Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τἀνδρί

См. также в других словарях:

  • τανδρί — τἀνδρός, Α (στους αττ. συγγραφείς) κράση αντί τῷ ἀνδρί, τοῡ ἀνδρός …   Dictionary of Greek

  • τἀνδρί — ἀνδρί , ἀνδρίς woman fem voc sg ἀνδρί , ἀνήρ nar masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμπτός — ή, ό (ΑM μεμπτός, ή, όν) [μέμφομαι] άξιος μομφής, αξιοκατάκριτος αρχ. 1. ευκαταφρόνητος («καίτοι οὐκ ἂν εἴη μεμπτὸς μισθὸς ὁ τοιοῡτος», Πλάτ.) 2. αυτός που επιρρίπτει κατηγορία εναντίον κάποιου («ὥστ εἴ τι τὠμῷ τἀνδρὶ τῇδε τῇ νόσῳ ληφθέντι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»