-
1 κῡματο-τρόφος
κῡματο-τρόφος, Wellen ernährend, Rhett.; – κῡματό-τροφος, in den Wellen, im Meere ernährt, Conj. für das Folgde.
-
2 κῡματοτρόφος
-
3 κῡματότροφος
κῡματό-τροφος, in den Wellen, im Meere ernährt -
4 κυματοτροφος
См. также в других словарях:
κυματοτρόφος — κυματοτρόφος, ον (Α) (για τη θάλασσα) αυτός που τρέφει τα κύματα («οἷον εἰ μέλλων εἰπεῑν θάλασσαν οὐκ εἴπης, ἀλλὰ τὴν ὑγρὰν τὴν κυματοτρόφον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. γενειο τρόφος, ιερακο τρόφος. Η παροξυτονία… … Dictionary of Greek