-
1 успевать
успевать, успеть προλαβαίνω, προφτάνω, προφταίνω; успеть на поезд προλαβαίνω το τρένο* * *= успетьπρολαβαίνω, προφτάνω, προφταίνωуспе́ть на по́езд — προλαβαίνω το τρένο
-
2 догнать
-
3 нагонять
нагонятьнесов1. (догонять) φτάνω, προφτάνω, καταφτάνω·2. (наверстывать) ἀναπληρώνω, κερδίζω·3. (вызывать, причинять) προξενώ, φέρνω:\нагонять тоску́ φέρνω ἀνία· \нагонять страх на кого-л. προξενώ φόβο σέ κάποιο· \нагонять сон προκαλώ ὕπνο. -
4 догнать
-гони, -гонишь, παρλθ. χρ. -гнал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. догнанный, βρ: -нан, -а, -о ρ.σ.μ.1. φτάνω', προφτάνω, πλησιάζω•он -ал его на полдороге αυτός τον πρόφτασε στα μισά του δρόμου.
|| εξισώνομαι, αναδείχνομαι εφάμιλλος.2. προωθώ, βγάζωί•стадо до пастбища βγάζω το κοπάδι στη βοσκή.
-
5 достигнуть
κ. достичь, -йгну, -йгнешь; достиг, -ла, -ло ρ.σ.1. φτάνω, πλησιάζω• εγγίζω•достигнуть порта φτάνω στο λιμάνι.
2. φτάνω ως•мороз -иг 40 το ψύχος έφτασε τους 40 βαμούς•
трава, -гла человеческого роста τό χορτάρι έφτασε το ανθρώπινο ανάστημα.
3. ζω•достигнуть старости ζω ως τα γεράματα.
4. πετυχαίνω, κατορθώνω (το επιδιωκόμενο), φτάνω•достигнуть цели πετυχαίνω το σκοπό.
5. μ παλ. φτάνω, προφτάνω, πλησιάζω. -
6 отстать
-стану, -станешь, προστκ. отстань ρ.σ.1. μένω πίσω• βραδύνω, αργοπορώ, καθυστερώ. || δε προκάνω, δεν προφτάνω•отстать от поезда δεν προκάνω το τρένο.
2. μένω τελευταίος. || μτφ. υστερώ•этот ученик очень -ал αυτός ο μαθητής έμεινε πολύ πίσω (στα μαθήματα)•
отстать в развитии υστερώ στην ανάπτυξη•
отстать от жизни μένω πίσω από τη ζωή.
|| πηγαίνω (μένω)•часы -ли το ρολάγι έμεινε πίσω.
3. αποσπώμαι• ξεκολλώ πέφτω•штукатура -ла ο σοβάς έπεσε•
кора -ла от ствола η φλούδα βγήκε από τον κορμό.
|| καθαρίζω•пятно -ло ο λεκές καθάρισε (βγήκε).
4. ξεκόβω, αποχωρώ, κόβω σχέσεις, λύω τους δεσμούς•отстать от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους.
5. παρατώ, αφήνω, εγκαταλείπω• παύω να ασχολούμαι, να ενδιαφέρομαι. || ξεσυνηθίζω.6. παύω να ενοχλώ, αφήνω ήσυχο• παρατώ•отстинь от шеяа παράτα μας, άσε με ήσυχο, ξεφόρτωσε με.
См. также в других словарях:
προφτάνω — Ν βλ. προφθάνω … Dictionary of Greek
προφτάνω — βλ. προφταίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κιχάνω — και κιγχάνω (Α) 1. συναντώ, βρίσκω, πετυχαίνω («μή σε γέρον κοίλῃσιν ἐγὼ παρὰ νηυσὶ κιχείω», Ομ. Ιλ.) 2. προλαβαίνω κάποιον ή κάτι, προφτάνω κάποιον ή κάτι (α. «ἠέ σε δουρὶ κιχήσομαι», Ομ. Ιλ. β. «ὅ καὶ πτερόεντ αἰετὸν κίχε», Πίνδ.) 3. τυγχάνω*… … Dictionary of Greek
προφθάνω — ΝΜΑ, και προφταίνω κ. προφτάνω Ν 1. προλαβαίνω να κάνω κάτι πριν από κάποιον άλλο ή προτού συμβεί κάτι (α. «πρόφτασα και βγήκα από το σπίτι» β. «προέφθασεν αὐτὸν ὁ Ἰησοῡς λέγων» ΚΔ, γ. «προφθάσασα καρδία γλῶσσαν» Αισχύλ.) 2. την κατάλληλη στιγμή… … Dictionary of Greek
προφταίνω — και προφτάνω πρόφτασα, προφτάστηκα 1. φτάνω στην ώρα, κάνω κάτι έγκαιρα, προλαβαίνω: Εκεί που ο νους δεν πρόφταινε και λύγιζαν τα γόνατα (Γ. Σεφέρης). 2. έχω καιρό να κάνω κάτι, μου φτάνει ο χρόνος: Ώσπου να ρθεις θα προφτάσω να τελειώσω κι εγώ.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)