Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τρυγητήρ

См. также в других словарях:

  • τρυγητήρ — one who gathers ripe fruit masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγητήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. αυτός που συλλέγει τους ώριμους καρπούς και ιδίως τα σταφύλια, ο τρυγητής 2. ονομασία αστέρα, προτρυγητήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυγῶ (Ι) + κατάλ. τήρ* (πρβλ. τιμωρη τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • τρυγητῆρας — τρυγητήρ one who gathers ripe fruit masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγητήρων — τρυγητήρ one who gathers ripe fruit masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρυγητήρ — ῆρος, ὁ, Α αστρον. αστέρας προς τα δεξιά τού αστερισμού τής Παρθένου, που ανατέλλει λίγο πριν από τον τρυγητή, αλλ. τρυγητήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τρυγητήρ (< τρυγῶ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»