kummer erleiden; Eur. Or. 671; Ar. Lys. 1220; Thuc. 5, 74; λυποῦνται καὶ συνεχῶς ταλαιπωροῦσι, Dem. 2, 16. – 2) trans. ermüden, plagen, πάντα τρόπον τεταλαιπωρήκει ἡμᾶς, Isocr. 8, 19; dah. pass., ἵνα μὴ ταλαιπωροῖτο μηδ' ἄχϑος φέροι, Ar. Ran. 24, u. öfter; ἦσαν τεταλαιπωρημένοι ὑπὸ τῆς νόσου, Thuc. 3, 3, u. öfter; Plat. Phaed. 95 d u. Folgde; ταλαιπωρεῖσϑαι τῷ μήκει τοῦ πολέμου, Dem. 18, 19; ταλαιπωρηϑείς, in der ersten Bdtg des act., Isocr. 3, 64; τεταλαιπώρηνται διὰ τὸν πόλεμον, 5, 37; σῶμα ταλαιπωρούμενον, ermüdeter, erschöpfter Leib, Plut. Brut. 37.
-
43 ΚΑΙνός
ΚΑΙνός, ή, όν, neu, was noch nicht dagewesen ist, ungewöhnlich, fremd, unerwartet; φέρω καινοὺς λόγους Aesch. Ch. 648; ὅπως καινά τε κλύῃς νέα τ' ἄχη Pers. 654; τί δ' ἔστιν καινόν; Soph. O. C. 726; φανεῖν ϑεοῖς ϑυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι Tr. 610; Eur. Ion 641; καινὰ προςφέρων σοφά Med. 298; πάλιν καινὴν ἐμποιοῦσα ἀντὶ τῆς ἀπιούσης μνήμην Plat. Conv. 208 a, der auch καινὰ ταῦτα καὶ ἄτοπα ὀνόματα vrbdt, unerhört, sonderbar, Rep. III, 405 d; τὸ καινὸν τοῦ πολέμου, das Ueberraschende, Thuc. 3, 30; dem παλαιός entgeggstzt, Isocr. 4, 8; vgl. Plat. Phaedr. 267 b καινὰ ἀρχαίως λέγειν; Xen. Cyr. 8, 8, 16 das Alte wird nicht aufgehoben, ἄλλα τε ἀεὶ καινὰ ἐπιμηχανῶνται; im Ggstz von εἰωϑώς 3, 1, 30; Plut. vrbdt es mit πρόσφατος, Lyc. 15; Pol. mit νέος, 5, 75, 4; καινὰ πράγματα, res novae, Plut. Cic. 14; τὸ καινότατον, parenthetisch, u. was das Wunderbarste ist, Luc. Nigr. 21; – ἐκ καινῆς, von Neuem, Thuc. 3, 92 u. Sp.; – οὐδὲν καινότερον εἰςέφερε τῶν ἄλλων, er führte eben so wenig etwas Neues ein wie ein Anderer, Xen. Mem. 1, 1, 3.
-
44 κατα-τρίβω
κατα-τρίβω, zerreiben, durch Reiben verderben, verbrauchen; ἀμφὶ πλευρῇσι δορὰς αἰγῶν κατέτριβον Theogn. 55; ἰμάτια, σώματα, Plat. Phaed. 87 b c; neben καταῤῥηγνύναι Xen. Cyr. 6, 2, 32; sein Vermögen durchbringen, 8, 4, 36; κατατριβήσοιτο ὑπὸ τοῦ πολέμου, er werde aufgerieben werden, Hell. 5, 4, 60; κατατέτριμμαι λοχαγῶν, ich habe mich aufgerieben, Hem. 3, 4, 1; neben ἀπόλλυσϑαι Ar. Pax 354; Thuc. 8, 46; Sp., κατατέτριπτο τοῖς ἀγῶσιν Plut. Fab. 23; übertr., οἶμαι γὰρ αὐτοὺς ἤδη κατατετρῖφϑαι διατεϑρυλημένους ὑπὸ σοῦ, sie sind durch die Reden todt gemacht, ermüdet, Xen. Mem. 1, 2, 37; – κατατρίβειν χρόνους, die Zeit hinbringen, Pol. 1, 25, 6; κατέτριψε τὴν ἡμέραν δημηγορῶν Dem. 57, 9; Arist. eth. 3, 10; – οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες, die sich immer auf der Rednerbühne umhergetrieben haben, Isocr. ep. 8, 7; übh. beschäftigen, Xen. Hem. 4, 5, 7.
-
45 κατ-εξ-αν-ίσταμαι
κατ-εξ-αν-ίσταμαι (s. ἵστημι), mit dem aor. II. act., sich wider Einen auflehnen, sich gegen Einen empören, Stand halten wogegen; παντὸς δεινοῦ D. Sic. 17, 21; τοῦ πολέμου Plut. Demetr. 22; ἁπάντων, von dem wilden Pferde Bucephalus, Alex. 6; a. Sp.; eine Behauptung bekämpfen, S. Emp. – Hesych. hat auch die act. Form κατεξανιστᾷ, Erkl. von καταπλήσσει.
-
46 καθ-ηδυ-παθέω
καθ-ηδυ-παθέω, verschwelgen, verprassen; Geld, Xen. An. 1, 3, 3; καὶ ἀναλίσκειν τὸν χρόνον Plut. Anton. 28; τοὺς τοῦ πολέμου καιρούς Luc. D. Mort. 12, 7.
-
47 δια-ποικίλλω
δια-ποικίλλω, ganz bunt machen, ausschmücken, sowohl eigtl., ἀργύρῳ ϑυρεούς Plut. Sertor. 14, als übertr., πᾶσι τοῖς εἴδεσι τὴν ποίησιν διαποικῖλαι Isocr. 9, 9; ἀπάταις τὰ πολλὰ τοῦ πολέμου Plut. Lyc. 7; übh. = mannigfach zusammensetzen, ἐκ τούτων διαπεποικιλμέναι εἰσί Plat. Legg. III, 693 d; vgl. XI, 863 a.
-
48 δια-τίθημι
δια-τίθημι (s. τίϑημι), 1) auseinander stellen, legen; τὸ μὲν ἐπὶ δεξιά, τὸ δὲ ἐπ' ἀριστερά. Her. 7, 39; dah. = gehörig vertheilen, anordnen; τὰ τοῦ πολέμου Thuc. 6, 15; ϑεοὶ διέϑεσαν τὰ ὄντα Xen, Mem. 2, 1, 27; bes. ἀγῶνας, πανήγυριν, Hell. 6, 4. 30. 7, 4, 29; Sp. – Von Schauspielern u. Rhapsoden, vortragen; τὰ ποιήματα Plat. Charm. 162 d; Legg. II, 658 d. Anders Plut. Lucull. 1, διατιϑέναι καὶ συντάττεσϑαι τὴν ἱστορίαν; u. geradezu = beschreiben, Strab. I, 9 u. öfter. – 2) in einen Zustand versetzen, c. adv.; ἀπόρως τινά, Lys. 13, 11; ὧδε ἀνηκέστως, Her. 3, 155; τὸ λουτρὸν ὡς διέϑηκέ με Ath. I, 18 c; οὕτως αὐτοὺς διέϑεμεν, ὥστε Isocr. 4, 117; ἀνόμως τὴν πόλιν ibd. 113; ἀπίστως τινά, mißtrauisch machen, Dem. Lept. 22; Xen. Hell. 5, 1, 4 u. A.; τὸ αὐτὸ τοῦτο, in denselben Zustand, Luc. Nigr. 38; also sowohl von äußeren Zuständen, Jemanden übel zurichten, als von Gemüthsstimmungen, Jemanden so stimmen. – So auch pass., δεινῶς διετέϑη Lys. 3, 27; εὐμενῶς διατεϑῆναι πρός τινα, mild gegen ihn gestimmt worden sein, Isocr. 4, 28; 43; οὕτω διετέϑην Plat. Euthyd. 303 b; Theaet. 151 c; τῷ τὸ σῶμα διατεϑειμένῳ κακῶς Men. Stob. flor. 93, 14; vgl. διάκειμαι. Auch Sp.; πῶς οἴει τὴν ψυχὴν διατεϑεῖσϑαι Luc. Nigr. 24; ἐρωτικῶς τῆς Χλόης διετέϑη, wurde in sie verliebt, Long. 1, 15; vgl. Plat. conv. 207 c. – Med., sein Eigenthum anordnen, darüber verfügen; – a) bes. durch ein Testament, διαϑήκας, Is. 1. 3. 20; τὰ ἑαυτοῦ 6, 5; Plat. Legg. XI, 922 e; μὴ διαϑέμενος, obne Testament, Is. 7, 19; Arist. Pol. 2, 9; oft bei Rednern, τὴν οὐσίαν τινί, vermachen, Is. – b) über etwas wie sein Eigenthum verfügen, τὴν ϑυγατέρα ἰπιτρέπω διαϑέσϑαι ὅπως ἂν σὺ βούλῃ Xen. Cyr. 5, 2, 7. – c) Waaren ausstellen, verlaufen, absetzen; φόρτον Her. 1, 1. 194; Dem. 2, 16, Schol. διαπιπράσκειν; vgl. Isocr. 4, 42; Xen. An. 7, 3, 10; Pol. 14, 7. – d) übh. = anordnen; τὴν ἀποδημίαν Andoc. 4, 30; λόγους, Reden halten, Pol. 3, 108, 2; D. Sic. 12, 17; δημηγορίαν Dion. Hal. 1 1, 7; ἔπαινόν τινος 3, 17, u. ä. Sp.; διαϑήκην, τινί, einen Vertrag schließen, Ar. Av. 439; τὴν σχολήν, seine Muße anwenden, εἰς καλόν, Luc. merc. cond. 25, wie τὴν ὥραν καλόν Xen. Mem. 1, 6, 13; τὴν διατριβήν Philops. 29, u. a. Sp.; – ἔριν, Streit beilegen, Xen. Mem. 2, 6, 23.
-
49 λώφησις
λώφησις, ἡ, das Erholen, Nachlassen, τοῦ πολέμου Thuc. 4, 81, u. Sp., wie D. Hal.
-
50 οἰκο-νομικός
οἰκο-νομικός, ή, όν, die Verwaltung des Hauses betreffend, sie verstehend; Plat. Alc. I, 133 e; Xen. Cyr. 2, 2, 14; neben πολιτικός, Mem. 4, 2, 11; vgl. 39; ἡ οἰκονομική, sc. τέχνη, die Kunst des Haushaltens u. Wirthschaftens, Plat. Polit. 259 c; τὰ οἰκονομικά, die Verwaltung des Vermögens, Xen. Cyr. 8, 1, 14; übh. Verwaltung, Leitung, bes. bei Sp., τοῦ πολέμου, Pol. 1, 4, 3 u. öfter, Einrichtung, φύσεως, 6, 9, 10; – ὁ οἰκονομικός, Schrift vom Haushalten, Xen., Arist.
-
51 ὀφείλω
ὀφείλω, fut. ὀφειλήσω, aor. ὤφελον, ep. auch ὤφελλον (s. ὀφέλλω), schuldig sein, schul den; χρεῖ. ός τινι, Il. 11, 688; pass., χρεῖος ὀφείλεταί τινι, 11, 686; μέλος αὐτῷ ὀφείλων, Pind. Ol. 11, 3; pass., Λατοίδαισιν ὀφειλόμενον οὖρον ὕμνων, P. 4, 3; καὶ μὴν ὀφείλων γ' ἂν τίνοιμ' αὐτῷ χάριν, Aesch. Prom. 987; ὀφείλω τοῖς ϑεοῖς πολλὴν χάριν, Soph. Ant. 331, ich bin ihnen vielen Dank schuldig; pass., καὶ σοὶ τοῦτ' ὀφείλεται πα-ϑεῖν, El. 1164; οἷσιν οὐκ ἐλάσσονα βλάβην ὀφείλω, Eur. Andr. 360; πολλὴν χάριν ὀφείλω σοι τῆς γνωρίσεως, Plat. Polit.; τῷ Ἀσκληπιῷ ὀφείλομεν ἀλεκτρυόνα, wir schulden dem Asklepios einen Hahn, Phaed. 118 a; bes. δίκην, in einem Processe verurtheilt sein, wie ὀφλισκάνω, das gewöhnliche Präsens zu ὀφλεῖν, Legg. X, 909 a u. öfter. – Τὰ ὀφειλόμενα ἀποδιδόναι, das Schuldige, die Schuld abtragen, Rep. I, 331 e u. öfter; τοῖς στρατιώταις ὠφείλετο μισϑός, Xen. An. 1, 2, 11; auch ὀφείλω τὴν ὑπόσχεσιν, ich muß mein Versprechen halten, Cyr. 5, 2, 8; καί μοι εὐεργεσία ὀφείλεται, Thuc. 1, 137; auch ohne accus., verschuldet sein, Schulden haben, εἴ τις ὀφείλει τῷ δημοσίῳ, Ar. Lys. 581; ὀφειλήσειν ἐπὶ πέντ' ὀβολοῖς, Dem. 30, 7; Sp., οἱ ὀφείλοντες, die Schuldner, Arist. eth. 9, 7; Plut. – Uebh. schuldig sein, verpflichtet sein, sollen, gew. c. inf., ὀφείλεις με χρηστοῖσι ἀμείβεσϑαι, Her. 1, 41. 42. 111. 7, 50, 1. 152; ὀφείλει δρέπεσϑαι ἄωτον, Pind. N. 2, 6; τοὐφειλόμενον πράσσουσα Δίκη, Aesch. Ch. 308; μηδὲ τόνδ' ὀφείλομεν κτείνειν, Eur. Hec. 395; γενναῖα ὑμᾶς ἀντιδρᾶν ὀφείλομεν, Suppl. 1178; pass., πᾶσιν ἡμῖν κατϑανεῖν ὀφείλεται, Alc. 421; τοῖς φίλοις οἴεται ὀφείλειν τοὺς φίλους ἀγαϑόν τι δρᾶν, Plat. Rep. I, 332 a; τύπῳ καὶ οὐκ ἀκριβῶς ὀφείλει λέγεσϑαι, Arist. eth. 2, 2; Sp., τὸ αὐτὸ ὀφείλει πάσχειν οὗτος Pol. 6, 37, 5, ὤφειλε ποιεῖν τὰ τοῠ πολέμου 9, 36, 4. – Besonders wird so der aor. gebraucht, ὤφελον, ich hätte sollen, c. inf., ἀλλ' ὤφελεν ἀϑανάτοισιν εὔχεσϑαι, Il. 23, 546, er hätte beten sollen; τὴν ὄφελ' ἐν νήεσσι κατακτάμεν Ἄρτεμις ἰῷ, 19, 59; die hätte Diana tödten sollen, wodurch immer ausgedrückt wird, daß dies nicht geschehen ist; ἔμπας τις αὐτὴν ἄλλος ὤφελεν λαχεῖν, Aesch. Prom. 48; λώβαν, ἣν μήποτ' ἐγὼ προςιδεῖν ὁ τάλας ὤφελον, Soph. Trach. 994; Folgde; besonders zum Ausdruck eines Wunsches, bei dem man zugleich ausdrückt, daß er nicht in Erfüllung gegangen ist oder nicht in Erfüllung gehen könne, αἴϑ' ὄφελες παρὰ νηυσὶν ἀδάκρυτος καὶ ἀπήμων ἧσϑαι, säßest du doch, d. i. du solltest sitzen, Il. 1, 415, vgl. 3, 40. 14, 84. 18, 86; αἴϑ' ὤφελλε, Od. 18, 401; αἴϑ' ὠφέλετε, Il. 24, 254; αἴϑ' ὄφελον, Od. 13, 204; und mit ὡς, ὡς ὄφελες oder ὤφελες, 2, 184; ὡς ὄφελεν oder ὤφελεν, Il. 3, 173. 4, 315. 6, 345. 7, 390. 21, 279; ὡς δή, Od. 1, 217. 5, 308. 11, 548; μὴ ὄφελες, wenn du doch nicht hättest, Il. 9, 698. 17, 686. 18, 19 Od. 8, 312; Hes. O. 176; – εἴϑ' ὤφελεν, Ζεῦ, κἀμὲ ϑανάτου κατὰ μοῖρα καλύψαι, hätte mich doch das Todesgeschick umhüllt, Aesch. Pers. 879; εἴϑ' ὤφελες τοιάδε τἡν γνώμην εἶναι, Soph. El. 1010, wärest du doch so, du hättest so sein sollen, aber du bist nicht so; ὄφελε πρότερον αἰϑέρα δῠναι ἀνήρ, Ai. 1171; ὡς ὤφελες διαῤῥαγῆναι, Ar. Ran. 955; εἴϑ' ὤφελ' ἡ προμνήστρι' ἀπολέσϑαι κακῶς, Nubb. 41; μήποτ' ὤφελον λιπεῖν τὴν Σκῦρον, Soph. Phil. 969; u. in Prosa, εἰ γὰρ ὤφελον οἷοί τε εἶναι οἱ πολλοὶ τὰ μέγιστα κακὰ ἐξεργάζεσϑαι, Plat. Crit. 44 d; Rep. IV, 432 c; Folgde. – Spätere brauchen ὤφελον und ὤφελεν als eine Conjunction, unabhängig von der folgenden Person, ὤφελόν τις μετὰ ταύτης ἐκοιμήϑη, Arr. Diss. 2, 18; ὤφελε μηδ' ἐγένοντο ϑοαὶ νέες, Callim. ep. 18.
-
52 ὀξύτης
ὀξύτης, ητος, ἡ, die Schärfe, Spitze; γωνιῶν, Plat. Tim. 61 e; vom Tone, die Höhe, Ggstz von βαρύτης, Phil. 17 c Theaet. 163 b; die Schnelligkeit, καὶ τάχος, Charm. 160 b; ἡ δ' ἀγχίνοια οὐχὶ ὀξύτης τίς ἐστι τῆς ψυχῆς, ἀλλ' οὐχὶ ἡσυχία, ibd. a, schnelle Beweglichkeit; ὁ ὄχλος ὀξύτητι καὶ πικρίᾳ διαφέρων, Pol. 6, 44, 9; ψυχῆς, Scharfsinn, D. L. 8, 13; – ἐὰν παρῶσι τὴν ὀξύτητα τῶν καιρῶν, D. Sic. 15, 43, der schnell vorübergehende günstige Augenblick, vgl. ταῖς ὀξύτησι καὶ τοῖς τοῠ πολέμου καιροῖς ἀκολουϑεῖν, Dem. 94, 95.
-
53 ἀκεστός
ἀκεστός, heilbar, leicht zu heilen, in eigentl. Bdtg Hippocr.; – Hom. einmal, Iliad. 13. 115 ἀκεσταί τοι φρένες ἐσϑλῶν, s. unter ἀκέομαι; – πρᾶγμα. wieder gut zu machen, Antiph. 5. 91; Plut. ἀκεστὰ τῆς εἰρήνης u. ἀνήκεστα τοῦ πολέμου Agesil. 28.
-
54 ἀνα-καθαίρω
ἀνα-καθαίρω, wieder reinigen, aufräumen, Pol. 10, 30, 8, gew. med., Αὐγίου βουστασίαν Luc. Alex. 1; ἀνακαϑηράμενοι καὶ ἐξελάσαντες πᾶν τὸ βάρβαρον Plat. Menex. 241 d; τὰ περιόντα τοῠ πολέμου Plut. Ant. 9; λόγον, eine Rede halten, um etwas ins Reine zu bringen; Plat. Legg. 1, 642 a, od. säubern, feilen; von der Luft, sich aufklären, Plut. Timol. 27; bei den Aerzten: nach oben, d. h. durch Erbrechen reinigen.
-
55 ὁδός [2]
ὁδός, ἡ, ep. auch οὐδός, Od. 17, 196, auch Her. 2, 7, der sonst nur ὁδός hat; der Weg; – 1) der Pfad, die Straße; ἐγγὺς ὁδοῖο, Il. 10, 274; ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ, 23, 330; ἱππηλασίη, 7, 340; ὁδῷ ἔπι οἰκία ναίων, an der Straße wohnend, 6, 15; ὥστε μέλισσαι οἰκία ποιήσωνται ὁδῷ ἐπὶ παιπαλοέσσῃ, 12, 168; λαοφόρος, die große Heerstraße, 15, 682; auch die Bahn des Seefahrers, 6, 292; πρὸ ὁδοῦ ἐγένοντο, sie gingen fürder des Weges, vorwärts, 4, 382 (vgl. ὅταν πρὸ ὁδοῦ γένωνται Ael. H. A. 11, 38; auch übtr., ὃ πρὸ ὁδοῦ σοι γένοιτ' ἂν ἐς τὰ μαϑήματα, förderlich, Luc. Hermot. 1); ὁδὸν ἁγεμονεῠσαι, Pind. Ol. 6, 25; ἁμαξιτός, N. 6, 56; übertr., ἐν εὐϑείαις ὁδοῖς στείχειν, 1, 25; σχιστὴ δ' ὁδός, Soph. O. R. 733; σύ μ' ἐξ ὁδοῦ πόδα κρύψον κατ' ἄλσος, O. C. 113; ὁδοῦ ἀτραπός, Ar. Nubb. 76; u. in Prosa, ἰόντες τὴν ἱρὴν ὁδόν, Her. 6, 34, ἡ ὁδὸς ἡ εἰς ἄστυ, Plat. Conv. 173 b; auch leicht zu ergänzen, ἐπορευόμην τὴν ἔξω τείχους, Lys. 203 a; ὁδῷ βαδίζειν, Dem. 25, 10 u. sonst. Auch ποταμοῦ, das Flußbett, Xen. Cyr. 7, 5, 16. – 2) die Handlung des Gehens, Gang, Reise; οὔ τοι ἔπειϑ' ἁλίη ὁδὸς ἔσσεται, Od. 2, 273; σοὶ δ' ὁδὸς οὐκέτι δηρὸν ἀπέσσεται, die Abreise, 2, 285. 8, 150; λιλαιόμενόν περ ὁδοῖο, 1, 315; ὄφρα πρήσσωμεν ὁδοῖο, 2, 404, daß wir die Reise vollenden; τελεῖν ὁδόν, 2, 256; ἦνον, 3, 496; ὁδὸν ἐλϑεῖν, einen Kriegszug machen, Il. 1, 151; ἀπ' Ἄργεος ἦλϑον δευτέραν ὁδόν, Pind. P. 8, 44; μή τι πημανϑῇς όδῷ, Aesch. Prom. 334; κατερητύσων ὁδόν, ἣν στέλλει, Soph. Phil. 1402; ἡ δ' ὁδὸς βραδύνεται, El. 1493; auch οἰωνῶν, vom Vogelfluge, O. C. 1316; τὰν νεάταν ὁδὸν στείχουσαν, d. i. den Todesweg, Ant. 801, wie βέβηκε τὴν πανυστάτην ὁδόν Trach. 872; vgl. Eur. Alc. 613; ἐκ μακρᾶς ἀναπεπαυμένος ὁδοῠ, Plat. Critia. 106 a; κατὰ τὴν ὁδόν, unterwegs, Prot. 314 c. – 3) übertr., Mitteln. Weg, Etwas auszurichten, Artu. Weise; πολλαὶ ὁδοὶ εὐπραγίας, Pind. Ol. 8, 13; νόῳ ἔχει ἀλαϑείας ὁδόν, P. 3, 103; ὕβριος ἐχϑρὰν ὁδὸν εὐϑυπορεῖ, Ol. 7, 91; γλώσσης ἀγαϑῆς ὁδὸν εὑρίσκει, Aesch. Eum. 944; πολλὰς ὁδοὺς ἐλϑόντα φροντίδος πλάνοις, Soph. O. R. 67; εἴ τιν' ἄλλην μαντικῆς ἔχεις ὁδόν, 311; σῶν ὁδὸν βουλευμάτων, Eur. Hec. 744; γνώμης, Hipp. 290; λογίων, Ar. Equ. 1010; u. in Prosa, ἔλεξαν περὶ τούτου τριφασίας ὁδούς Her. 2, 20, ἐπιστάμεϑα, οἵᾳ ὁδῷ οἱ Ἀϑηναῖοι χωροὖσιν ἐπὶ τοὺς πέλας Thuc. 1, 69, ἄδικον ὁδὸν ἰέναι 3, 64, ὑπάρχουσι καὶ ἄλλαι ὁδοὶ τοῦ πολέμου 1, 122, τὴν νῦν τετμημένην ὁδὸν τῆς νομοϑεσίας Plat. Legg. VII, 810 e; bes. ὁδῷ, καϑ' ὁδὸν λέγειν, nach einem bestimmten Verfahren, methodisch, Phaedr. 263 b Rep. VII, 533 b; τίνα δὴ ὁδὸν ἰών; welchen Weg einschlagend? auf welche Weise? Xen. Cyr. 1, 6, 16, vgl. 24.
-
56 ἐπι-καλέω
ἐπι-καλέω (s. καλέω), 1) herbeirufen; in tmesi, Hom. γέροντας ἐπὶ πλέονας καλέσαντες, Od. 7, 189, wie Ar. Lys. 1280 ἐπὶ δὲ κάλεσον Ἄρτεμιν; so ϑεόν, anrufen, Her. 2, 39; τινί, für Jem., 1, 199 u. Sp. Häufiger so im med., Λακεδαιμονίους ἐπεκαλοῦντο καὶ ἐπαμύνειν ἐκέλευον Thuc. 1, 101, öfter, wie Her., z. B. ἐπεκαλέοντο αὐτοὺς ἐπὶ γῆς ἀναδασμῷ 4, 159; βασιλέα ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα 7, 6; ἐπικαλεόμενοί σφιν βοηϑέειν 5, 80, τινὰς συμμάχους, zu Bundesgenossen, 8, 64, wie τὸν Παιᾶνα μάρτυρα, zum Zeugen anrufen, Plat. Legg. II, 664 c; öfter ϑεοὺς ἐπικαλεῖσϑαι, die Götter anrufen, Tim. 27 c; ϑεοὺς ἐπεκαλεῖτο καϑορᾶν τὰ γιγνόμενα Xen. Hell. 2, 3, 23. – Auch = vorladen, von den Ephoren, Her. 5, 39. – An Jemand appelliren, sich auf ihn berufen, τοὺς δημάρχους Plut. Marcell. 2, τὸν δῆμον ἀπὸ τῶν δικαστῶν Tib. Gr. 16. – 2) zurufen, bes. benennen, mit einem Beinamen versehen, ἐπεκλήϑησαν Κεκροπίδαι Her. 8, 44; Σαϊτικὸς ἐπικαλούμενος νομός Plat. Tim. 21 b; ὄνομα ὕμνοι ἐπεκαλοῦντο Legg. III, 700 b; Xen. u. A. – Dah. τί τινι, Einem Etwas vorwerfen, Ar. Pax 663; οὐκ ἐπικαλῶ ἑκόντα ἀποκτεῖναι Antiph. 3 α 1; im pass., ibd. β 5; ἐπικαλέσαντες τοῦ πολέμου σφίσιν αἰτίους εἶναι Thuc. 2, 27; τὴν ἀπόστασιν ὅτι ἐποιήσαντο 3, 36; ὅσα ἂν ἕτερος ἑτέρῳ ἐπικαλῇ Plat. Legg. VI, 761 e; öfter bei den Rednern; – τὰ ἐπικαλούμενα, die Vorwürfe, Isocr. 11, 44; τὰ ἐπικαλεύμενα χρήματα, die Schätze, wegen deren Einer angeklagt wird, Her. 2, 118.
-
57 ἐφ-όδιος
ἐφ-όδιος, ion. ἐπόδιος, auf den Weg, zur Reise nöthig, τὸ ἐφόδιον, Reisevorrath, Reisegeld, bes. im plur., ἐπόδιά σφι δοῠναι Her. 4, 203, wie Lys. 12, 11 u. Plat. Ep. VII, 350 b; ἐφόδι' οὐκ ἔχω Ar. Ach. 53; καὶ ἀργύριόν τι ῥητὸν ἔχοντες ἐφόδιον Thuc. 2, 70; ἐφοδίων ἀπορεῖν Lys. 16, 14; ἐφόδια τοῖς ἵπποις Andoc. 4, 30; τὰ τῆς φυγῆς ἐφόδια Aesch. 1, 172; Unterhaltungskosten eines Heeres im Kriege, δι' ἀπορίαν ἐφοδίων τοῖς στρατευομένοις Dem. 3, 20; vgl. Thuc. 6, 31; τὰ ἐφόδια τοῦ πολέμου Arist. rhet. 3, 10; übh. Beförderungs-, Hülfsmittel wozu, τὴν Ἰλιάδα τῆς πολεμικῆς ἀρετῆς ἐφόδιον ὀνομάζει Plut. Alex. 8; εἰς ἀνδρείαν Hdn. 2, 10, 11; Luc. u. a. Sp.
-
58 ἐκ-δοχή
ἐκ-δοχή, ἡ, 1) die Aufnahme, Sp. – 2) die Nachfolge, Ablösung; ἤγειρεν ἄλλην ἐκδοχὴν πομποῦ πυρός Aesch. Ag. 290, er zündete ein Feuersignal an, das die früheren fortsetzte, vgl. Eur. Hipp. 866: τὴν ἐκδοχὴν ἐποιήσατο τοῠ πολέμου, er setzte den Krieg fort, Aesch. 2, 30. – 3) Auslegung, Deutung; ποιεῖσϑαι Pol. 3, 29, 4; ἐξ ὧν ἦν λαμβάνειν ἐκδοχήν, ὅτι, woraus man schließen konnte, daß, 23, 7, 6, vgl. 12, 18, 7.
-
59 ἐξ-αίρετος
ἐξ-αίρετος, 1) ausgenommen; ἐξαίρετόν τινα ποιεῖσϑαι, Einen ausnehmen, Thuc. 3, 68; Plat. Ep. II, 310 e; τούτῳ μόνῳ Ἀϑηναίων ἐξαίρετόν ἐστιν καὶ ποιεῖν καὶ λέγειν ὅ τι ἂν βούληται, er darf ausnahmsweise allein thun, was er will, Lys. 10, 3; Dem. 40, 14 u. Sp.; χρόνον μηδένα ἐξαίρετον ποιεῖσϑαι τοῦ πολέμου, den Krieg zu keiner Zeit aussetzen, D. Hal. 6, 50. Bes. – 2) ausgewählt, auserlesen, mit der Nebenbdtg des Vorzüglichen; κοῠροι Ἰϑάκης ἐξαίρετοι Od. 4, 643, γυναῖκες, auserwählte, Il. 2, 227; πολλῶν χρημάτων ἐξαίρετον ἄνϑος Aesch. Ag. 928, δώρημα Eum. 380; oft bei Pind. u. Folgdn; τιμαί Isocr. 4, 94; πρώτοις ἐξαίρετα τεμένη ἀποδοτέον Plat. Legg. V, 738 d. – Für einen bestimmten Zweck ausgewählt u. bestimmt, χίλια τάλαντα εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀνηνέγκαμεν καὶ νόμῳ κατεκλείσαμεν ἐξαίρετα εἶναι τῷ δήμῳ – καὶ τριήρεις ἑκατὸν ἐξαιρέτους ἐψηφισάμεϑα εἶναι Andoc. 3, 7, sie sollten von dem gewöhnlichen Dienst ausgenommen und für besondere Staatszwecke aufbewahrt bleiben; vgl. Thuc. 2, 24; – στρατηγία ἐξ., praetura extraordinaria, Plut. Cat. mai. 39; – ἐξαιρέτως, vorzugsweise, Luc. u. a. Sp. – Man unterscheidet ἐξαιρετός, herausnehmbar, Her. 2, 121.
-
60 ὑπο-μονή
ὑπο-μονή, ἡ, das Zurückbleiben, Zuhausebleiben; – das Ausharren, Ertragen, die Geduld, Standhaftigkeit, λύπης Plat. def. 412 b; τοῦ πολέμου Pol. 4, 51, 1; ἡ τῆς μαχαίρας ὑπομονὴ τῶν πληγῶν, das Halten des Schwertes gegen Hiebe, 15, 15, 8; – das über sich Ergehenlassen, bes. das sich Hingeben zu schlechten Handlungen, Theophr. char. 6.
См. также в других словарях:
Του Φου — Κινέζος ποιητής της δυναστείας Τ’ανγκ (Τούλινγκ, Σενσί 712 – Λέιγιανγκ, Χουνάν 700). Σύγχρονος του Λι Πο, διεκδικεί από αυτόν την πρώτη θέση στην ιστορία της κινεζικής ποίησης. Εμπνεόμενος από τον κομφουκιανισμό, έγραψε ποιήματα με βαθύ στοχασμό… … Dictionary of Greek
Τὰ νεῦρα του πολέμου. — См. Кто силен да богат, тому хорошо воевать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Κιουτσούκ Καϊναρτζή, συνθήκη του- — Συνθήκη ειρήνης την οποία υπέγραψαν η Ρωσία και η Τουρκία στις 21 Ιουλίου 1774 στο ομώνυμο βουλγαρικό χωριό, θέτοντας τέλος στους ρωσοτουρκικούς πολέμους της περιόδου 1768 74. Θεωρείται σταθμός στην ιστορία της ευρωπαϊκής διπλωματίας και αφετηρία … Dictionary of Greek
Μίντγουεϊ, ναυμαχία του- — Αεροναυτική σύγκρουση (4 6 Ιουνίου 1942) μεταξύ των ιαπωνικών και αμερικανικών δυνάμεων, μία από τις σημαντικότερες του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Οι Ιάπωνες ήθελαν να καταλάβουν τα νησιά Μίντγουεϊ για να τα χρησιμοποιήσουν ως βάση από όπου θα… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό του Λαογραφικού Πελοποννησιακού Ιδρύματος — Το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα δημιουργήθηκε το 1974 από την ενδυματολόγο σκηνογράφο Ιωάννα Παπαντωνίου, με σκοπό τη μελέτη και την προβολή του πολιτισμού της νεότερης Ελλάδας. Η πολύπλευρη πολιτιστική προσφορά του ιδρύματος επιβραβεύτηκε το … Dictionary of Greek
Η Διώρυγα του Σ — Τεχνητός υδάτινος δρόμος με διαδρομή 161 χλμ. μέσα από τον ομώνυμο ισθμό, συνδέει τη Μεσόγειο (Ατλαντικός ωκεανός) με την Ερυθρά θάλασσα (Ινδικός ωκεανός). Σχέδια για τη σύνδεση των δύο θαλασσών χρονολογούνται από τη δεύτερη π.Χ. χιλιετία και… … Dictionary of Greek
Λουβουά, Φρανσουά Μισέλ Λε Τελιέ, μαρκήσιος του- — (Francois Michel Le Tellier, marquis de Louvois, 1641 – 1691). Γάλλος πολιτικός. Γιος του Μισέλ Λε Τελιέ, τον οποίο διαδέχτηκε στο αξίωμα του υπουργού των Στρατιωτικών, υπήρξε ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Λουδοβίκου ΙΔ’. Ο Λ.… … Dictionary of Greek
Μονμορανσί-Μπουτβίλ, Φρανσουά Ανρί ντε-, δούκας του Λουξεμβούργου — (Francois Henri de Montmorency – Bouteville Παρίσι 1628 – Βερσαλίες 1695). Γάλλος στρατιωτικός. Ξεκίνησε τη στρατιωτική του καριέρα ως υπασπιστής του πρίγκιπα του Κοντέ, κερδίζοντας τον βαθμό του υποστράτηγου στη μάχη του Λαν (1648). Στη συνέχεια … Dictionary of Greek
Μέτερνιχ-Βίνεμπουργκ, Κλέμενς Λόταρ Βέντσελ πρίγκιπας του- — (Klemens Lothar Wenzel Nepomuk Metternich Winneburg, Κόμπλεντς 1773 – Βιέννη 1859). Αυστριακός πολιτικός και διπλωμάτης. Αποφοίτησε από τα πανεπιστήμια του Στρασβούργου και της Μαγεντίας, ενώ μυήθηκε στον χώρο της διπλωματίας, ακολουθώντας τον… … Dictionary of Greek
Κλάρεντον, κόμης του- — (Εarl of Clarendon). Τίτλος που αποδόθηκε στις οικογένειες Άγγλων ευγενών των Χάιντ και Βίλιερς στην Αγγλία. 1. Έντουαρντ Χάιντ (Edward Hyde, 1609 – 1674). Άγγλος πολιτικός και ιστορικός, Α’ κ. του Κ. Σπούδασε νομικά στην Οξφόρδη και διετέλεσε… … Dictionary of Greek
Κολινί, Γκασπάρ ντε-, κόμης του Σατιγιόν — (Gaspar de Coligny, compte de Chatillion, Σατιγιόν σιρ Λουί 1519 – Παρίσι 1572). Γάλλος ναύαρχος και πολιτικός. Ήταν αρχηγός των Ουγενότων (Γάλλοι προτεστάντες) κατά την πρώτη περίοδο των θρησκευτικών πολέμων. Εισήλθε στην Αυλή σε πολύ νεαρή… … Dictionary of Greek