-
81 νεό-τροφος
νεό-τροφος, frisch, jung ernährt, τέκνον, Aesch. Ag. 706.
-
82 ξενο-τρόφος
ξενο-τρόφος, Gastfreunde, Fremde ernährend, Miethssoldaten haltend, VLL.
-
83 μεθυ-τρόφος
μεθυ-τρόφος, Wein ziehend, nährend, ἡμερίς, Simonds. 48 (VII, 24).
-
84 μελισσο-τρόφος
μελισσο-τρόφος, att. μελιττοτρ., Bienen ernährend, haltend, Bienenzüchter; Σαλαμίς, Eur. Troad. 794; Ios.
-
85 μελιτο-τρόφος
μελιτο-τρόφος, Honig erzeugend, Eust.
-
86 δονακο-τρόφος
δονακο-τρόφος, Rohr ernährend, hervorbringend; Eurotas, Eur. I. A. 179; Theogn. 785.
-
87 μοσχο-τρόφος
μοσχο-τρόφος, Kälber aufziehend, Hesych.
-
88 βοτανο-τρόφος
βοτανο-τρόφος, Kräuter ernährend, Schol. Eur. Phoen. 833.
-
89 βου-τρόφος
βου-τρόφος, Rinder haltend, Rinderhirt, VLL.
-
90 μονο-μαχο-τρόφος
μονο-μαχο-τρόφος, Zweikämpfer, Gladiatoren ernährend, haltend, lanista.
-
91 βοο-τρόφος
βοο-τρόφος, Rinder ernährend, D. Per. 558.
-
92 μηλο-τρόφος
μηλο-τρόφος, Schaafe nährend; Ἀσία, Archil. frg. 89; Aesch. Pers. 749; sp. D., wie Nonn.
-
93 λωτο-τρόφος
λωτο-τρόφος, Lotosklee nährend, kleereich, λεῖμαξ, Eur. Phoen. 1587.
-
94 θηριο-τρόφος
θηριο-τρόφος, wilde Thiere ernährend, hervorbringend, vom Lande, Strab. II, 131 u. Sp.; θηριότρο-φος, wilde Thiere essend, Galen.
-
95 θηρο-τρόφος
θηρο-τρόφος, Wild ernährend; Νύσα Eur. Bacch. 556; Λιβύη Ap. Rh. 4, 1562; ὄρη Long. 1, 1. – Θηρότροφος, von Wild ernährt, δράκων Eur. Phoen. 827.
-
96 οἰκό-τροφος
οἰκό-τροφος, im Hause ernährt, D. Chrys. 6, 11.
-
97 οἰνο-τρόφος
οἰνο-τρόφος, Wein nährend, tragend, ὄμφαξ, Ep. ad. 386 (IX, 375).
-
98 αὐτό-τροφος
αὐτό-τροφος, von Phryn. p. 201 als schlechteres Wort für οἰκόσιτος verworfen.
-
99 αὐξί-τροφος
αὐξί-τροφος, Nahrung, Wachsthum fördernd, Orph. H. 50, 12.
-
100 μῡριο-τρόφος
μῡριο-τρόφος, zehntausend, unzählig viele ernährend, haltend, Sp.
См. также в других словарях:
τροφός — feeder masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
τροφός — η / τροφός, ὁ και ἡ, ΝΜΑ, και τροφόν, τὸ, Α (κυρίως το θηλ.) αυτή που έχει αναλάβει τον θηλασμό ξένου βρέφους, παραμάννα αρχ. 1. (κυρίως το θηλ. και σπαν. το αρσ.) αυτός που τρέφει, που ανατρέφει κάποιον 2. (στους Αττικούς συγγραφείς) η μητέρα 3 … Dictionary of Greek
τροφός — η γυναίκα που θηλάζει ξένο βρέφος, παραμάνα, βυζάχτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροφοί — τροφός feeder masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφούς — τροφός feeder masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφέ — τροφός feeder masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφῷ — τροφός feeder masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφόν — τροφός feeder masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… … Dictionary of Greek
ζωοτρόφος — (I) ζωοτρόφος, ον (Α) (για το γάλα) ζωοποιός, θρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + τροφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο τρόφος, κτηνο τρόφος]. (II) ο (Α ζῳοτρόφος, ον) αυτός που τρέφει ζώα, που παράγει και συντηρεί ζώα, κτηνοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek