-
1 поезд
поезд м το τρένο· скорый \поезд η ταχεία· \поезд-экспресс το εξπρές* \поезда дальнего следования τα τρένα μακράς διαδρομής· товарный \поезд το εμπορικό τρένο* * *мτο τρένοско́рый по́езд — η ταχεία
по́езд-экспре́сс — το εξπρές
поезда́ да́льнего сле́дования — τα τρένα μακράς διαδρομής
това́рный по́езд — το εμπορικό τρένο
-
2 эшелон
-а α.1. (στρατ.) το κλιμάκιο.2. τρένο, αμαξοστοιχία•эшелон с углм τρένο με κάρβουνο•
овощной эшелон τρένο με λάχανα.
|| σμήνος αεροπλάνων. || φάλαγγα αυτοκινήτων. -
3 поезд
η αμαξοστοιχία, ο (σιδηροδρομικός) συρμόςразг. το τρένο (ξεν.)санитарный - υγειονομική -, νοσοκομειακή -товарный - το φορτηγό τρένο, η εμπορική αμαξοστοιχία (για μεταφορά ζώωνκαυσίμων κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поезд
-
4 ехать
ехать 1) πηγαίνω ( με μετα φορικό μέσο) \ехать поездом (на автомобиле, метро) πηγαίνω με τρένο ( αυτοκίνητο, μετρό) \ехать верхом πηγαίνω καβάλα 2) (уезжать) φεύγω, αναχωρώ куда вы едете? πού πηγαίνετε; я еду завтра φεύγω αύριο* * *е́хать по́ездом (на автомоби́ле, метро́) — πηγαίνω με τρένο (αυτοκίνητο, μετρό)
е́хать верхо́м — πηγαίνω καβάλα
2) ( уезжать) φεύγω, αναχωρώкуда́ вы е́дете? — πού πηγαίνετε
я е́ду за́втра — φεύγω αύριο
-
5 на
на Ι 1) (при обознач. места) (ε) πάνω' σε' για' на столе, на стол πάνω στο τραπέζι·на бумаге στο χαρτί' я живу на улице... μένω στην οδό...2) (при обознач. направления) σε, προς' я иду на концерт πηγαίνω στο κοντσέρτο* на восток προς την ανατολή 3) (при обознач. средства передвижения) με' поедем на автобусе πάμε μελεωφορείο" ехать на поезде πηγαίνω με τρένο 4) (при обознач. срока, времени) για·я приехал на две недели ήρθα για δυο βδομάδες· назначить что-л. на завтра на три часа καθορίζω κάτι για αύριο στις τρεις η ώρα' на следующий день την άλλη μέρα· на будущей неделе την προσεχή βδομάδα 5) (при обознач. меры, количества) για" σε" на двух человек για δύο άτομα' разделить на два διαιρώ στα δύο ◇ перевести на греческий язык μεταφράζω στα ελληνικά* * *I1) (при обознач. места) (ε)πανω; σε; γιαна столе́, на стол — πάνω στο τραπέζι
на бума́ге — στο χαρτί
я живу́ на у́лице… — μένω στην οδό…
2) (при обознач. направления) σε, προςя иду́ на конце́рт — πηγαίνω στο κον(τ)σέρτο
на восто́к — προς την ανατολή
3) (при обознач. средства передвижения) μεпое́дем на авто́бусе — πάμε με λεωφορείο
е́хать на по́езде — πηγαίνω με τρένο
4) (при обознач. срока, времени) γιαя прие́хал на две неде́ли — ήρθα για δυο βδομάδες
назна́чить что-л. на за́втра на три часа́ — καθορίζω κάτι για αύριο στις τρεις η ώρα
на сле́дующий день — την άλλη μέρα
на бу́дущей неде́ле — την προσεχή βδομάδα
5) (при обознач. меры, количества) για;σεна двух челове́к — για δύο άτομα
раздели́ть на́ два — διαιρώ στα δύο
••IIперевести́ на гре́ческий язы́к — μεταφράζω στα ελληνικά
( возьми) να!, πάρε! -
6 опоздать
опоздать, опаздывать αργώ, καθυστερώ· я \опоздатьл на пять минут άργησα πέντε λεπτά· я не \опоздатьл δεν άργησα· я \опоздатьл на поезд δεν πρόλαβα το τρένο; не опаздывай μην αργήσεις* * *= опаздыватьαργώ, καθυστερώя опозда́л на пять мину́т — άργησα πέντε λεπτά
я не опозда́л — δεν άργησα
я опозда́л на по́езд — δεν πρόλαβα το τρένο
не опа́здывай — μην αργήσεις
-
7 остаться
остаться β рази. знач. μένω; \остаться дома μένω σπίτι· до отхода поезда осталось десять минут μένουν δέκα λεπτά για να φύγει το τρένο; \остаться в живых επιζώ; σώζομαι* * *в разн. знач.оста́ться до́ма — μένω σπίτι
до отхо́да по́езда оста́лось де́сять мину́т — μένουν δέκα λεπτά για να φύγει το τρένο
оста́ться в живы́х — επιζώ; σώζομαι
-
8 пересадка
пересадка ж 1) η αλλαγή (μεταφορικού μέσου)· сделать \пересадка у αλλάζω (τρένο, πλοίο κτλ.) 2) мед. η μεταμόσχευση* * *ж1) η αλλαγή (μεταφορικού μέσου)сде́лать переса́дку — αλλάζω (τρένο, πλοίο κτλ.)
2) мед. η μεταμόσχευση -
9 пересесть
пересесть 1) αλλάζω θέση 2) (на транспорте) αλλάζω ( τρένο, πλοίο κτλ.)* * *1) αλλάζω θέση2) ( на транспорте) αλλάζω (τρένο, πλοίο κτλ.) -
10 пригородный
пригородный: \пригородный поезд το τρένο των προαστίων разг. о ηλεκτρικός* * *при́городный по́езд — το τρένο των προαστίων разг. ο ηλεκτρικός
-
11 проводить
I проводить I см. провести II проводить II (кого-л. куда-либо) συνοδεύω, οδηγώ; \проводить на поезд (вокзал ) συνοδεύω ως το τρένο (στο σταθμό)* * *I см. провести II(кого-л. куда-либо) συνοδεύω, οδηγώпроводи́ть на по́езд (вокза́л) — συνοδεύω ως το τρένο (στο σταθμό)
-
12 проспать
проспать 1) κοιμούμαι· \проспать до утра κοιμούμαι ως το πρωί 2) (не проснуться вовремя) παρακοιμάμαι, κοιμάμαι υπερβολικά; я \проспатьл и опоздал на поезд άργησα να ξυπνήσω και έχασα το τρένο* * *1) κοιμούμαιпроспа́ть до утра́ — κοιμούμαι ως το πρωί
2) ( не проснуться вовремя) παρακοιμάμαι, κοιμάμαι υπερβολικάя проспа́л и опозда́л на по́езд — άργησα να ξυπνήσω και έχασα το τρένο
-
13 сесть
сесть 1) κάθομαι, παίρνω θέση* сядьте, пожалуйста! καθήστε, παρακαλώ! \сесть за стол κάθομαι στο τραπέζι 2) (о солнце) βασιλεύω, δύω 3) (в транспорт ) μπαρκάρω (на пароход)· ανεβαίνω (в трамвай и т. п.)· \сесть в поезд (автобус ) παίρνω το τρένο (λεωφορείο) 4) (о самолёте ) προσγειώνομαι* * *1) κάθομαι, παίρνω θέσηся́дьте, пожа́луйста! — καθήστε, παρακαλώ!
сесть за сто́л — κάθομαι στο τραπέζι
2) ( о солнце) βασιλεύω, δύω3) ( в транспорт) μπαρκάρω ( на пароход); ανεβαίνω (в трамвай и т. п.)сесть в по́езд (авто́бус) — παίρνω το τρένο (λεωφορείο)
4) ( о самолёте) προσγειώνομαι -
14 следовать
следовать 1) (идти следом ) ακολουθώ 2) (о поезде и т. п.) πηγαίνω, κατευθύνομαι; поезд \следоватьует до Москвы το τρένο πηγαίνει ως τη Μόσχα 3): \следоватьует безл. (нужно, тж. причитается) πρέπει* \следоватьует помнить πρέπει να θυμάται κανείς· сколько с меня \следоватьует? πόσο πρέπει να πληρώσω; ◇ как \следоватьует όπως πρέπει* * *1) ( идти следом) ακολουθώ2) (о поезде и т. п.) πηγαίνω, κατευθύνομαιпо́езд сле́дует до Москвы́ — το τρένο πηγαίνει ως τη Μόσχα
3)сле́дует — безл. (нужно, тж. причитается) πρέπει
сле́дует по́мнить — πρέπει να θυμάται κανείς
ско́лько с меня́ сле́дует? — πόσο πρέπει να πληρώσω
••как сле́дует — όπως πρέπει
-
15 товарный
-
16 успевать
успевать, успеть προλαβαίνω, προφτάνω, προφταίνω; успеть на поезд προλαβαίνω το τρένο* * *= успетьπρολαβαίνω, προφτάνω, προφταίνωуспе́ть на по́езд — προλαβαίνω το τρένο
-
17 электричка
-
18 электровоз
-
19 электропоезд
электропоезд м о ηλεκτρικός (τρένο) \электропоездстанция ж о ηλεκτρικός σταθμός; тепловая \электропоезд станция το θερμικό εργοστάσιο ηλεκτρισμού* * *мο ηλεκτρικός (τρένο) -
20 паровик
-а ;α. (τεχ.) ατμολέβητας• ατμομηχανή, ατμοκινητήρας.(απλ.) το τρένο. || παλ. μικρό τρένο.
См. также в других словарях:
τρένο — και τραίνο, το, Ν σιδηρόδρομος, αμαξοστοιχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. treno < γαλλ. train < ρ. trainer με αρχική σημ. «σύρω έλκω»] … Dictionary of Greek
τρένο — το (λ. γαλλ.), σιδηρόδρομος, σιδηροδρομική αμαξοστοιχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Xylina Spathia — Infobox musical artist | Name = Xylina Spathia Landscape = no Img capt = Giati o dromos einai alithia, hilia ki ena paramythia, einai to spiti mas, den ehei telos ... Background = group or band Origin = flagicon|Greece Thessaloniki, Greece Genre … Wikipedia
Сабанис, Йоргос — Йоргос Сабанис Имя при рождении греч. Γιώργος Σαμπάνης Дата рождения 1983 год(1983) … Википедия
κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Κιλελέρ — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 75 μ., 546 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 29 χλμ. ΝΑ της πόλης της Λάρισας. Αποτελεί έδρα του δήμου Κιλελέρ. Παλαιότερα ονομαζόταν Κυψέλη. Το Κ. έμεινε στην ιστορία του ελληνικού… … Dictionary of Greek