-
21 κερόδετος
κερό-δετος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερόδετος
-
22 κερουλκός
A drawing a plough by the horns, Hsch.2 [voice] Pass., of the bow itself, because tipped with horn,τόξα κ. E.Or. 268
.III κ. κάλως, = κεραιοῦχος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερουλκός
-
23 κλεινός
A famous, renowned,νῆσος Sol.19.3
; freq.epith.of cities, Pi.O.3.2, 6.6, Epich.185; esp.of Athens, Pi.Fr.76, A.Pers. 474, E.Ph. 1758 (troch.); of persons,κ. οἰκιστήρ Pi.P.1.31
; μνῆμα τόδε κλεινοῖο Μεγιστία Epigr. ap. Hdt.7.228;Διὸς κλεινὴ δάμαρ A.Pr. 834
;ὁ κ. Φιλοκτήτης S.Ph. 575
; ὁ πᾶσι κ. Οἰδίπους καλούμενος all- renowned, Id.OT8; also ironically,ὁ πᾶσι νυμφίος Id.El. 300
;τόξοισι κλεινός A.Pr. 872
; of things, -ότερον γάμον Pi.P.9.112
;τὰ κ. αἰνίγματα S.OT 1525
(troch.);κ.ὄνομα Ar.Av. 810
;κ. τόξα S.Ph. 654
: [comp] Sup., -ότατος στέφανος E.IA 1529
(anap.);σοφία -οτάτη Ar.Nu. 1024
: neut. pl. as Adv.,στρατηλατήσας κλεινά E.HF 61
: rare in Prose, Pl.Lg. 721c, Sph. 243a; καὶ τοῦτο κλεινὸν αὐτοῦ is well-known of him, Luc.Peregr.18.II in Crete, = τὰ παιδικά, like [dialect] Att. καλός, Ephor.149 J., Ath.11.782c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλεινός
-
24 κρανέϊνος
A made of the wood ofκράνεια, τόξα Hdt.7.92
;παλτόν X.HG3.4.14
, cf. Cyr.7.1.2;ξυστά Arr. An.1.15.5
, etc.—Freq. written κρανάϊνος (q.v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρανέϊνος
-
25 κράνινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κράνινος
-
26 κραταιός
A strong, mighty,μοῖρα κραταιή Il.16.334
, etc.; of men, Od.15.242, 18.382, Pi.N.4.25, B.17.18; of a lion,κραταιοῦ θηρὸς ὑφ' ὁρμῆς Il.11.119
;ἔγχος Pi.P.6.34
; κ. ἔπος word of power, ib.2.81;σθένος κ. A.Pr. 428
(lyr.);κ. μετὰ χερσίν S.Ph. 1110
(lyr.);κραταιᾶς χειρός E. HF 964
;κραταιῷ.. βραχίονι Trag.Adesp.416
;ἔχει χεῖρα κραταιάν Cratin.Jun.8.4
(hex.);χεῖρα κραταιοτέρην AP11.324
(Autom.); fierce, κ. καύματος ὥρᾳ Poet. ap. Callistr. ap.Ath.3.125c: freq. in later Prose, κ. λίθος hard stone, Ph.Bel.80.22, Supp.Epigr.2.829 (Damascus, iii A. D.); ἐν χειρὶ κ. with a mighty hand, LXX Ex.13.3, al.;κ. ἀγών Plb.2.69.8
;τόξα κ. Plu.Crass.24
;ἐπὶ τὸ κ. Luc.Anach.28
: [comp] Comp., Ph.1.14: [comp] Sup., Id.2.383; esp. in magical and mystical writings,ἐν φωτὶ κ. καὶ ἀφθάρτῳ PMag.Lond. 121.563
; θεοὶ κ. ib.422; οἱ κ. the Mighty Ones, lamb.Myst.8.4, Dam. Pr. 351: Astrol., κ. ἡγεμόνες, divinities presiding over certain periods of the month, Porph. ap. Eus.PE3.4; ἀστέρες, ζῴδιον, Cat.Cod.Astr. 8(4).227; also ὁ κ. [μηνὸς Φαρμοῦθι] POxy. 465 i 12 (ii A. D.): c. gen., ruling over, PMag. Leid.V.7.8
; ὁ μέγιστος κ. θεὸς Σοκνοπαῖος Wilcken Chr.122.1 (i A. D.). Adv. -ῶς LXX Jd.8.1, Ph.1.276, Pap.in Arch.f.Religionswiss.18.259 (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταιός
-
27 κυκλόω
Aκεκύκλωκα Plb.3.116.10
:— [voice] Med., [tense] fut. - ώσομαι X.Cyr.6.3.20: [tense] aor.ἐκυκλωσάμην Hdt.9.18
, Th.5.72:—[voice] Pass., [tense] fut. κυκλωθήσομαι (v.l. - ώσομαι) D.H.3.24: [tense] pf.κεκύκλωμαι Th.4.32
(in med. sense (ἐγ-) Ar.V. 395): [tense] aor.ἐκυκλώθην X. Cyr.6.3.20
: ([etym.] κύκλος):—encircle, surround,Ὠκεανὸς.. κυκλοῖ χθόνα E. Or. 1379
(lyr.);πόλιν.. κυκλώσας Ἄρει φονίῳ Id.IA 775
(lyr.); ὅταν κυκλώσωσι [τοὺς ἰχθῦς] Arist.HA 533b27:—more freq. in [voice] Med.,κυκλώσασθαί τινας Hdt.3.157
, 9.18, Plb.1.17.13;κ. αὐτοὺς ἐς μέσον Hdt.8.10
, cf. A.Th. 121 (lyr.), Call.Hec.1.1.14, etc.: such forms as κυκλοῦνται, ἐκυκλοῦντο, etc., may belong to κυκλόω or to κυκλέω, Th.4.127, 7.81, etc.: abs., κυκλούμενοι by an enveloping movement, Hdt.8.76:—[voice] Pass., to be surrounded, A.Th. 247, Th.7.81:—joined with [voice] Med., εἰ οἱ κυκλούμενοι κυκλωθεῖεν X.l.c.II move in a circle, whirl round, Pi.O.10(11).72; ;κ. ἀεὶ τὸ σῶμα Hermipp.4
;οἱ κυκλοῦντες [τὴν θάλασσαν] ἄνεμοι Plb.11.29.10
; in PSI9.1092.53, cf. Archil.92b Diehl: metaph., πολλοὺς λογισμοὺς ἡ πονηρία κυκλοῖ revolves, agitates, Men.378:—[voice] Med., hurl,βέλη Him.Or.7.17
:—[voice] Pass. (or [voice] Med.), go in a circle, X.An.6.4.20; dance or whirl round, Call.Dian. 267, Arat.811: metaph.,δίναις κυκλούμενον κέαρ A.Ag. 997
(lyr.).III form into a circle,κ. τόξα AP12.82
(Mel.), cf. Him.Or.17.5; incorrectly,κ. τόξοιο νευρήν Babr. 68.5
:—[voice] Pass., form a circle, of a bow, E.Ba. 1066; also [τάφρος] περὶ τὸ πεδίον κυκλωθεῖσα being drawn in a circle, Pl.Criti. 118d.IV abs.,κυκλώσατε ἐπὶ τὸν βασιλέα κύκλῳ LXX 4 Ki.11.8
; ἐκύκλωσα ἐγὼ καὶ ἡ καρδία μου τοῦ γνῶναι ib.Ec.7.26(25).V = λακκίζειν, ἀμπέλους Philostr.Her.2.8. -
28 λούω
Aλόεον Od.4.252
: [tense] aor. inf.λοέσσαι 19.320
; part.λοέσσας Il.23.282
: [tense] fut. [voice] Med.λοέσσομαι Od.6.221
: [ per.] 3sg. [tense] aor. λοέσσατο ib. 227;λοεσσάμενος Il.10.577
, Schwyzer 633 (Eresus, ii/i B. C.): also [dialect] Ep. [tense] impf. .—Later forms,λούει Hdt.6.52
; inf.λούειν Hp.Morb.2.20
, Pl.Phd. 115a: [tense] fut.λούσω Call.Del.95
; [dialect] Dor.λουσῶ Theoc.5.146
: [tense] aor.ἔλουσα Anacr.47
, S.Ant. 901, Ar.Lys.19 ([dialect] Ep.λοῦσα Il.16.679
, etc.):—[voice] Med.λούονται Hdt.4.75
; inf.λούεσθαι Il.6.508
, Hp.Epid.5.70; part.λουόμενοι Hdt.3.23
: [tense] fut. , Pl.Phd. 116a: [tense] aor. ἐλουσάμην ibid.; [dialect] Ep.λούσαντο Il.10.576
; [dialect] Dor. part.λωσάμενος Berl.Sitzb.1927.157
([place name] Cyrene): —[voice] Pass., [tense] aor.ἐλούθην Hp.Mul.1.11
, laterἐλούσθην Lyc.446
: [tense] pf. λέλουμαι, [ per.] 3sg. ; part.λελουμένος Il.5.6
, later (cod. Vat.).—Another old form of the [tense] pres. was [full] λόω, whence [ per.] 3sg.λόει Scol.25
, [ per.] 2sg. [voice] Med. (prob.): [ per.] 3sg. [tense] impf.λόε Od.10.361
, [ per.] 3pl. ; [ per.] 3sg. subj. [voice] Med.λόηται IG12(5).569.5
(Ceos, iii B.C.); inf. :—to [full] λόω also belong the foll. [var] contr. forms, [ per.] 3sg. [tense] impf. , ; [tense] pres. [voice] Pass.λοῦται Semon.7.63
, X.Cyr.1.3.11, A.Fr. 366 (note); λοῦνται, ἐλοῦτο, Hdt.1.198, 3.125,ἐλούμην Men.363
; [ per.] 3pl.ἐλοῦντο X.Cyr.4.5.4
, etc. ([dialect] Dor. λῶντο, λώοντο, Call.Lav.Pall.72, 73); inf.λοῦσθαι Od.6.216
, Hdt.3.124, Ar.Nu. 1044, Pl.Lg. 942b; part. , Pl. 658, X.Mem.3.13.3: the forms ἐλούομεν, λούομαι, ἐλουόμην, etc., are rejected by Phryn.165, but are freq. found in codd., Lys.1.9, etc.: the imper. form λοῦ (glossed by λοῦσαι, Hsch.), if correct, is [var] contr. for λόε: (Cf. Lat. l[acaron]vo [fr. *lovo]): — wash, prop. wash the body ( νίζω being used of the hands and feet, πλύνω of clothes),τὸν δ' Ἥβη λοῦσεν Il.5.905
;δμῳαὶ λοῦσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ Od.4.49
, cf. 6.210; λοῦσ' ἐν ποταμῷ bathed me, i.e. let me bathe, 7.296; τίς ἄν σφε λούσειεν; A.Th. 739 (lyr.);λούσαντες τὸν νεκρόν Hdt.2.86
, cf. E.Tr. 1152, S.Ant. 901;λ. τινὰ ἀπὸ τῶν πληγῶν Act.Ap. 16.33
; also λ ἐκ τρίποδος μεγάλοιο washed me [with water] from a great cauldron, Od.10.361;ὀϊστοὺς λοῦσεν φοινίσσᾳ.. Ἄρης ψακάδι Simon. 106
: c. acc. cogn., λουτρὸν λοῦσαί τινα, v. λουτρόν 1.2.b rarely of things,λ. τὰ δύο μέρη τοῦ βαλανείου PFlor.384.30
(v A.D.).2 metaph., purify, τινὰ ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν v.l. in Apoc.1.5.II [voice] Med. and [voice] Pass., bathe,λοῦσθαι ποταμοῖο ῥοῇσι Od.6.216
: also c. gen., λελουμένος Ὠκεανοῖο (of a star just risen) fresh from Ocean's bath, Il.5.6; λούεσθαι ποταμοῖο bathe in the river, 6.508; soἀπὸ [κρήνης] λουόμενοι Hdt.3.23
: c. acc. cogn.,τὸ λουτρὸν ἡ Ῥέα λοῦται Arr.Tact. 33.4
: abs.,λούσαντο Od.4.48
, cf. Hdt.5.20, etc.; λελουμένος freshbathed, after bathing, Id.1.126, Ar.Lys. 1064 (lyr.);ἐν βαλανείῳ λελουμένος Pl.R. 495e
;λούεσθαι ἐν πηλῷ Arist.HA 595a31
;εἰς λουτρῶνας Ptol.Euerg.3
J. (dub.): metaph.,τόξα.. αἵματι λουσάμενα Simon.143
, cf. Call.Del.95;λελουμένος τῷ φόνῳ Luc.DMeretr.13.3
.2 in strict pass. sense, λοῦσθαι ὑπὸ τοῦ Διός, i.e. to be washed by the rain from heaven, Hdt.3.124, 125.3 in strict med. sense, c. acc., λοέσσασθαι χρόα wash one's body, Hes.Op. 522, Th.5; λούονται (v.l. λοῦνται)ὕδατι τὸ σῶμα Hdt.4.75
. -
29 παγχρύσεος
A all-golden, of pure gold,θύσανοι Il.2.448
;τόξα h.Hom.27.5
; :—also [suff] παγ-χρύσιος, ον, Alcm.23.67; [suff] πάγ-χρῡσος, ον, Pi.O.7.4;νάκος Id.P.4.68
; (lyr.);δέρας E.Med.5
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγχρύσεος
-
30 παρασπίζω
A bear a shield beside, i.e. fight beside, stand by, ; τινι D.H.3.19 : abs., E.Ph. 1435 : metaph., [τόξα] παρασπίζοντ' ἐμοῖς βραχίοσι Id.HF 1099
: Arith., of numbers, place beside or on the flanks, Iamb. in Nic.p.40 P. ([voice] Act. and [voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασπίζω
-
31 πολύπονος
πολῠπον-ος, ον, of men,A much-labouring, much-suffering, as a general epith. of mankind,π. ἄνδρες Pi.N.1.33
; (lyr.), E.Or. 175 (lyr.), etc.;- ωτάτη βροτῶν Id.Hec. 722
, cf. Ar.Th. 1023 codd.; laborious, Puchstein Epigr.Gr.p.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύπονος
-
32 πρόκειμαι
A to be set before one, ὀνείαθ' ἑτοῖμα προκείμενα the meats laid ready, Il.9.91, al.; π. δαίς, δεῖπνον, Hdt.1.211, 5.105;τὰ π. ἀγαθά Id.9.82
; ἄρτοι προκείμενοι shew-bread, LXX Ex.39.18 (36); τράπεζα π. ib.38.9 (37.10).2 lie exposed,ὁρέω παιδίον προκείμενον Hdt.1.111
; of a tuft of wool, S.Tr. 702; ἄτιμος ὧδε πρόκειμαι, says Ajax of himself, Id.Aj. 427 (lyr.), cf. E.Tr. 1179;νομίζετε τὸν παῖδα τουτονὶ ἱκετηρίαν ὑμῖν προκεῖσθαι D.43.83
; esp. lie dead, A.Th. 964 (lyr.), S.Aj. 1059; προκείμενον νέκυν laid out for burial, E.Alc. 1012, cf. S.Ant. 1101, Ar.Ec. 537, Av. 474, Antipho 6.34, Luc.Luct.12; opp. ἐξενεχθείς, Lys.Fr.23 (also, to be buried first, IGRom.4.735 ([place name] Eumenia), MAMA4.357 (ibid., iii A.D.)): metaph., πρὸς ὕβριν π. to be exposed to.., D.S.33.15 (dub.l.).3 to be set before competitors, as the prize of a contest,τοῖσι.. προὔκειτο μέγας τρίπος Hes.Sc. 312
: hence,b metaph., to be set before one, proposed, γνῶμαι τρεῖς προεκέατο three opinions were set forth, Hdt.3.83, cf. 7.16.α'; τοσούτων πέρι σκέψις πρόκειτα Pl.R. 533e
, cf. Phdr. 237c; π. τῷ συμβουλεύοντι σκοπὸς τὸ συμφέρον is proposed as a mark, Arist. Rh. 1362a17; ἡ προκειμένη ξυμμαγία the alliance which naturally offers, Th.1.35; freq. of contests,πόνος τε καὶ ἀγὼν ἔσχατος ψυχῇ π. Pl.Phdr. 247b
, cf.La. 182a;καταγέλαστον.., ὃ πάλαι πρόκειται, τοῦτο πάλιν προτιθέναι Id.Euthd. 279d
; to be extant,προοίμια π. Id.Lg. 722e
; freq. in part., ὁ προκείμενος ἄεθλος the task set, Hdt.1.126, 4.10, cf. A.Pr. 259, 755;ἀγῶνος μεγίστου π. Hdt.9.60
;ἆθλα π. Lys.1.47
, X.Cyr.2.3.2, etc.;τὸν π. πόνον E.Alc. 1149
;ἔχειν ἔργον π. Pl.R. 407a
; τὰ προκείμενα, opp. μέλλοντα, S.Ant. 1334, cf. E.Rh. 984; soξυμφορᾶς προκειμένης Id.Alc. 551
; τὸ π. ἐν τῷ λόγῳ or τὸ π., the question under discussion, Pl.Grg. 457d, La. 184c, etc.; τὸ π. πρῆγμα the matter in hand, Hdt. 1.207: impers., περὶ σωτηρίας προκειμένου when the question is concerning safety, Ar.Ec. 401;πρόκειται ἡμῖν ζητεῖν Luc.Par.54
, cf. D.H. Rh.7.5.4 to be set forth, settled, prescribed, appointed, (lyr.);π. σημήϊα Hdt.2.38
; αἱ προκείμεναι ἡμέραι the prescribed days, ib.87; ;ἀναγκαίη π. Id.1.11
; τὸ θανεῖν.. πᾶσι πρόκειται prob. in IG12(1).146 ([place name] Rhodes); of laws,νόμους ὑπερβαίνουσα τοὺς π. S.Ant. 481
; of punishments,στέρεσθαι κρατὸς ἦν προκείμενον A.Pers. 371
;φόνον π. δημόλευστον S.Ant.36
;πολλῶν [ἁμαρτημάτων] θανάτου ζημίαι π. Th.3.45
.II lie before, lie in front of, c. gen., projecting further than,Hdt.
2.12, cf. 4.99; ᾗ (ᾧ codd.) προὔκειτο μαστῶν περονίς where was set a brooch before her breasts, S.Tr. 925;πρὸ τῶν ἀνθρώπων π. τὰ παραφράγματα Pl.R. 514b
;Ἐφέσου τεὰ τόξα πρόκειται Call.Dian. 258
;οἱ προκείμενοι τῶν στοῶν πύργοι Plb.1.48.2
: abs., of a cape, island, etc.,ἐν τῇ θαλάττῃ π. χωρίον X.An.6.4.3
;τὰ προκείμενα τῆς χώρας ὄρη Id.Mem. 3.5.27
;παρὰ ἤπειρον νῆσος π. Id.Ath.2.13
, etc.III precede, γράμμα π. an initial letter, AP11.426; ἐν τοῖς π. in the preceding pages, A.D.Synt. 138.4; ὡς πρόκειται ib.32.17, freq. in Pap., POxy.271.15 (i A. D.), etc.; προκείμενον a preceding word, A.D.Pron.39.25, al.; χρόνος ὁ προκείμενος date as above, PTeb.397.34 (ii A. D.); τοῦ π. ἔτους in the aforesaid year, PAmh.50.11 (ii B.C.);ἡ π. βοτάνη
above-mentioned,PMag.Par.
1.779, cf. Gal.12.455 (but οἱ π. θεοί represented on this monument, OGI663.2 (Egypt, i A. D.)).2 τὸ π. αὐτοῦ μόριον from which it is derived (ὥς from ὅς), A.D.Adv.171.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόκειμαι
-
33 προσέλκω
A draw towards, draw on, τινα prob. l. in Pi.O.6.83;τὰ τόξα Com.Adesp.139
; πρός τινας.. δόξας αὑτῶν τὰ φαινόμενα π. wrest the facts.., Arist.Cael.293a27:—[voice] Med., draw towards oneself, attract,εἰς φιλότητα Thgn.372
;αἱ χεῖρες τὸ τόξον ἀπωθοῦνταί τε καὶ π. Pl.R. 439b
: [tense] aor. προσειλκυσάμην take into one's arms, embrace, E.Hipp. 1432, IA1451, Ar.Ec.910(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσέλκω
-
34 προσφέρω
προσφέρω (once [full] ποσφέρω, q.v.), [dialect] Dor. [full] ποτιφέρω Prov. ap. Plu.2.239a: [tense] fut.A : [dialect] Ion. [tense] aor.προσένεικα Hdt.3.87
: [dialect] Ion. [tense] aor. [voice] Pass.προσηνείχθην Id.9.71
:— bring to or upon, apply to,π. πύργοισι κλιμάκων προσαμβάσεις E.Ph. 488
; ; μηχανὰς [τοῖσι τείχεσι] Hdt.6.18, cf. Th.2.58 (and so metaph., Hdt.6.125 (unless in signf. A. 1.2); π. νόμον, ψήφισμα πρὸς τὴν συγγραφήν bring to bear against.., D.35.39);τὴν χεῖρα πρὸς τοὺς μυκτῆρας Hdt.3.87
; but χέρα τινὶ προσενεγκεῖν lay hands upon.., Pi.P.9.36; π. τὰς χεῖρας αὐτοῖς, in hostile sense, Plb.3.79.4, cf. PCair.Zen.18.8 (iii B.C.), PPetr.2p.10 (iii B.C.) (but also in a friendly relation, X.Mem.2.6.31 sq., and in supplication to the gods, hold out one's hands to, UPZ106.12,107.14 (ii B.C.)); ἀνάγκην or ἀναγκαίην τισὶ π. Hdt.7.136, 172, cf. A.Ch.76 (lyr.);βίην τισί Hdt.3.19
;τινὶ βάσανον Pl.Phlb. 23a
; so of surgical or medical treatment, Hp.Ulc.24; πταρμὸν [τῇ λυγγί] Pl. Smp. 189a ([voice] Pass.). cf. 187e;τὰς τομὰς καὶ τὰς καύσεις τινί D.C.55.17
; κλύδωνα σαυτῷ αὐθαίρετον bring upon thyself, Trag.Adesp.568: without dat., apply, employ, use,καινὰ σοφά E.Med. 298
, Ar.Th. 1130 (cf. infr. 3);ἴαμα Th.2.51
; ;πάσας μηχανάς E.IT 112
;πάντας ἐλέγχους Ar.Lys. 484
; π. τόλμαν bring it to bear, Pi.N. 10.30; alsoπ. πόλεμον Hdt.7.9
.γ (v.l.); .2 add,μηδὲ π. μέθυ S.OC 481
(or in signf. A. 1.3a);εἰ κακὸν προσοίσομεν νέον παλαιῷ E.Med.78
(or perh., bear in addition);π. τι πρός τι Hdt. 6.125
(or in signf. A. 1.1).3 present, offer, ἄεθλον, of a triumphal ode, Pi.O.9.108;λουτρὰ πατρί S.El. 434
; [ τόξα] Id.Ph. 775;τὴν δᾷδά τινι Ar.Pl. 1052
;τὴν χεῖρά τινι ἄκραν Id.Lys. 436
;δῶρα Th.2.97
([voice] Pass.);οὐθὲν κολοβὸν προσφέρομεν πρὸς τοὺς θεούς Arist.Fr. 101
; οἶνον μὴ π. Schwyzer 696 ([place name] Chios);σφάγια καὶ θυσίας LXX Am.5.25
, al., cf. Ep.Hebr.11.4;τὸ δῶρόν σου Ev.Matt.5.24
, etc.b esp. of food, drink, or medicine,θαλλὸν χιμαίραις S.Fr. 502
;π. τὰ ῥυφήματα καὶ τὰ πόματα Hp.Acut.26
, cf. Pl.Phdr. 270b, Pl.Com.55, Alex.189, etc.;π. τὸ φάρμακον τῇ κεφαλῇ Pl.Chrm. 157c
; ἑαυτῷ π φάρμακον administer poison to oneself, POxy.472.6 (ii A.D.); set food before one, X.Mem.3.11.13 and 14, Pl.Lg. 792a: c. inf.,π. τινὶ ἐμπιεῖν καὶ φαγεῖν X.Cyr.7.1.1
; alsoδιψῶντι γάρ τοι πάντα προσφέρων σοφὰ οὐκ ἂν πλέον τέρψειας ἢ' μπιεῖν διδούς S.Fr. 763
;χυμὸς ἐπιτήδειος προσφέρειν Hp.VM24
;ὁ προσφέρων Id.Epid.1.23
:—[voice] Pass., τὰ προσφερόμενα ibid., X.Cyn.6.2;ἡ προσφερομένη τροφή Pl.Sph. 230c
.4 address proposals, an offer, etc.,π. λόγον τινί Hdt.3.134
, 5.30, cf. 40;περὶ σπονδῶν Th.3.109
;ὅτι.. D.48.6
;λόγους π. τισί Th.3.4
;λόγους π. περὶ ξυμβάσεως τοῖς στρατηγοῖς Id.2.70
, cf. Hdt.8.52;λόγους τισὶ ξυναποστῆναι Th.1.57
.5 convey property by deed of gift or by bequest, Arch.Pap. 4.130 (ii A.D.):—[voice] Pass., PAmh.2.71.6 (ii A.D.).II contribute, pay, ἑκατὸν τάλαντα π. Hdt.3.91, cf. Th.1.138; π. μετοίκιον pay an alientax, X.Vect.2.1, cf. OGI13.20 (Samos, iv B.C., [voice] Med.), PGiss.50.12 (iii A.D.); bring in, yield, X.Vect.4.15, D.27.9.III intr., resemble, c. acc. of respect in which,π. νόον ἀθανάτοις Pi.N.6.4
;θηρὸς χρωτὶ νόον προσφέρων Id.Fr.43
;π. τρόπους παιδί Trag.Adesp.453
; cf. infr. B. 1.5.B [voice] Pass., with [tense] fut.προσοίσομαι Th.6.44
, D.48.22: [tense] aor. προσηνεγκάμην, = προσηνέχθην, D.S.16.8:— to be borne towards, and of ships, put in,εἰς λιμένα X.Cyr.5.4.6
: hence,2 attack. assault,πρός τινας Hdt.5.34
, 111, 112, 7.209, X.HG4.3.20, etc.; τινι Hdt.5.109, Th.4.126, etc.; κατὰ τὸ ἰσχυρότατον προσηνείχθησαν attacked where the enemy was strongest, Hdt.9.71, cf. 5.101, Th.7.44, Pl.R. 422b; προσφέρεσθαι ἄποροι difficult to engage, Hdt.9.49, cf. Pl.Ly. 223b.3 without any sense of hostility, go to or towards, approach, ἐκ τοῦ Ἰκαρίου πελάγεος προσφερόμενοι sailing, Hdt.6.96;π. τοῖσι Κορινθίοισι Id.8.94
; τῷ σκοπέλῳ, τῇ Τρῳάδι, Luc.JTr.15, DMort.19.2;πόλεμος ἀπὸ Πελοποννήσου -φερόμενος Plu.Per.8
; τὰ -όμενα πρήγματα matters that were brought to him, Hdt.2.173.4 deal with, behave oneself in a certain way towards a person, ἀπὸ τοῦ ἴσου ὑμῖν π. Th.1.140;τοῖς κρείσσοσι καλῶς Id.5.111
, cf. X.Cyr.7.2.16;τισὶν οὐ μετρίως D. 9.24
, cf. PTeb.750.2 (ii B.C.), Sammelb.5675.6 (ii B.C.); φιλανθρώπως [τῇ Ποτειδαία] D.S.16.8, cf. SIG807.13 (Magn. Mae.); ὀρθότατα ἵπποις π. X.Eq.1.1; also , cf. Phdr. 252d;ἄριστα π. πρὸς τοὺς ἀμφισβητοῦντας D.48.22
; also of circumstances, ταῖς ξυμφοραῖς εὐξυνετώτερον meet them with intelligence, Th.4.18; πρὸς τὰ πράγματα ἄριστα π. Id.6.44;πρὸς τὰς τύχας Pl.R. 604d
; πρὸς λόγον answer it, X.Cyr.4.5.44: abs., χρησμῳδέων π. Hdt.7.6; ὀλιγώρως π. Lys.9.17.5 προσφέρεσθαί τινι come near, be like,ὁ χαρακτὴρ τοῦ προσώπου προσφέρεσθαι ἐδόκεε ἐς ἑωυτόν Hdt.1.116
; cf. supr. A. 111, and v. προσφερής.C [voice] Med., with [tense] fut.- οίσομαι Phld.Sign.8
: [ per.] 3sg.[tense] aor. 1 subj.- ενέγκηται Epicur.Ep.3p.64U.
:— προσφέρεσθαί τι take, of food or drink, assimilate, π. σῖτον, ποτόν. X.Cyr.4.2.41, cf. Aeschin.1.145, Thphr. HP8.4.5, Epicur. l.c., Plu.Dem.30, Cic.3, etc.2 exhibit, ὑμῖν φιλοτιμίαν Epist.Phil. ap. D.18.167, cf. Epicur.Ep.1p.14U., Inscr.Prien.42.14, 108.221 (ii B.C.), etc.; also π. ἑαυτόν ib.111.294 (i B.C.).3 like the [voice] Act., apply,κἂν ὁτιοῦν δουλείας Pl.R. 563d
;πᾶσαν σπουδὴν καὶ μηχανήν Plb.1.18.11
, cf. Supp.Epigr.2.663.5 (Prusa, ii B.C.), PTeb.27.14, al. (ii B.C.).4 contribute, (s. v. l.); bring with one as dowry,εἱματισμὸν καὶ κόσμον PEleph.1.4
(iv B.C.), cf. PGiss.2.12 (ii B.C.), etc.; cf.supr.A.11.6 = προσορίζω, add land by deed of conveyance, (Didyma, iii B.C.), cf. 221.44 (Ilium, iii B.C.), al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσφέρω
-
35 πυρακτόω
πῠρακτ-όω,= foreg. 1, βέλη, ξύλα, Plu. 2.624b,762b; ξύλα, τόξα, βέλη πεπυρακτωμένα, D.S.3.25, Str.17.2.3, Scyl.112; πυρακτωθεὶς τὸν μηρόνII metaph. in [voice] Pass., to be inflamed,ζήλῳ Hld.2.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρακτόω
-
36 πυρίπνοος
A firebreathing, Lyc.1314, PMag.Par.1.592, etc.; fiery, π. τόξα [Ἔρωτος] AP5.179 (Mel.); ζᾶλος ib.7.354 (Gaet.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρίπνοος
-
37 σκυτόω
A cover or guard with leather, in [voice] Pass., τένοντε (?)ἐσκυτωμένω IG12.313.121
,314.135; τόξα ἐσκ. ib.22.1631.223, cf. Chron.Lind. B25;ξύλιναι ἐσκυτωμέναι μάχαιραι Plb.10.20.3
. -
38 σπείρω
Aσπείρεσκον Hdt.4.42
: [tense] fut.σπερῶ E.El.79
, Pl.Phdr. 276d; [dialect] Aeol. σπέρσω Sch.E.Hec. 202: [tense] aor. (lyr.), Hdt.7.107, Pl. Ti. 41c: [tense] pf.ἔσπαρκα Polyaen.2.1.1
, etc.:—[voice] Med., [tense] aor. inf.σπείρασθαι A.R.3.1028
; [tense] aor. 2 σπαρέσθαι dub. l. in Polyaen.8.26:—[voice] Pass., [tense] fut.σπᾰρήσομαι LXX Na.1.14
, ([etym.] δια-) D.S.17.69: [tense] aor. ἐσπάρην [ᾰ] S.OT 1498, Th.2.27: [tense] pf. , Ar.Ra. 1206, Pl.Lg. 693a, etc.:— sow,I sow seed, c. acc., [ κέγχρους] Hes.Sc. 399;σῖτον Hdt.4.17
; ; of Cadmus,σ. γηγενῆ στάχυν Id.Ba. 264
(so in [voice] Med.,σπείρασθαι ὀδόντας A.R.3.1028
): abs., sow, Hes.Op. 391; opp. θερίζω, Ar.Av. 710, etc.: metaph., θερ. καὶ σ. ταῖς γλώσσαις, of corrupt orators, ib. 1697 (lyr.);καρπὸν ὧν ἔσπειρε θερίζειν Pl.Phdr. 260d
; : prov., εἰς πέτρας τε καὶ λίθους ς. Pl.Lg. 838e; σ. κατὰ πετ ρῶν, i.e. εἰς πέλαγος (cf.σπέρμα 1.1
), Luc.Am. 20.2 engender, beget offspring (cf. 11.2), S.Aj. 1293, Tr.33, E. Ion 49, etc.; οἱ σπείραντες the parents, IG3.1339, cf. 14.1794 ([place name] Rome); ἄθυτα παλλακῶν σπέρματα ς. Pl.Lg. 841d:—[voice] Pass., spring or be born,ὅθενπερ αὐτὸς ἐσπάρη S.OT 1498
, cf. E. Ion 554 (troch.), Pl.R. 460b; πρὸ τοῦ Ζήνωνα.. σπαρῆναι before Z. was begotten, Phld.Rh.2.110 S.3 scatter like seed, strew,χρυσὸν καὶ ἄργυρον Hdt.7.107
;σ. φλόγα Trag.Adesp.85
; of liquids, scatter or sprinkle,ἐκ τευχέων σ. δρόσον E.Andr. 167
; spread abroad, extend,σ. ἀγλαΐαν νάς ῳ Pi.N.1.13
; spread rumour,σ. ματαίαν βάξιν S.El. 642
; μὴ σπεῖρε πολλοῖς τὸν παρόντα δαίμονα do not speak of it indiscriminately, Id.Fr. 653:—[voice] Pass., to be scattered or dispersed, ἐσπαρμένος κατὰ.. πόλιν, of the ashes of Solon scattered over Salamis, Cratin.228; ; of persons,ἐσπάρησαν καθ' Ἑλλάδα Th.2.27
;ἐσπαρμένοι εἰς ἁρπαγήν X.HG3.4.22
; κατὰ χώραν ib.6.2.17;ἔσπαρται λόγος E.Fr. 846
ap.Ar.Ra. 1206.II sow a field, ; γῆν, τέμενος, πεδιάδα, Hdt.4.42, 9.116, 122; ; ἡ σπειρομένη Αἴγυπτος the arable part of Egypt, Hdt.2.77; ; : prov., πόντον σπείρειν, of lost labour, Thgn.106, 107: metaph.,καινοτάταις σ. διανοίαις Ar.V. 1044
;σ. εἰς ἀρετῆς ἔκφυσιν Pl.Lg. 777e
;τοὺς ἐν γράμμασι κήπους Id.Phdr. 276d
.2 of procreation,ματρὸς.. σ. ἄρουραν A.Th. 754
;σ. τέκνων ἄλοκα E.Ph.18
;σ. λέχη Id. Ion64
; ἣν ἔσπειρε, i.e. his wife, Lib.Or. 37.9; v. supr. 1.2. -
39 συλάω
σῡλ-άω, [tense] impf. [var] contr. in [dialect] Ep. ἐσύλα, σύλα, Il.6.28, 4.116; [dialect] Ion. Iterat.A :—[voice] Pass., [tense] fut.συληθήσομαι A.Pr. 761
,συλήσομαι Paus.4.7.10
:— strip off, esp. strip off the arms of a slain enemy, Hom. (only in Il.), Lyr., etc. Construction:1 in full, c. acc. pers. et rei, strip off from another, strip him of his arms (cf. σκυλεύω), μή μιν Ἀχαιοὶ τεύχεα συλήσωσι Il.15.428
, cf. 16.500; ἔπειτα δὲ καὶ τὰ (sc. ἔναρα).. νεκροὺς ἂμ πεδίον συλήσετε 6.71
;με κασίγνητον συλᾷς E.IT 157
(anap.);τὴν θεὸν τοὺς στεφάνους σεσυλήκασιν D.24.182
:— [voice] Pass., c. acc. rei, to be stripped, robbed, deprived of a thing,σκῆπτρα συληθήσεται A.Pr. 761
; ταῦτ' (sc. τὰ τόξα)ἐσυλήθην ἐγώ S.Ph. 413
;λέκτρα συλᾶσθαι βίᾳ E.IA 1275
;συληθεὶς τὰς βοῦς Isoc.6.19
;σεσυλήμεθα τὰ ἡμέτερα ὑπὸ τούτων D.35.26
.2 c. acc., strip a person of his arms,ἦ τινα συλήσων νεκύων Il.10.343
: generally, pillage, plunder, τὰ ἱρά, τοὺς θεούς, etc., Hdt.6.101, Pl.Lg. 864d, etc.;τοὺς νεώς Isoc.4.155
;θεῶν βρέτη A.Pers. 810
; :—[voice] Pass.,βαρβάρων συλᾶσθ' ὕπο E.Hel. 600
.3 c. acc. rei, strip off,ὄφρα τάχιστα τεύχεα συλήσειε Il.4.466
, etc.; freq. with additions, , etc.;τὰ μὲν ἔντε' ἀπὸ χροὸς.. συλήσας 13.641
.b take off or out, ἐσύλα τόξον took out the bow [from its case], 4.105; σύλα πῶμα φαρέτρης took the lid off the quiver, ib. 116; with a notion of violence or suddenness,κρᾶτα σ. Μεδοίσας Pi.P.12.16
.c carry off, τοὺς πολεμίους οὐ συλήσειν αὐτά (sc. τὰ χρήματα) will not seize them as booty, Hdt.5.36, cf. 9.116; θεῶν γέρα ς. A.Pr.83, cf. S.OC 922, Ph. 1365; ;σ. κατὰ βραχὺ τὴν τῶν πυρετῶν διάθεσιν Steph. in Gal.1.295
D.:—[voice] Pass., to be carried off as spoil,ἄγαλμα σεσυλημένον Hdt.6.118
; to be taken away, E.Hipp. 799: metaph.,συλᾶται ὕπνος ἀπὸ γλεφάρων B.Fr.3.10
.d exercise right of σῦλαι, IG9(1).333.3 ([dialect] Locr., v. B.C.):—[voice] Pass., πανταχοῦ συλωμένων ἡμῶν the right of reprisals was exercised against us everywhere, Isoc.3.33.4 after Hom., c. acc. pers. et gen. rei, τίς σε δαίμων συλᾷ πάτρας; carries thee away from.., E.Hel. 669:—[voice] Pass., συλαθεὶς ἀγενείων stealing from among the boys, and enlisting among the men, Pi.O.9.89. -
40 συναίνυμαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναίνυμαι
См. также в других словарях:
τόξα — τόξον bow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόξ' — τόξα , τόξον bow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
δάφνι — Μοναστήρι χτισμένο δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, περίφημο για την εκκλησία με τα ψηφιδωτά της. Από το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι, που είχε επιβλητικές διαστάσεις, σώζεται ένα μέρος του περιβόλου, τα θεμέλια των δύο… … Dictionary of Greek
δαφνί — Μοναστήρι χτισμένο δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, περίφημο για την εκκλησία με τα ψηφιδωτά της. Από το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι, που είχε επιβλητικές διαστάσεις, σώζεται ένα μέρος του περιβόλου, τα θεμέλια των δύο… … Dictionary of Greek
Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
τόξο — Όπλο που αποτελείται από μια βέργα, στις άκρες της οποίας είναι δεμένη μια χορδή από σχοινί ή νεύρο. Η χορδή τεντώνεται δυνατά και αφήνεται απότομα ελεύθερη την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας βίαιη ώθηση στο βέλος, που το κάνει να πετάξει προς τον… … Dictionary of Greek