Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

προφτάνω

  • 1 успевать

    успевать, успеть προλαβαίνω, προφτάνω, προφταίνω; успеть на поезд προλαβαίνω το τρένο
    * * *
    = успеть
    προλαβαίνω, προφτάνω, προφταίνω

    успе́ть на по́езд — προλαβαίνω το τρένο

    Русско-греческий словарь > успевать

  • 2 догнать

    догнать φτάνω έγκαιρα, προφτάνω, προλαβαίνω
    * * *
    φτάνω έγκαιρα, προ/φτάνω, προλαβαίνω

    Русско-греческий словарь > догнать

  • 3 нагонять

    нагонять
    несов
    1. (догонять) φτάνω, προφτάνω, καταφτάνω·
    2. (наверстывать) ἀναπληρώνω, κερδίζω·
    3. (вызывать, причинять) προξενώ, φέρνω:
    \нагонять тоску́ φέρνω ἀνία· \нагонять страх на кого-л. προξενώ φόβο σέ κάποιο· \нагонять сон προκαλώ ὕπνο.

    Русско-новогреческий словарь > нагонять

  • 4 догнать

    -гони, -гонишь, παρλθ. χρ. -гнал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. догнанный, βρ: -нан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. φτάνω', προφτάνω, πλησιάζω•

    он -ал его на полдороге αυτός τον πρόφτασε στα μισά του δρόμου.

    || εξισώνομαι, αναδείχνομαι εφάμιλλος.
    2. προωθώ, βγάζωί•

    стадо до пастбища βγάζω το κοπάδι στη βοσκή.

    Большой русско-греческий словарь > догнать

  • 5 достигнуть

    κ. достичь, -йгну, -йгнешь; достиг, -ла, -ло ρ.σ.
    1. φτάνω, πλησιάζω• εγγίζω•

    достигнуть порта φτάνω στο λιμάνι.

    2. φτάνω ως•

    мороз -иг 40 το ψύχος έφτασε τους 40 βαμούς•

    трава, -гла человеческого роста τό χορτάρι έφτασε το ανθρώπινο ανάστημα.

    3. ζω•

    достигнуть старости ζω ως τα γεράματα.

    4. πετυχαίνω, κατορθώνω (το επιδιωκόμενο), φτάνω•

    достигнуть цели πετυχαίνω το σκοπό.

    5. μ παλ. φτάνω, προφτάνω, πλησιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > достигнуть

  • 6 отстать

    -стану, -станешь, προστκ. отстань ρ.σ.
    1. μένω πίσω• βραδύνω, αργοπορώ, καθυστερώ. || δε προκάνω, δεν προφτάνω•

    отстать от поезда δεν προκάνω το τρένο.

    2. μένω τελευταίος. || μτφ. υστερώ•

    этот ученик очень -ал αυτός ο μαθητής έμεινε πολύ πίσω (στα μαθήματα)•

    отстать в развитии υστερώ στην ανάπτυξη•

    отстать от жизни μένω πίσω από τη ζωή.

    || πηγαίνω (μένω)•

    часы -ли το ρολάγι έμεινε πίσω.

    3. αποσπώμαι• ξεκολλώ πέφτω•

    штукатура -ла ο σοβάς έπεσε•

    кора -ла от ствола η φλούδα βγήκε από τον κορμό.

    || καθαρίζω•

    пятно -ло ο λεκές καθάρισε (βγήκε).

    4. ξεκόβω, αποχωρώ, κόβω σχέσεις, λύω τους δεσμούς•

    отстать от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους.

    5. παρατώ, αφήνω, εγκαταλείπω• παύω να ασχολούμαι, να ενδιαφέρομαι. || ξεσυνηθίζω.
    6. παύω να ενοχλώ, αφήνω ήσυχο• παρατώ•

    отстинь от шеяа παράτα μας, άσε με ήσυχο, ξεφόρτωσε με.

    Большой русско-греческий словарь > отстать

См. также в других словарях:

  • προφτάνω — Ν βλ. προφθάνω …   Dictionary of Greek

  • προφτάνω — βλ. προφταίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κιχάνω — και κιγχάνω (Α) 1. συναντώ, βρίσκω, πετυχαίνω («μή σε γέρον κοίλῃσιν ἐγὼ παρὰ νηυσὶ κιχείω», Ομ. Ιλ.) 2. προλαβαίνω κάποιον ή κάτι, προφτάνω κάποιον ή κάτι (α. «ἠέ σε δουρὶ κιχήσομαι», Ομ. Ιλ. β. «ὅ καὶ πτερόεντ αἰετὸν κίχε», Πίνδ.) 3. τυγχάνω*… …   Dictionary of Greek

  • προφθάνω — ΝΜΑ, και προφταίνω κ. προφτάνω Ν 1. προλαβαίνω να κάνω κάτι πριν από κάποιον άλλο ή προτού συμβεί κάτι (α. «πρόφτασα και βγήκα από το σπίτι» β. «προέφθασεν αὐτὸν ὁ Ἰησοῡς λέγων» ΚΔ, γ. «προφθάσασα καρδία γλῶσσαν» Αισχύλ.) 2. την κατάλληλη στιγμή… …   Dictionary of Greek

  • προφταίνω — και προφτάνω πρόφτασα, προφτάστηκα 1. φτάνω στην ώρα, κάνω κάτι έγκαιρα, προλαβαίνω: Εκεί που ο νους δεν πρόφταινε και λύγιζαν τα γόνατα (Γ. Σεφέρης). 2. έχω καιρό να κάνω κάτι, μου φτάνει ο χρόνος: Ώσπου να ρθεις θα προφτάσω να τελειώσω κι εγώ.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»