Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

επιζώ

  • 1 остаться

    остаться β рази. знач. μένω; \остаться дома μένω σπίτι· до отхода поезда осталось десять минут μένουν δέκα λεπτά για να φύγει το τρένο; \остаться в живых επιζώ; σώζομαι
    * * *
    в разн. знач.

    оста́ться до́ма — μένω σπίτι

    до отхо́да по́езда оста́лось де́сять мину́т — μένουν δέκα λεπτά για να φύγει το τρένο

    оста́ться в живы́х — επιζώ; σώζομαι

    Русско-греческий словарь > остаться

  • 2 пережить

    пережить 1) (испытать) περνώ, δοκιμάζω· \пережить радостные минуты περνώ ευχάριστες στιγμές 2) (кого-что-л.) επιζώ
    * * *
    1) ( испытать) περνώ, δοκιμάζω

    ра́достные мину́ты — περνώ ευχάριστες στιγμές

    2) (кого-что-л.) επιζώ

    Русско-греческий словарь > пережить

  • 3 выживание

    η επιβίωση
    -ть επιβιώνω, επιζώ

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выживание

  • 4 выживать

    выживать
    несов
    1. ἐπιζώ, ἐπιβιῶ, μένω στή ζωή, γλυτώνω ἀπό τό θάνατο/ γίνομαι καλά, ἀναρρωνύω (после болезни)·
    2. (выгонять) разг ἐκτοπίζω, ἐκδιώκω, διώχνω/ ξεσπιτώνω, διώχνω ἀπ· τό σπίτι (из дома)· ◊ \выживать из ума разг ξεμωραίνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > выживать

  • 5 живой

    жив||ой
    прил
    1. ζωντανός:\живойое существо́ τό ζωντανό πλάσμα· \живой пример τό ζωντανό παράδειγμα· жив и здоров σῶος καί ὑγιής·
    2. (полный жизни, подвижный) ζωηρός:
    \живой ребенок (ум) τό ζωηρό παιδάκι (πνεῦμα)· \живойые глаза τά ζωηρά μάτια· \живойо́е воспоминание (воображение) ἡ ζωηρή ἀνάμνηση (φαντασία)· принимать \живойо́е участие в чем-л. παίρνω δραστήριο μέρος σέ κάτι· ◊ \живой язык ἡ ζωντανή γλώσσα· \живойые цвети τά φυσικά ἄνθη· \живойые краски ζωηρά χρώματα· задеть кого́-л. за \живойо́е πειράζω πολύ, συγκινώ βαθειἄ на \живойу́ю ийтку τό τρύπωμα· остаться в \живойых μένω ζωντανός, ἐπιζῶ· ни жив ни мертв разг μέ τήν ψυχή στό στόμα· \живойо́го места нет δέν ἔμεινε оСте ἕνα γερό μέρος στό κορμί μου· ни (одной) \живой души ὁὔτε φυχή.

    Русско-новогреческий словарь > живой

  • 6 оставаться

    оставаться
    несов в разн. знач. μένω:
    \оставаться на зиму в деревне διαχειμάζω στό χωριό· \оставаться дома μένω στό σπίτι· \оставаться на второй год в классе μένω στήν ἰδια τάξη· \оставаться в силе (о законе) μένω ἐν ἰσχὐΓ \оставаться в живых μένω ζωντανός, ἐπιζῶ· \оставаться сиротой μένω ὁρφανός· \оставаться должным μένω χρεώστης· \оставаться без дела μένω χωρίς δουλειά· меня \оставатьсялось пять рублей μου μένουν πέντε ρούβλια· ◊ \оставаться при своем мнении κρατῶ τήν γνώμη μου, ἐπιμένω στήν ἄποψή μου· \оставаться на бумаге (о проекте) μένω στά χαρτιά· ему́ \оставатьсялось только согласиться ἀναγκάστηκε νά συμφωνήσει· ◊ \оставаться ни при чем μένω στά κρύα τοῦ λουτροῦ· \оставаться в дураках τήν παθαίνω χιώτικα· \оставаться с носом μένω μέ τήν ὀρεξη· счастливо \оставаться1 χαίρετε!

    Русско-новогреческий словарь > оставаться

  • 7 переживать

    переживать
    несов
    1. περνώ, δοκιμάζω / βρίσκομαι σέ κατάσταση (подъем, кризис и т. п.):
    \переживать горе περνῶ (или δοκιμάζω) στενοχώρια· тяжело́ \переживать что-л. εἶμαι πολύ στενοχωρημένος γιά κάτι·
    2. (кого-л.) ἐπιβιῶ, ἐπιζώ (κάποιον).

    Русско-новогреческий словарь > переживать

  • 8 уцелеть

    уцеле||ть
    сов (παρα)μένω ἄθικτος, γλυτώνω (άμ-τ.), μένω σώος καί ἀβλαβης / (остаться нетронутым)/ ἐπιζώ (остаться в живых):
    дом \уцелетьл при пожаре τό σπίτι γλύτωσε ἀπό τήν πυρκαϊά.

    Русско-новогреческий словарь > уцелеть

  • 9 выживать

    [βυζυβάτ] ρ. επιζώ

    Русско-греческий новый словарь > выживать

  • 10 выживать

    [βυζυβάτ] ρ επιζώ

    Русско-эллинский словарь > выживать

  • 11 выжить

    -живу, -живешь, ρ.σ.
    1. επιζώ, επιβιώνω, μένω ζωντανός, διαφεύγω τον θάνατο. || θεραπεύομαι.
    2. διαμένω, ζω, κατοικώ•

    он -ил дома около года αυτός έζησε στο σπύι ένα περίπου χρόνο.

    3. διώχνω, υποχρεώνω να φύγει•

    дурной запах -ил всех из комнаты η βρώμα τους έδιωξε όλους από το δωμάτιο•

    выжить со службы διώχνω (απολύω) από την υπηρεσία.

    4. υποφέρω, περνώ βάσανα, δοκιμασίες.
    5. διώχνω από το σπίτι.
    εκφρ.
    выжить из ума ή из памяти – γεροξεκουτιάζω, τα χάνω από τα γεράματα.

    Большой русско-греческий словарь > выжить

  • 12 живой

    επ., βρ: жив, -а, -о.
    1. ζωντανός•

    он еще жив αυτός είναι ακόμα ζωντανός•

    -ая рыба ζωντανό ψάρι•

    пока, жив буду όσο θα είμαι ζωντανός•

    -ое существо ζωντανό πλάσμα•

    живой труп ζωντανό πτώμα•

    взять -ым πιάνω ζωντανό•

    похоронили -го τον έθαψαν ζωντανό.

    || (με σημ. ουσ.) άνθρωπος ζωντανός•

    остаться в -ых μένω ζωντανός, επιζώ.

    2. ζωικός, οργανικός•

    -ая природа ζωική φύση•

    -ая материя ζωική ύλη.

    || ζωηρός•

    живой взгляд ζωηρή ματιά, ζωηρό βλέμμα•

    живой интерес ζωηρό ενδιαφέρο•

    смех ζωηρό γέλιο•

    -ые глаза ζωηρά μάτια•

    -ые краски ζωηρά χρώματα•

    -ое воспоминание ζωηρή ανάμνηση.

    || ζωτικός, δραστήριος, ενεργητικός.
    3. πραγματικός, ζωντανός•

    живой пример ζωντανό παράδειγμα•

    4. εκφραστικός• σαφής•

    -ое повествование εκφραστική διήγηση.

    5. αξέχαστος, άσβεστος.
    εκφρ.
    живой вес – ζωντανό βάρος•
    - ая вода – το αθάνατο νερό•
    - ая изгородь – φράχτης με πράσινους θάμνους•
    - ые картины – ταμπλώ βιβάνживойая очередь προσωπική σειρά•
    живой портрет – ζωντανή προσωπογραφία•
    - ая рана – ανοιχτή πληγή•
    - ая связь – άμεση σύνδεση•
    - ая сила – ζωντανή δύναμη (ανθρώπων, ζώων), μη μηχανική•
    живой товар – δουλεμπόριο• σωματεμπόριο•
    живой ум – έξυπνος, εφευρετικός, ευφυής•
    - це цветы – φυσικά λουλούδια, όχι τεχνητά•
    -го места нет ή не остается – δεν μένει άθικτο (αβλαβές) μέρος•
    -ой рукой ή -ым духом ή -ым манером – πολύ γρήγορα• με ζωντάνια•
    на -ую руку – στα γρήγορα•
    ни -ой души – ούτε ψυχή, ούτε γατί•
    -ое место,παλ. πιασμένη θέση•
    задеть ή затронутьκ.τ.τ. за -ое συγκινώ, προκαλώ ζωηρή εντύπωση, κεντώ, θίγω•
    на -ую нитку – (ραπτ.) α) τρύπωμα. β) μτφ. τσαπατσουλιά, προχειρότητα•
    по -ому резать – σκληρός ακόμα και ατούς δικούς•
    жив-здоров ή жив и здоров – σώος και αβλαβής•
    ни жив ни мертв – μισοπεθαμένος (από φόβο)•
    живой язык – ζωντανή γλώσσα (η ομιλούμενη).

    Большой русско-греческий словарь > живой

  • 13 пережить

    -живу, -жившь, παρλθ. χρ. пережил
    -жила, пережило, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пережитый, βρ: -жит, -а, -о κ. пережитый, βρ: -жит, -а, -о
    ρ.σ.
    1. ζω•

    больной не -живёт ночь ο άρρωστος δε θα ζήσει ως το πρωί.

    2. ζω περισσότερο από ένα άλλον. || τρώγω το ψωμί μου χάνω•

    писатель -ил свою литературную славу ο συγγραφέας έχασε τη λογοτεχνική του δόξα.

    3. επιζώ, επιβιώνω. || υπομένω, υποφέρω, αντέχω, βαστώ•

    пережить удар судьбы αντέχω στο χτύπημα της τύχης (στα βάσανα).

    4. δοκιμάζω, υφίσταμαι•

    я -ил много υπόφερα (πέρασα) πολλά•

    пережить кризис περνώ κρίση•.- сильные огорчения περνώ μεγάλες πίκρες.

    εκφρ.
    пережить (самого) себя – α) αποθανατίζω τον εαυτό μου. β) χάνομαι, σβήνω, παρακμάζω.

    Большой русско-греческий словарь > пережить

  • 14 уцелеть

    -ю, -еешь
    ρ.σ. (παρα)μένω άθικτος, απείραχτος. || γλυτώνω. || επιζώ, σώζομαι, μένω σώος και αβλαβής.

    Большой русско-греческий словарь > уцелеть

См. также в других словарях:

  • επιζώ — επιζώ, επέζησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: επιζώ : εύχρηστη η λόγια μτχ. ενεστώτα ως ουσιαστικό (οι επιζώντες) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επιζώ — (AM ἐπιζῶ, ήω) ζω, εξακολουθώ να υπάρχω και μετά τον θάνατο κάποιου ή μετά από κάποιο γεγονός (α. «επέζησαν τού πολέμου» β. «επιζήσαμε» γ. «επέζησε τού συζύγου της» δ. «ἄν ὡς ὀλίγιστον ὁ τοιοῦτος χρόνον ἐπιζώῃ», Πλάτ.) αρχ. διαρκώ, παραμένω («τοῡ …   Dictionary of Greek

  • επιζώ — επέζησα 1. αμτβ., εξακολουθώ να ζω και ύστερα από κάποιο γεγονός (π.χ. θάνατο αγαπημένου προσώπου), επιβιώνω. 2. γλιτώνω το θάνατο, σώζομαι από κάποια καταστροφή: Από το βομβαρδισμό επέζησαν λίγοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπίζω — ἐφίζω set upon pres subj act 1st sg (ionic) ἐφίζω set upon pres ind act 1st sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιβιώνω — επιβίωσα, αμτβ. 1. ζω ακόμη ύστερα από κάτι, επιζώ, εξακολουθώ να ζω. 2. επιζώ μετά την καταστροφή ή το θάνατο άλλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απενιαυτίζω — ἀπενιαυτίζω κ. ἀπενιαυτῶ (Α) 1. εξορίζομαι για ένα έτος 2. επιζώ επί ένα έτος, ζω ακόμη ένα έτος μετά από κάποιο γεγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + ενιαυτίζω, ενεργ. του ενιαυτίζομαι σε σύνθεση του ενιαυτίζομαι («διέρχομαι ένα έτος») < ενιαυτός… …   Dictionary of Greek

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

  • βιώ — (I) βιῶ ( άω) (Α) Ι. πιέζω, στενοχωρώ II. ( ώμαι) 1. παρασύρομαι βίαια, υποχωρώ στη βίαιη δύναμη κάποιου 2. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου 3. αναγκάζω κάποιον, επιβάλλω σε κάποιον κάτι 4. βιάζω γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βία, αν και το βιώμαι,… …   Dictionary of Greek

  • διαγίγνομαι — και διαγίνομαι (Α) 1. διέρχομαι, περνώ 2. ζω 3. επιζώ 4. παρεμπίπτω, παρέρχομαι, φθάνω σε κάποια ηλικία και μάλιστα προχωρημένη 5. (με επίρρ.) συμβαίνω κατά κάποιο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • διατηρώ — (AM διατηρῶ, έω) [τηρώ] 1. διαφυλάσσω, συντηρώ 2. (για πρόσωπα) φυλάσσω σώο, διασώζω 3. κατέχω, φυλάσσω για πολύ χρόνο νεοελλ. 1. συντηρώ με χρήματα μου, διατρέφω 2. διασώζω από τη φθορά, κρατώ αμετάβλητο 3. (για τρόφιμα) προφυλάσσω από την… …   Dictionary of Greek

  • εναπολείπω — (AM ἐναπολείπω) αφήνω μέσα σε κάτι, καταλείπω, αφήνω, εναποθέτω μσν. μέσ. ἐναπολείπομαι 1. υπολείπομαι, εναπομένω 2. μτφ. επιζώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»