-
1 грузовой
φορτηγός, φορτωτικός, του φορτίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > грузовой
-
2 грузовой
-
3 товарный
-
4 товарностьый
товарность||ыйприл1. ἐμπορευματικός, ἐμπορεύσιμος, φορτηγός:\товарностьыйое хозяйство ἡ ἐμπορευματική οίκονομία·2. ж.-д. φορτηγός:\товарностьыйый поезд τό φορτηγό τραίνο· \товарностьыйый вагон τό φορτηγό βαγόνι. -
5 товарный
1. (предназначенный для торговли) εμπορικός, εμπορευματικός 2. ж.-д. φορτηγός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > товарный
-
6 грузовой
грузовойприл φορτηγός:\грузовой автомобиль τό φορτηγό αὐτοκίνητο, τό καμιόνι· \грузовой транспорт ἡ μεταφορά μέ φορτηγά αὐτοκίνητα. -
7 транспортный
транспортн||ыйприл μεταγωγικός, μεταφορικός, φορτηγός:\транспортныйое су́дно τό φορτηγό πλοίο, τό μεταγωγικό σκάφος' \транспортныйый самолет τό μεταγωγικό ἀεροπλάνο· \транспортныйые расходы фин. τά μεταφορικά, τά ἔξοδα μεταφοράς. -
8 вьючный
επ.φορτωτικός, της φόρτωσης•-ые ремни τα λουριά της φόρτωσης..
φορτηγός, φορτιάρικος•-ые животные φορτιάρικα ζώα.
-
9 грузовой
επ.1. φορτωτικός.2. φορτηγός•транспорт φορτηγό μεταφορικό μέσο ή και φορτηγό αυτοκίνητο•
-ое судно φορτηγό σκάφος•
грузовой самолет μεταγωγικό αεροπλάνο.
-
10 товарный
επ.εμπορικός• εμπορευτικός, εμπορευματικός•-ое обращение η κυκλοφορία εμπορευμάτων•
товарный склад αποθήκη εμπορευμάτων.
|| φορτηγός•товарный поезд φορτηγό τρένο•
товарный вагон εμπορικό βαγόνι.
εκφρ.- ое производство – εμπορική παραγωγή.
См. также в других словарях:
φορτηγός — one who carries cargoes masc nom sg φορτηγός one who carries cargoes masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτηγός — ό / φορτηγός, όν, ΝΜΑ αυτός που μεταφέρει φορτία, εμπορεύματα (α. «φορτηγό πλοίο» β. «φορτηγὸς ναῡς», Πολυδ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το φορτηγό αυτοκίνητο τροχοφόρο όχημα μεγάλης μεταφορικής ικανότητας προοριζόμενο για τη μεταφορά βαρέων φορτίων … Dictionary of Greek
φορτηγός, -ός, -ό — 1. αυτός που μεταφέρει φορτία: Φορτηγό ζώο. 2. το ουδ. ως ουσ., φορτηγό (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φορτηγά — φορτηγός one who carries cargoes neut nom/voc/acc pl φορτηγά̱ , φορτηγός one who carries cargoes fem nom/voc/acc dual φορτηγά̱ , φορτηγός one who carries cargoes fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτηγόν — φορτηγός one who carries cargoes masc acc sg φορτηγός one who carries cargoes neut nom/voc/acc sg φορτηγός one who carries cargoes masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτηγοί — φορτηγός one who carries cargoes masc nom/voc pl φορτηγός one who carries cargoes masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτηγούς — φορτηγός one who carries cargoes masc acc pl φορτηγός one who carries cargoes masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτηγέ — φορτηγός one who carries cargoes masc voc sg φορτηγός one who carries cargoes masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτηγῷ — φορτηγός one who carries cargoes masc/neut dat sg φορτηγός one who carries cargoes masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτηγότατα — φορτηγός one who carries cargoes adverbial superl φορτηγός one who carries cargoes neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτηγῶν — φορτηγέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) φορτηγός one who carries cargoes fem gen pl φορτηγός one who carries cargoes masc/neut gen pl φορτηγός one who carries cargoes masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)