Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
τριγχός
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
τριγχός — ὁ, Α βλ. θριγκός … Dictionary of Greek
θριγκός — Το τμήμα της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, το οποίο στους αρχαίους ναούς στηρίζεται πάνω στις κολόνες. Στους ναούς δωρικού ρυθμού ο θ. αποτελείται από τρία οριζόντια τμήματα: το επιστύλιο, τη ζωφόρο και την κορωνίδα. Το επιστύλιο είναι συνήθως… … Dictionary of Greek
τριγχίον — τὸ, Α [τριγχός] θριγκίον* … Dictionary of Greek
τριγχώ — όω, Α [τριγχός] θριγῶ* … Dictionary of Greek