Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τράγοι

См. также в других словарях:

  • τράγοι — τράγος he goat masc nom/voc pl τράγοῑ , τράγω pres opt act 3rd sg τράγοῑ , τρώγω gnaw aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τράγοι — Τράγος he goat masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CILICICIUM — vestis gehus ex hircorum sive caprarum pilis contextum, quae tonsura quod primum in Cilicia instituta, facta inde appellatio est, ut Varro auctor est, l. 2. de R. R. in fine. Usus eorum potissimum in castris, item in navibus. Quo illud virgilii… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τράγος — Μικρό νησί στον Ευβοϊκό κόλπο, στη συστάδα των Πεταλιών. Στο νησί λειτουργεί αυτόματος φάρος. * * * ο, ΝΜΑ 1. αρσενική αίγα 2. ανατ. δερματικό έπαρμα τριγωνικό και αποπεπλατυσμένο, μπροστά από το στόμιο τού έξω ακουστικού πόρου νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • Трагедия — (греч.) драматическое произведение, изображающее такого рода страдания героя, в которых проявляются элементы возвышенного, и притом нравственно возвышенного. Т. ведет свое происхождение из Греции, где она развилась из лирической поэзии или… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Drama [1] — Drama (griech., »Handlung«), diejenige Gattung der Poesie, in der das dramatische Element (s. Dramatisch) herrscht, in der also der Dichter nicht selbst das Wort führt, sondern die Gestalten seiner Phantasie redend und handelnd einführt und durch …   Meyers Großes Konversations-Lexikon

  • καλοθέλιο — το [καλοθέλω] 1. καλή διάθεση, ευμένεια, συμπάθεια, συμπόνια («με καλοθέλιο και μ ευκή δε χορταίνουν νηστικοί», παροιμ.) 2. συν. στον πληθ. τα καλοθέλια επίμονη προσπάθεια, ζήλος για κάποιο έργο, προθυμία («στα καλοθέλια τού βοσκού κι οι τράγοι… …   Dictionary of Greek

  • πριτσίλα — και ιδιωμ. τ. πρατσίλα και πρατίλα και πουρτσίλα, η, Ν 1. χαρακτηριστική μυρωδιά που αναδίδεται από τα πρόβατα, προβατίλα 2. η μυρωδιά που αναδίδουν τα αρσενικά πρόβατα και οι τράγοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρατσίλα ή πρατίλα (< πράτα < πρόατα <… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • Λουπερκάλια — (Lupercalia). Γιορτή των Ρωμαίων, κατά την αρχαιότητα. Γινόταν προς τιμήν του θεού Φαύνου, ο οποίος ονομαζόταν και Λουπερκάλιος, ως προστάτης των κοπαδιών και διώκτης των λύκων. Στη γιορτή αυτή θυσιάζονταν τράγοι· δύο κορίτσια άλειφαν το μέτωπό… …   Dictionary of Greek

  • γίδι — το 1. το μικρό της γίδας, το κατσικάκι. 2. στον πληθ., γίδια κατσίκες και τράγοι: Οδήγησε τα γίδια στο μαντρί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»