-
1 τρυγητηρ
-
2 τρυγητήρ
τρυγητήρ, ῆρος, ὁ, der erntet, Wein lieset, der Winzer, Hes. Sc. 293, wo auffallend υ lang ist.
-
3 τρυγητήρ
τρυγητήρone who gathers ripe fruit: masc nom sg -
4 τρυγητήρ
τρυγητήρ, ῆρος, ὁ, der erntet, Wein lieset, der Winzer -
5 τρυγητήρ
II = προτρυγητήρ, Colum.11.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυγητήρ
-
6 προ-τρυγητήρ
προ-τρυγητήρ, ῆρος, ὁ, und
-
7 τρυγητήρων
τρυγητήρone who gathers ripe fruit: masc gen pl -
8 τρυγητής
-
9 τρυγήτρια
τρυγήτρια, ἡ, fem. von τρυγητήρ, die in der Ernte od. Weinlese arbeitet, die Winzerinn; Dem. 57, 45 führt an, daß Bürgerinnen τιτϑαὶ καὶ ἔριϑοι καὶ τρυγήτριαι γενόνασιν, für Lohn, aus Armuth.
-
10 προτρυγητηρ
- ῆρος ὅ [τρυγάω] (sc. ἀστήρ) предуборочная звезда (справа от созвездия Девы, восходящая незадолго до сбора винограда) Plut. -
11 τρυγητήρας
-
12 τρυγητῆρας
-
13 τρύγη
2 vintage, AP 11.203, Ath.2.40b, PRyl.157.18 (ii A. D.), etc.;τ. ἀμπέλων Hierocl. p.63
A.; grape-gatherers,Hsch.
s.v. σταφυλοδρόμοι; cf. τρυγητήρ. -
14 τρυγητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυγητής
-
15 τρυγήτρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυγήτρια
-
16 προτρυγητήρ
προ-τρυγητήρ, ῆρος, ὁ, u. προ-τρυγητής, ὁ, ein Stern im Tierkreise neben dem rechten Flügel der Jungfrau, der kurz vor der Weinlese aufgeht, vindemitor
См. также в других словарях:
τρυγητήρ — one who gathers ripe fruit masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγητήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. αυτός που συλλέγει τους ώριμους καρπούς και ιδίως τα σταφύλια, ο τρυγητής 2. ονομασία αστέρα, προτρυγητήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυγῶ (Ι) + κατάλ. τήρ* (πρβλ. τιμωρη τήρ)] … Dictionary of Greek
τρυγητῆρας — τρυγητήρ one who gathers ripe fruit masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγητήρων — τρυγητήρ one who gathers ripe fruit masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρυγητήρ — ῆρος, ὁ, Α αστρον. αστέρας προς τα δεξιά τού αστερισμού τής Παρθένου, που ανατέλλει λίγο πριν από τον τρυγητή, αλλ. τρυγητήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τρυγητήρ (< τρυγῶ)] … Dictionary of Greek