-
1 συναίνυμαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναίνυμαι
-
2 συναίνυμαι
συν - αίνυμαι, ipf. συναίνυτο: take together, gather up, Il. 21.502†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > συναίνυμαι
-
3 συναινύμενος
συναίνυμαιgather up: pres part mid masc nom sg (epic) -
4 συναίνυτο
συναίνυμαιgather up: imperf ind mid 3rd sg (epic)
См. также в других словарях:
συναίνυμαι — Α συναθροίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αἴνυμαι «λαμβάνω»] … Dictionary of Greek
συναινύμενος — συναίνυμαι gather up pres part mid masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναίνυτο — συναίνυμαι gather up imperf ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίνυμαι — αἴνυμαι (Α) (ποιητικό ρηματικό αποθεματικό) 1. βάζω χέρι σε κάτι, πιάνω, παίρνω, αφαιρώ 2. απολαμβάνω, χαίρομαι να τρώγω κάτι, τρέφομαι με κάτι 3. φρ. «πόθος μὲ αἴνυται» μέ καταλαμβάνει πόθος, ποθώ να... 4. στη Μυκηναϊκή η λ. μαρτυρείται έμμεσα… … Dictionary of Greek