-
1 τροφός
τροφός (ἡ)1 nurseἈρσινόα Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος P. 11.18
] τροφος fr. 51f. c. met.,ὦ Συράκοσαι, ἀνδρῶν ἵππων τε σιδαροχαρμᾶν δαιμόνιαι τροφοί P. 2.2
πέραν Ἀ[θόω] Παιόνων αἰχματᾶν[ ]ς ζαθέας τροφοῦ Pae. 2.63
κατέβαν στεφάνων καὶ θαλιᾶν τροφὸν ἄλσος Ἀπόλλωνος Pae. 6.14
-
2 τροφός
A feeder, rearer, Hom. only in Od. and always fem. of a nurse,φίλη τ. Εὐρύκλεια 2.361
, al., cf. Hdt.2.156,6.61, LXX Ge.35.8, PCair.Zen.292.157 (iii B. C.), Glotta 16.274 ([place name] Egypt), Sor.1.105, al., Gal.6.36, etc.;ἡ τ. βασιλέως Sammelb. 4980
(i B. C.); of a mother, S.Aj. 849.—The masc. was usu. τροφεύς (q. v.); but τροφός as masc. occurs in E.HF45, El. 409, Pl.Plt. 268a, 268c.2 metaph., of a city,Συράκοσαι, ἀνδρῶν ἵππων τε δαιμόνιαι τροφοί Pi.P. 2.2
;Γῇ τε μητρί, φιλτάτῃ τροφῷ A.Th.16
;αἵματ' ἐκποθένθ' ὑπὸ χθονὸς τροφοῦ Id.Ch.66
(lyr.), cf. S.OT 1092 (lyr.), OC 760;μήτηρ ἁπάντων γαῖα καὶ κοινὴ τ. Men.Mon. 617
;νὺξ ἄστρων τ. E.El.54
;τὴν γεωργίαν τῶν ἄλλων τεχνῶν μητέρα καὶ τ. X.Oec.5.17
, cf. Pl.Plt. 267d; of Miletus,τ. τοῦ.. Ἀπόλλωνος SIG906
A5 (iv A. D.).4 τροφός, ἡ, name of a plaster, Orib.Fr.99. -
3 τροφός
τροφός, οῦ, ἡ (Hom.+; ins, pap, LXX, Philo; Jos., C. Ap. 1, 122; SibOr 13, 43. In gener. as fem. = ‘nurse’, but also ὁ τρόφος Eur. et al. The masc. was ordinarily τροφεύς q.v.) nurse (X., Oec. 5, 17 [w. μήτηρ]; Ael. Aristid. 13 p. 163 D. [w. μήτηρ]; pap since III B.C.; s. also TestNapht 1:9), possibly mother (Lycophron 1284 Europa τροφὸς Σαρπηδόνος; Dionys. Byz. §2 μητέρα καὶ τροφόν of one and the same person; schol. on Pla. 112e of Phaedra in her relationship to Hippolytus [as stepmother]) 1 Th 2:7 (on Cynic background s. AMalherbe, NovTest 12, ’70, 203–17; difft. KDonfried, NTS 31, ’85, 338 and n. 18; New Docs 2, 8. SVilatte, AntCl 60, ’91, 5–28).—DELG s.v. τρέφω C 3. M-M. -
4 τροφός
τροφόςfeeder: masc /fem nom sg -
5 τροφός
τροφός: nurse. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τροφός
-
6 τροφός
-
7 τροφοί
τροφόςfeeder: masc /fem nom /voc pl -
8 τροφούς
τροφόςfeeder: masc /fem acc pl -
9 τροφέ
τροφόςfeeder: masc /fem voc sg -
10 τροφόν
τροφόςfeeder: masc /fem acc sg -
11 κηροτρόφος
-------------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηροτρόφος
-
12 τροφοίς
τρέφωthicken: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)τροφέωserve as a wet-nurse: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)τροφόςfeeder: masc /fem dat pl -
13 τροφοῖς
τρέφωthicken: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)τροφέωserve as a wet-nurse: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)τροφόςfeeder: masc /fem dat pl -
14 τροφού
τρέφωthicken: pres imperat mp 2nd sg (attic epic)τρέφωthicken: imperf ind mp 2nd sg (attic epic)τροφέωserve as a wet-nurse: pres imperat mp 2nd sg (attic)τροφέωserve as a wet-nurse: imperf ind mp 2nd sg (attic)τροφόςfeeder: masc /fem gen sg -
15 τροφοῦ
τρέφωthicken: pres imperat mp 2nd sg (attic epic)τρέφωthicken: imperf ind mp 2nd sg (attic epic)τροφέωserve as a wet-nurse: pres imperat mp 2nd sg (attic)τροφέωserve as a wet-nurse: imperf ind mp 2nd sg (attic)τροφόςfeeder: masc /fem gen sg -
16 τροφώ
-
17 τροφῷ
-
18 τροφώι
-
19 τροφῶι
-
20 τροφών
τρέφωthicken: pres part act masc nom sg (attic epic doric)τροφέωserve as a wet-nurse: pres part act masc nom sg (attic epic doric)τροφήnourishment: fem gen plτροφόςfeeder: masc /fem gen pl
См. также в других словарях:
τροφός — feeder masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
τροφός — η / τροφός, ὁ και ἡ, ΝΜΑ, και τροφόν, τὸ, Α (κυρίως το θηλ.) αυτή που έχει αναλάβει τον θηλασμό ξένου βρέφους, παραμάννα αρχ. 1. (κυρίως το θηλ. και σπαν. το αρσ.) αυτός που τρέφει, που ανατρέφει κάποιον 2. (στους Αττικούς συγγραφείς) η μητέρα 3 … Dictionary of Greek
τροφός — η γυναίκα που θηλάζει ξένο βρέφος, παραμάνα, βυζάχτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροφοί — τροφός feeder masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφούς — τροφός feeder masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφέ — τροφός feeder masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφῷ — τροφός feeder masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφόν — τροφός feeder masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… … Dictionary of Greek
ζωοτρόφος — (I) ζωοτρόφος, ον (Α) (για το γάλα) ζωοποιός, θρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + τροφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο τρόφος, κτηνο τρόφος]. (II) ο (Α ζῳοτρόφος, ον) αυτός που τρέφει ζώα, που παράγει και συντηρεί ζώα, κτηνοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek