-
1 τροφός
τροφός, ὁ u. ἡ, Nährer, Pfleger, Erzieher; bei Hom. nur in der Od., als fem., Nährerinn, Wärterinn, Amme, Erzieherinn, φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια, 2, 361 u. öfter; u. so Pind. P. 11, 18, der 2, 2 Syrakus nennt ἀνδρῶν ἵππων τε δαιμόνιαι τροφοί; so auch Her. 2, 156. 6, 61; u. bei den Att., wie Aesch. Spt. 16 Ch. 64. 720; Soph. u. A.; καὶ τροφὸς καὶ μήτηρ καὶ παιδαγωγός vrbdt Plat. Prot. 325 c; Rep. V, 470 d; auch neben τιϑήνη, Tim. 88 d; als masc. wurde τροφεύς gebraucht, vgl. Lob. Phryn. 316; doch steht ὁ τροφός Eur. Herc. fur. 44 El. 409; u. in Prosa, αὐτὸς τῆς ἀγέλης τροφὸς ὁ βουφορβός, Plat. Polit. 268 a; – τὸ τροφόν, das Nährende, Plat. Polit. 289 a u. Folgde. – Nach Hesych. auch paff., der Zögling.
-
2 τροφός
τροφός (ἡ)1 nurseἈρσινόα Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος P. 11.18
] τροφος fr. 51f. c. met.,ὦ Συράκοσαι, ἀνδρῶν ἵππων τε σιδαροχαρμᾶν δαιμόνιαι τροφοί P. 2.2
πέραν Ἀ[θόω] Παιόνων αἰχματᾶν[ ]ς ζαθέας τροφοῦ Pae. 2.63
κατέβαν στεφάνων καὶ θαλιᾶν τροφὸν ἄλσος Ἀπόλλωνος Pae. 6.14
-
3 τροφός
A feeder, rearer, Hom. only in Od. and always fem. of a nurse,φίλη τ. Εὐρύκλεια 2.361
, al., cf. Hdt.2.156,6.61, LXX Ge.35.8, PCair.Zen.292.157 (iii B. C.), Glotta 16.274 ([place name] Egypt), Sor.1.105, al., Gal.6.36, etc.;ἡ τ. βασιλέως Sammelb. 4980
(i B. C.); of a mother, S.Aj. 849.—The masc. was usu. τροφεύς (q. v.); but τροφός as masc. occurs in E.HF45, El. 409, Pl.Plt. 268a, 268c.2 metaph., of a city,Συράκοσαι, ἀνδρῶν ἵππων τε δαιμόνιαι τροφοί Pi.P. 2.2
;Γῇ τε μητρί, φιλτάτῃ τροφῷ A.Th.16
;αἵματ' ἐκποθένθ' ὑπὸ χθονὸς τροφοῦ Id.Ch.66
(lyr.), cf. S.OT 1092 (lyr.), OC 760;μήτηρ ἁπάντων γαῖα καὶ κοινὴ τ. Men.Mon. 617
;νὺξ ἄστρων τ. E.El.54
;τὴν γεωργίαν τῶν ἄλλων τεχνῶν μητέρα καὶ τ. X.Oec.5.17
, cf. Pl.Plt. 267d; of Miletus,τ. τοῦ.. Ἀπόλλωνος SIG906
A5 (iv A. D.).4 τροφός, ἡ, name of a plaster, Orib.Fr.99. -
4 τροφός
τροφός, οῦ, ἡ (Hom.+; ins, pap, LXX, Philo; Jos., C. Ap. 1, 122; SibOr 13, 43. In gener. as fem. = ‘nurse’, but also ὁ τρόφος Eur. et al. The masc. was ordinarily τροφεύς q.v.) nurse (X., Oec. 5, 17 [w. μήτηρ]; Ael. Aristid. 13 p. 163 D. [w. μήτηρ]; pap since III B.C.; s. also TestNapht 1:9), possibly mother (Lycophron 1284 Europa τροφὸς Σαρπηδόνος; Dionys. Byz. §2 μητέρα καὶ τροφόν of one and the same person; schol. on Pla. 112e of Phaedra in her relationship to Hippolytus [as stepmother]) 1 Th 2:7 (on Cynic background s. AMalherbe, NovTest 12, ’70, 203–17; difft. KDonfried, NTS 31, ’85, 338 and n. 18; New Docs 2, 8. SVilatte, AntCl 60, ’91, 5–28).—DELG s.v. τρέφω C 3. M-M. -
5 τροφος
ὁ и ἥ тж. перен. кормилец, кормилица, воспитатель(ница) Hes., Her., Trag., Xen., Plat., Men. etc. -
6 τροφός
τροφόςfeeder: masc /fem nom sg -
7 τροφός
τροφός: nurse. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τροφός
-
8 τροφός
-
9 τροφός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τροφός
-
10 τροφός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τροφός
-
11 τροφός
η кормилица -
12 τροφός
кормилица, воспитательница.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τροφός
-
13 τροφὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τροφὸς
-
14 τροφός
-
15 τροφός
[трофос] ουσ θ кормилица. -
16 καρπό-τροφος
καρπό-τροφος, mit Früchten ernährt; – καρπο-τρόφος, Früchte ernährend, hervorbringend; ὄμβροι, Νύμφαι, Orph. H.; δρῦς Lycophr. 1523. – Eur. Ion 475 καρποτρόφοι νεάνιδες ἧβαι scheint in κουροτρόφοι zu ändern.
-
17 κῡματο-τρόφος
κῡματο-τρόφος, Wellen ernährend, Rhett.; – κῡματό-τροφος, in den Wellen, im Meere ernährt, Conj. für das Folgde.
-
18 λᾱο-τρόφος
λᾱο-τρόφος, das Volk, Menschen ernährend, πόλις, τιμά, Pind. Ol. 5, 4. 6, 60; – λᾱό-τροφος, vom Volke ernährt.
-
19 πρωτο-τρόφος
πρωτο-τρόφος, die erste Frucht, das erste Kind nährend, Maneth. 3, 9.
-
20 προβατο-τρόφος
προβατο-τρόφος, Schafe nährend, Sp.
См. также в других словарях:
τροφός — feeder masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
τροφός — η / τροφός, ὁ και ἡ, ΝΜΑ, και τροφόν, τὸ, Α (κυρίως το θηλ.) αυτή που έχει αναλάβει τον θηλασμό ξένου βρέφους, παραμάννα αρχ. 1. (κυρίως το θηλ. και σπαν. το αρσ.) αυτός που τρέφει, που ανατρέφει κάποιον 2. (στους Αττικούς συγγραφείς) η μητέρα 3 … Dictionary of Greek
τροφός — η γυναίκα που θηλάζει ξένο βρέφος, παραμάνα, βυζάχτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροφοί — τροφός feeder masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφούς — τροφός feeder masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφέ — τροφός feeder masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφῷ — τροφός feeder masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφόν — τροφός feeder masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… … Dictionary of Greek
ζωοτρόφος — (I) ζωοτρόφος, ον (Α) (για το γάλα) ζωοποιός, θρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + τροφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο τρόφος, κτηνο τρόφος]. (II) ο (Α ζῳοτρόφος, ον) αυτός που τρέφει ζώα, που παράγει και συντηρεί ζώα, κτηνοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek