-
21 τροχίλους
τροχίλοςEgyptian plover: masc acc pl -
22 τροχίλων
τροχίλοςEgyptian plover: masc gen pl -
23 τροχίλως
τροχίλοςEgyptian plover: masc acc pl (doric) -
24 τροχειλος
-
25 τρωγλο-δύτης
τρωγλο-δύτης, ὁ, der in Höhlen schlüpft, in Höhlen wohnt, Arist. H. A. 8, 12; bes. – a) Name eines Vogels, wie unsers Zaunkönigs, sonst τρόχιλος, Arist. – b) Name eines Volkes, s. nom. pr.
-
26 κόρυθος
-
27 εἰρηναῖος
εἰρηναῖος, friedlich, ruhig; καί σφι ταῠτα μὲν εἰρηναῖα ἦν Her. 6, 42; ὁ δὲ τροχίλος εἰρηναῖόν οἵ ἐστι, lebt mit ihm im Frieden, 2, 68; ὁ κήρυξ ἀπήγγειλεν οὐδὲν εἰρηναῖον παρὰ τῶν Κορινϑίων Thuc. 1, 29; was im Frieden geschieht, Her. 6, 57. – Adv. εἰρηναίως, Her. 3, 154.
-
28 ὀρχίλος
-
29 δραπετης
I1) бежавший, беглый(ἀνήρ Soph. и ἄνθρωπος Plat.; δοῦλος Her.)
δ. πούς Eur., Aeschin. — бегущий, беглец2) быстро убегающий, ускользающий, неуловимый(ὄλβος Pind.; τροχίλος Arst.; βίος Anth.)
δ. κλῆρος Soph. досл. — распадающийся (подраз. в урне) жребий, т.е. жребий, заранее обеспечивающий успех, подложный, нечестный ( при бросании жребия глиняный черепок подменяли иногда куском рыхлой земли)II -
30 δυσαλωτος
21) трудноуловимый, неуловимый(ἄγρα Plat.; τροχίλος, ἰχθύς Arst.)
2) с трудом завоевываемый, неприступный(ἀρχή Aesch.; χωρίον Plut.)
3) недоступный, недостижимыйκακῶν δ. οὐδείς Soph. — никому не избежать злой судьбы
4) трудный для понимания, непостижимый5) неуязвимый ( для болезней), т.е. выносливый, закаленный(σῶμα Plut.)
-
31 Τροχίλω
-
32 Τροχίλῳ
-
33 τροχίλω
-
34 τροχίλῳ
-
35 καταπίνω
A , later- πιοῖμαι Plu.Alc.15
: [tense] aor.κατέπιον IG4.951.102
(Epid.); poet.κάππιον Hes.Th.p.45
R.: [tense] pf. :—gulp, swallow down, both of liquids and solids (), τοὺς μὲν κατέπινε Κρόνος (sc. υἱούς) Hes.Th. 459, cf. 467, E.Cyc. 219;ὁ τροχίλος.. καταπίνει τὰς βδέλλας Hdt.2.68
, cf. 70; ; λίθους Id.Av. l. c.; [ κίχλας] Pherecr.108.24; [ μάζας] Telecl.1.5; of the sea,μὴ ναῦν κατὰ κῦμα πίῃ Thgn.680
, cf. Arist.Pr. 931b39 ([voice] Pass.); τὸ στόμα [ τῆς γῆς]- πίεται αὐτούς LXXNu.16.30
:—[voice] Pass., τὸ -ποθὲν ὕδωρ (sc. by the earth) Pl.Criti. 111d; of rivers that disappear underground, Arist.Mete. 351a1;ὑφ' ἅμμου D.S.1.32
; of cities swallowed by an earthquake, Str.1.3.17;πόλις καταποθεῖσα ὑπὸ τῆς θαλάττης Plb.2.41.7
.2 abs., swallow,μόλις καταπίνειν δύνηται Hp.Aph. 4.35
, cf. Gal.Nat.Fac.3.6.II metaph., τὸν ἡμίοπον ὁ μέγας [ αὐλὸς] κ. A.Fr.91;καταπιοῦνται ὑμᾶς οἱ Ἀθηναῖοι Plu.Alc.15
:—[voice] Pass., to be absorbed, of knots in wood, Thphr.HP5.2.2;τῆς -πεπομένης ὑπ' αὐτοῦ φύσεως Dam.Pr.10
.b κ. Εὐριπίδην drink in Euripides, i.e. imbibe his spirit, Ar.Ach. 484, Luc.JTr.1:—[voice] Pass.,τὸ τεχνίον ἀεὶ τοῦτό μοι κατεπίνετο Antid.2.4
.c swallow, absorb,τὰς τέχνας Chrysipp.Stoic.2.257
([voice] Pass.); but, swallow one's anger, ib. 242.2 swallow up, consume, [the robe] ; ὁ δικαστὴς αὐτὰ [the revenue]καταπίνει μόνος Id.Ra. 1466
; τὸν ναύκληρον αὐτῷ σκάφει κ. Anaxil.22.19; τι Men. Epit. 151.3 spend, waste in tippling, [ τὴν οὐσίαν]οὐ μόνον κατέφαγεν, ἀλλὰ.. καὶ κατέπιεν Aeschin.1.96
, cf. D.C.45.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπίνω
-
36 κλαδαρόρυγχος
κλᾰδᾰρόρυγχος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλαδαρόρυγχος
-
37 κόρυθος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόρυθος
-
38 τύραννος
A an absolute ruler, unlimited by law or constitution, first in h.Mart. 5 (unless the hymn is late), where it is used of a god, Ἆρες,.. ἀντιβίοισι τύραννε; so ὁ τῶν θεῶν τ., of Zeus, A.Pr. 736, cf. Ar.Nu. 564 (lyr.); ὦ τύραννε τᾶς ἐμᾶς φρενός, i.e. Apollo, S.Tr. 217 (lyr.); ; Μὴν Τύραννος, a Phrygian deity worshipped in Attica, IG22.1366.2(i A. D.), al.; οὔ, τὴν τ. (perh. Hera), in an oath, Herod.5.77: first used of monarchs in the time of Archil. (cf.τυραννίς 1
) acc. to Hippias 9 D.;Φίττακον ἐστάσαντο τ. Alc. 37
A;ἢν μή τις ἢ τ. ἢ σκηπτοῦχος ᾖ Semon.7.69
;λαγέτας τ. Pi.P.3.85
; interchangeable with βασιλεύς in Isoc.2.4 (cf. 1), 35 (cf. 36); later, chief, princeling, OGI 654.8 (Egypt, i B. C.);τ. ἴδιοι καθ' ἕκαστον ἐμτπόριον Peripl.M.Rubr.14
: c. gen.,Κροῖσος.. τ. ἐθνέων τῶν ἐντὸς Ἅλυος Hdt.1.6
; Κλεισθένης ὁ Σικυῶνος τ., Ἱστιαῖος ὁ Μιλήτου τ., etc., Id.5.67, 7.10.γ, etc.;ὁ τῶν Κυπρίων τ. Sor.1.39
; οἱ τ., of the Sicilian tyrants, Th.1.14; of the Pisistratidae, X.HG6.5.33, Arist.Ath.13.5, Pol. 1275b36, cf. Th.6.54, Pl.Smp. 182c;τὸν τ. κτανέτην Scol.9.3
; οἱ τ. the monarchical party,προδιδοὺς τοῖς τ. τὴμ πόλιν τὴν Ἐρυθραίων IG12.10.32
: freq. in a bad sense,δημοφάγος τ. Thgn.1181
, cf. 823, Hdt.3.80, Pl.Grg. 510b, Plt. 301c, R. 569b, etc.; (lyr.).2 in a wider sense, of members of the ruler's family, οἱ τ. 'the royal house', Id.Tr. 316, cf. OC 851, Charito 1.2: ἡ τύραννος is used both of the queen herself and the king's daughter, princess, E.Hec. 809, Med. 42, 877, 1356, cf. infr. 11; πρέπει γὰρ ὡς τ. εἰσορᾶν, of Clytemnestra, S.El. 664;αὐτὴ.. τ. ἦ Φρυγῶν E.Andr. 204
.3 metaph., ἵνα Δίκη τ. ᾖ that Justice may be supreme, Critias 25.6D.;Ερως τ. ἀνδρῶν E. Hipp. 538
(lyr.);Πειθὼ τὴν τ. ἀνθρώποις μόνην Id.Hec. 816
.II τύραννος, ον, as Adj., kingly, royal,τύραννα σκῆπτρα A. Pr. 761
;τ. σχῆμα S.Ant. 1169
; τύραννα δρᾶν to act as a king, Id.OT 588;ἡ τύραννος κόρη E.Med. 1125
; τύραννον δῶμα the king's palace, Id.Hipp. 843 (lyr.), etc.;τ. ἑστία Id.Andr.3
; τ. δόμος the royal house, Id.Hel. 478, etc.; ἐς τύρανν' ἐγημάμην into the royal house, Id.Tr. 474.2 imperious, despotic,τ. πόλις Th.1.122
, 124;αἱ τ. φύσεις Luc.Ner.2
. (Loan-word, prob. from Phrygian or Lydian.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τύραννος
-
39 ὀρχίλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρχίλος
-
40 εἰρηναῖος
εἰρηναῖος, friedlich, ruhig; ὁ δὲ τροχίλος εἰρηναῖόν οἵ ἐστι, lebt mit ihm im Frieden; was im Frieden geschieht
См. также в других словарях:
τρόχιλος — τρόχιλος, ο και τροχίλος, ο 1. τροχός που γυρίζει ελεύθερα σε άξονα και που έχει αυλακωτή στεφάνη, απ όπου περνάει το σκοινί για την ανύψωση βαριών πραγμάτων, καρούλι, μακαράς. 2. μικρό γοργόφτερο πουλί που ζει σε περιοχές με πολλά νερά, κολίβριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τροχίλος — Egyptian plover masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίλος — Egyptian plover masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίλος — ο, ΝΜΑ, και τρόχιλος, Ν αρχιτ. η κοίλη εσοχή που βρίσκεται μεταξύ τών δύο σπειρών τής βάσης τών ιωνικών κιόνων, η σκοτία νεοελλ. στον πληθ. οι τρόχιλοι ζωολ. υπόταξη αποδόμορφων πτηνών τού Νέου Κόσμου νεοελλ. μσν. μηχανισμός ανύψωσης βαρών,… … Dictionary of Greek
τρόχιλος — ο, Ν βλ. τροχίλος … Dictionary of Greek
Τροχίλε — Τροχίλος Egyptian plover masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίλε — τροχίλος Egyptian plover masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τροχίλοι — Τροχίλος Egyptian plover masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίλοι — τροχίλος Egyptian plover masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τροχίλοις — Τροχίλος Egyptian plover masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίλοις — τροχίλος Egyptian plover masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)