Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τριγχός

См. также в других словарях:

  • τριγχός — ὁ, Α βλ. θριγκός …   Dictionary of Greek

  • θριγκός — Το τμήμα της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, το οποίο στους αρχαίους ναούς στηρίζεται πάνω στις κολόνες. Στους ναούς δωρικού ρυθμού ο θ. αποτελείται από τρία οριζόντια τμήματα: το επιστύλιο, τη ζωφόρο και την κορωνίδα. Το επιστύλιο είναι συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • τριγχίον — τὸ, Α [τριγχός] θριγκίον* …   Dictionary of Greek

  • τριγχώ — όω, Α [τριγχός] θριγῶ* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»