-
1 ατυχές
-
2 ἀτυχές
-
3 βέλλιον
Grammatical information: adj.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Fur. 389 compares γελσόν ἀτυχές H.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βέλλιον
-
4 βέλλαι
βέλλαι· ῥαφίδες θαλάσσιαι, Hsch. [full] βέλλιον· ἀτυχές (Cret.), Id. [full] βέλλιρ· τρυφάλεια ([dialect] Lacon.), Id. [full] βέλλομαι, -
5 γελσόν
См. также в других словарях:
ἀτυχές — ἀτυχής unfortunate masc/fem voc sg ἀτυχής unfortunate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ναυαρίνο — Ιστορικός οικισμός της Μεσσηνίας, στο Ιόνιο, γνωστός σήμερα με την ονομασία Πύλος. Αναφέρεται επίσης ως Νιόκατρο ή Νεόκαστρο. ναυμαχία του Ν. Ναυτική σύγκρουση του τουρκοαιγυπτιακού στόλού με ενωμένες ναυτικές μοίρες του αγγλικού, γαλλικού και… … Dictionary of Greek