-
1 τράγοι
τράγοςhe-goat: masc nom /voc plτράγοῑ, τράγωpres opt act 3rd sgτράγοῑ, τρώγωgnaw: aor opt act 3rd sg -
2 Τράγοι
Τράγοςhe-goat: masc nom /voc pl -
3 τράγος
τράγος, ὁ, 1) der Bock; der Ziegenbock; Od. 9, 239; οἱ τράγοι τῶν αἰγῶν, Her. 3, 112. – 2) der dem Bocksgeruch ähnliche Gestank unter den Achseln, und die Zeit dieses Bocksgeruchs. – 3) die Geilheit, Hippocr., Galen., die Zeit des τραγᾶν. – 4) ein kleiner Seefisch; Opp. Hal. 1, 108; ἰχϑύδιον, Ath. VIII, 332 d. – 5) eine von Weizen, Spelt oder Olyra gemachte Graupenart, Grütze, VLL. – 6) Name mehrerer Pflanzen, Diosc. Auch eine Art Schwämme, Arist. H. A. 5, 16.
-
4 γενειατης
-
5 αἰγι-βάτης
-
6 ἀ-κρᾱτίζομαι
ἀ-κρᾱτίζομαι ( ἄκρᾱτος), med., nicht mit Wasser vermischten Wein trinken, dah. (Schol. Theocr. 1, 49 πρωΐας ἔτι οὔσης ὀλίγον τινὰ ἐσϑίομεν ἄρτον καὶ ἄκρατον οἶνον πίνομεν) frühstücken, Comm. frg. bei Ath. I, 11 c; ἀκρατιοῦμαι μικρόν u. κοκκύμηλα ἠκρατίσω Ar. bei Poll. 6, 24. Bei Ar. Plut. 295 läuft τράγοι δ' ἀκρατιεῖσϑε auf einen obscoenen Witz hinaus. S. Schol.
-
7 αιγιβατης
-
8 βρωμαομαι
I[βρέμω] кричать, реветь Arph.II[βρῶμος] дурно пахнуть(βρωμᾶται ὅ ἐλέφας ὥσπερ οἱ τράγοι Arst.)
-
9 γονιμος
21) плодотворный, плодородный, производительный(φύσις Plat.; αἱ καλαὴ ὧραι Arst.)
2) плодовитый(τράγοι Arst.)
3) способный к деторождению4) плодный(ᾠά Arst.)
5) жизнеспособный(ἔμβρυον Arst.)
6) исполненный творческих сил, талантливый(ποιητής Arph.)
7) чреватый, обильный(ἔχθρας γονιμώτατα πάθη Plut.)
νέφος ὕδατος γόνιμον Arst. — дождевое облако8) истинный, настоящий, подлинный(γ. καὴ ἀληθής Plut.)
9) детородныйγονίμη φλέψ Anth. νενβςυν φιςιμε
10) ( по учению пифагорейцев) нечетный(ἀριθμός Plut.)
-
10 Καρικος
31) карийскийΚαρικέ μοῦσα Plat. и Καρικὸν αὔλημα Arph. — погребальная песнь ( какую пели карийские флейтисты)
2) достойный карийца, т.е. плохой, жалкий(τράγοι Soph.)
-
11 αἰγιβάτας
1 mounting she-goats Μένδητα αἰγιβάται ὅθι τράγοι γυναιξὶ μίσγονται (Hermann: αἰγίβατοι, -βοτον codd.) fr. 201. 2. -
12 γυνά
1 womanἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ P. 5.64
καὶ γυναιξὶν καλλικόμοισιν ἀριστεύει πάλαι N. 10.10
γυν]αικῶν ἑδνώσεται[ Pae. 4.4
ἀνδρὸς δοὔτε γυναικὸς χρή με λαθεῖν ἀοιδὰν πρόσφορον Παρθ. 2. 3. Μένδητα αἰγιβάται ὅθι τράγοι γυναιξὶ μίσγονται fr. 201. 3. the women of Lemnos, who killed their husbands:Κλυμένοιο παῖδα Λαμνιάδων γυναικῶν ἔλυσεν ἐξ ἀτιμίας O. 4.20
“ ἀλλοδαπᾶν κριτὸν εὑρήσει γυναικῶν ἐν λέχεσιν γένος” (sc. Εὔφαμος) P. 4.50Λαμνιᾶν τἔθνει γυναικῶν ἀνδροφόνων P. 4.252
servant women: “ κωκυτῷ γυναικῶν” P. 4.113ἐκ δ' ἄῤ ἄτλατον δέος πλᾶξε γυναῖκας N. 1.49
temple prostitutes: ἀρχὰν σκολίου ξυνάορον ξυναῖς γυναιξίν fr. 122. 15. equivalent to παρθένος: “ θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασιν θαύμασον” of Cyrene P. 9.30 οἷοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν the daughter of Antaios P. 9.105 esp. wife: νηλὴς γυνά Klytaimnestra P. 11.22ἀνδροδάμαντ' Ἐριφύλαν, ὅρκιον ὡς ὅτε πιστόν, δόντες Οἰκλείδᾳ γυναῖκα N. 9.17
γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν (pl. pro sing.: Dionysos, son of Zeus and Semele is meant) fr. 75. 12. -
13 μείγνυμι
μείγνυμι ( μειγνύντων ( μίγ. codd. Plut.); μειγνύμεν ( μιγ. codd. Plut.): impf. μείγνυον ( μίγ. codd.): aor. ἔμειξεν ( ἔμιξ. codd., Π); μεῖξαι ( μῖξ. codd.): pass. μείγνυνται ( μίγ. codd. Dion. Hal.); μειγνύμενον ( μιγ. codd.): impf. ἐμείγνυτ ( ἐμίγ. codd.), ἐμείγνυντο ( ἐμίγ. codd. Plut.): aor. 1, μίχθη, ἔμιχθεν; μιχθείς, -έντα, -έντες, -εῖσα; aor. 2, μᾰγεν; μᾰγεῖς(α): pf. μέμικται; μεμιγμένον; μεμίχθαι: μι passim codd., Π: μει Schr.: it is uncertain whether μι or μει should be written in aor. 1 pass. and pf. pass.: also pass. μίσγονται; μισγομέναν.)1 mingle1 c. acc. and dat.,a mingle with ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται (Schr.: μίγνυται, μίγνυνται codd. Dion. Hal.) fr. 75. 17. met., ἐλαφρὸν ὄρχημ' οἶδα ποδῶν μειγνύμεν (sc. αὐλοῖς, simm., Wil.: μίγνυμεν codd. Plutarchi: corr. Stephanus, Schr.) *fr. 107b. 1.* pass., ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς αἰδοιότατον γέρας τεᾷ τοῦτο μειγνύμενον φρενὶ (Schr.: μιγν. codd.: i. e. with the addition of your wisdom) P. 5.19b bring to, among ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ (Schr.: εμιξ[ Π: cf. Paus., 10. 5. 9, of the second Delphic temple of Apollo, πεμφθῆναι ἐς Ὑπερβορέους φασὶν ὑπὸ τοῦ Ἀπόλλωνος) Πα... θύματα μειγνύντων πυρὶ τηλεφανεῖ (Schr.: μιγν. codd. Plutarchi) Θρ. 7. 9. met., inflict upon, Κόλχοισιν βίαν μεῖξαν (Schr.: μῖξαν codd.: “intellego de ludis dictum,” Schr.) P. 4.213μάτρωι χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄργς ἔμειξεν I. 7.25
pass., καὶ Λακεδαιμονίων μιχθέντες ἀνδρῶν ἤθεσιν ἔν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν χρόνῳ νᾶσον being brought among the habitations of the Spartans P. 4.257, cf. P. 4.251cI crown withλαὸν θαμὰ δὴ καὶ Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα N. 1.18
Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη N. 2.22
Ἀμφιτρύωνος ἀγλαὸν παρὰ τύμβον Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον (Schr.: μίγνυον codd.) N. 4.21ἄξιος εὐλογίαις ἀστῶν μεμίχθαι I. 3.3
II pass., be affected byἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς N. 1.56
d contract a marriage, for, between pers. ξυνὸν ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ' Ὑψέος (v. l. μιχθέντι) P. 9.13 καταίνησάν τε κοινὸν γάμον γλυκὺν ἐν ἀλλάλοισι μεῖξαι (μῖξαι, μίξειν codd.: corr. Schr.) P. 4.2232 c. ἐν + dat., pass., met., come into touch with ἔν τ' ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν πόντῳ τ ἐρυθρῷ Λαμνιᾶν τ ἔθνει γυναικῶν ἀνδροφόνων (zeugma of senses 1. b and 4. b is intended) P. 4.251 and so be endowed with νῦν δ' ἐν αἱμακουρίαις μέμικται (sc. Πέλοψ) O. 1.91 ( Ὀλυμπία)ἵν' ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν I. 2.29
3 c. σὺν + dat., pass., be mixed, combined withἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι N. 3.77
4 pass. mingle togethera abs. ἥρωες αἰδοίαν ἐμείγνυντ' ἀμφὶ τράπεζαν θαμά (Stephanus: ἥρως ἐμίγνυτο codd. Plutarchi) fr. 187.b c. dat., be united with of sexual intercourse. ( Πιτάνα).ἅ τοι Ποσειδάωνι μιχθεῖσα Κρονίῳ λέγεται παῖδα τεκέμεν O. 6.29
Ῥόδῳ ποτὲ μιχθεὶς τέκεν ἑπτὰ παῖδας O. 7.71
Ὀλύμπιος ἁγεμὼν θύγατρ' Ὀπόεντος ἀναρπάσαις ἕκαλος μίχθη O. 9.59
Κένταυρον, ὃς ἵπποισι Μαγνητίδεσσιν ἐμείγνυτ (Schr.: ἐμίγνυτ codd.) P. 2.45πρόσθεν ἀκερσεκόμᾳ μιχθεῖσα Φοίβῳ P. 3.14
θαλάμῳ δὲ μίγεν ἐν πολυχρύσῳ Λιβύας P. 9.68
τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα δαίφρων ἐν μόναις ὠδῖσιν Ἀλκμήνα P. 9.84
ποντίαν θεὸν Ζηνὶ μισγομέναν ἢ Διὸς παρ' ἀδελφεοῖσιν I. 8.35
]μιγεῖσ' α[ Πα. 7. a. 1. τᾶς ὁ κράτιστος ἐράσσατο μιχθεὶς τοξοφόρον τελέσαι γόνον[ Πα. 7B. 51. ]κόρα μιγεῖσ' ὠκεανοῦ Μελία σέο, Πύθι[ε ( λέχει supp. G-H.) Πα... Μένδητα αἰγιβάται ὅθι τράγοι γυναιξὶ μίσγονται fr. 201. 3. -
14 ὅθι
1 where ὅθι παῖδες Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννὰν κρηπῖδ' ἐλευθερίας sc. at the battle of Artemision fr. 77. 1. Μένδητα ὅθι τράγοι γυναιξὶ μίσγονται fr. 201. 3. -
15 τράγος
1 he goat Μένδητα αἰγιβάται ὅθι τράγοι γυναιξὶ μίσγονται fr. 201. 3. -
16 Καρικός
III Καρικὴ μοῦσα funeral song, dirge, Pl.Lg. 800e;Κ. αὐλήματα Ar.Ra. 1302
;Κ. μέλος Pl.Com.69.12
(dub. l.).V Καρικόν, τό, Carian quarter in Memphis, PSI4.409.21 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Καρικός
-
17 Κίλιξ
A a Cilician, mostly in pl., Il.6.397, 415: as fem.,Κίλιξ χώρα Trag.Adesp.162
:—but regul. fem. [full] Κίλισσα (q.v.):—Adj. [full] Κῐλίκιος, α, ον, A.Pr. 353; K.τράγοι Com.Adesp.806
; - ιος as fem., Str.2.1.31, Dsc.1.4: ἡ Κιλικία (sc. γῆ), Cilicia, Hdt.2.34, etc. -
18 σύννομος
A feeding in herds or together, ταῦροι, κριοί, τράγοι, Arist.HA 571b22; ἵπποι ib. 611a10;μᾶλα Theoc.8.56
codd.(dub.l.): ἀγέλη (metaph., of mankind) Zeno Stoic.1.61 (alsoσύννομον ἡ φιλία ζῷον, οὐκ ἀγελαῖον Plu.2.93e
); φῦλα πάντα συννόμων of birds that flock together, Ar.Av. 1756 (lyr.), cf. 209 (anap.); πάνθ' ὅσα σύννομα ζῷα all animals that herd together, Pl.Criti. 110b, cf. Lg. 666e: c. dat., living with, τινι Luc.Syr.D.54: metaph., ἔρωτες ἄταισι ς. associated with.., A.Ch. 598 (lyr.); πνεύματα πόλει ς. Hp.Aër.3.2 c. gen. rei, sharing or partaking in a thing, σ. τινί τινος partner with one in.., Pi.I.3.17; τῶν ἐμῶν λέκτρων γεραιὰ ξύννομε partner of.., A. Pers. 704 (troch.);τῶν ἐμῶν ὕμνων Ar.Av. 678
(lyr.): metaph., θαλάσσῃ (v.l. -ης) σύννομοι Σκιρωνίδες πέτραι, of the Scironides which lie between two seas, E.Hipp. 979; πταναὶ σύννομοι νεφέων δρόμου winged partners with the racing clouds, i.e. swift as the clouds, Id.Hel. 1488 (lyr.).3 abs. as Subst., σύννομος, ὁ, ἡ, partner, consort, mate, of soldiers, A.Th. 354 (lyr.);ὡς λέοντε συννόμω S.Ph. 1436
; of wives,αἱ δὲ σ. τἄξω.. τροφεῖα πορσύνουσ' ἀεί Id.OC 340
; of a paramour, Id.El. 600; of a lioness, A.R.4.1339;θήλεια καὶ ἄρρην οἷον σύννομοι ἴτωσαν εἰς τὸν οἶκον Pl.Lg. 925c
, cf. 943b; of certain tunnies, ἐστον κατὰ τοὺς λύκους συννόμω prob. in Ael.NA15.3 (εἰς τὸν.. σύννομον codd.).II of things, kindred, correspondent, [τέχναι] ὅσαι σύννομοι Pl.Plt. 287b
, cf. 289b; ; ; φωνή, ὀσμή, D.H.1.39; λίθοι ς. stones cut so as to fit, ashlar, Plb.8.37.1, Str.5.3.8, 17.1.48.------------------------------------A lawful, regular,συναγωγὰ τῶν συνέδρων IG 5(1).1390.48
(Andania, i B.C.). Adv.- μως
as required by law, 7(1).20.28 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύννομος
-
19 Τίτυρος
A = Σάτυρος, Ael.VH3.40; [dialect] Dor. acc. to Eust.1157.39; Sicilian for Σιληνοί or Σάτυροι or τράγοι acc. to Sch.Theoc.3.2 (dub. l.); but Str. distinguishes Τίτυροι from Σάτυροι and Σιληνοί, 10.3.15.2 a common shepherd's name, Theoc.3.2.II τίτυρος, ὁ,1 = σάτυρος 1.3, short-tailed ape, Thphr.Char.5.9, Sch. Theoc.l.c.2 [dialect] Lacon. name for the bell-wether, Serv.ad Verg.E. Prooem.; he-goat, Sch.Theoc.l.c.; also called τιτυρίς, Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Τίτυρος
-
20 τράγος
A he-goat, Od.9.239, Pi.Fr. 201; opp. αἴξ (she-goat), Hdt.2.46, PCair.Zen.328.19 (iii B. C.), etc.;τῶν αἰγῶν τῶν τράγων Hdt.3.112
; τράγος γένειον.. πενθήσεις you will mourn your beard like the goat in the proverb, A.Fr. 207; Κιλίκιοι τράγοι, of longhaired men, Com.Adesp.806; of men, τράγου ὄζειν, τράγου πνεῖν, to smell like a goat, AP9.368 (Jul. Imp., perh. with play on signf. 111), 11.240 (Lucill.), cf. Gal.17(2).152.2 the age when change of voice and other signs of puberty appear, Hp.Epid.6.4.21, Gal.UP14.7.b the change of the voice which takes place at this age, dub. in PLond. 1821.150; cf. τραγάω, τραγίζω.3 lewdness, lechery, Luc.Ep.Sat. 28.II the male of the fish μαινίς, Arist.HA 607b14, Clearch. 73, Gal.Vict.Att.8, Opp.H.1.108.IV a rough kind of sponge, Arist.HA 548b5, Dsc.5.120.V among the Messenians, the wild fig, = ἐρινεός, Paus.4.20.2, cf. Orac. ap. D.S.8.21 (where perh. = goat).3 stinking nard, Valeriana saxatilis, Dsc.1.8.VI part of the ear (cf. ἀντίτραγος), Poll.2.85,86, Ruf.Onom.44.VII a kind of light Lycian ship, Poll.1.83.2 a constellation of the δωδεκάωρος, Teucer in Cat.Cod. Astr.7.204, 8(4).198, Id. in Boll Sphaera 48.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τράγοι — τράγος he goat masc nom/voc pl τράγοῑ , τράγω pres opt act 3rd sg τράγοῑ , τρώγω gnaw aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τράγοι — Τράγος he goat masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CILICICIUM — vestis gehus ex hircorum sive caprarum pilis contextum, quae tonsura quod primum in Cilicia instituta, facta inde appellatio est, ut Varro auctor est, l. 2. de R. R. in fine. Usus eorum potissimum in castris, item in navibus. Quo illud virgilii… … Hofmann J. Lexicon universale
τράγος — Μικρό νησί στον Ευβοϊκό κόλπο, στη συστάδα των Πεταλιών. Στο νησί λειτουργεί αυτόματος φάρος. * * * ο, ΝΜΑ 1. αρσενική αίγα 2. ανατ. δερματικό έπαρμα τριγωνικό και αποπεπλατυσμένο, μπροστά από το στόμιο τού έξω ακουστικού πόρου νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
Трагедия — (греч.) драматическое произведение, изображающее такого рода страдания героя, в которых проявляются элементы возвышенного, и притом нравственно возвышенного. Т. ведет свое происхождение из Греции, где она развилась из лирической поэзии или… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Drama [1] — Drama (griech., »Handlung«), diejenige Gattung der Poesie, in der das dramatische Element (s. Dramatisch) herrscht, in der also der Dichter nicht selbst das Wort führt, sondern die Gestalten seiner Phantasie redend und handelnd einführt und durch … Meyers Großes Konversations-Lexikon
καλοθέλιο — το [καλοθέλω] 1. καλή διάθεση, ευμένεια, συμπάθεια, συμπόνια («με καλοθέλιο και μ ευκή δε χορταίνουν νηστικοί», παροιμ.) 2. συν. στον πληθ. τα καλοθέλια επίμονη προσπάθεια, ζήλος για κάποιο έργο, προθυμία («στα καλοθέλια τού βοσκού κι οι τράγοι… … Dictionary of Greek
πριτσίλα — και ιδιωμ. τ. πρατσίλα και πρατίλα και πουρτσίλα, η, Ν 1. χαρακτηριστική μυρωδιά που αναδίδεται από τα πρόβατα, προβατίλα 2. η μυρωδιά που αναδίδουν τα αρσενικά πρόβατα και οι τράγοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρατσίλα ή πρατίλα (< πράτα < πρόατα <… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
Λουπερκάλια — (Lupercalia). Γιορτή των Ρωμαίων, κατά την αρχαιότητα. Γινόταν προς τιμήν του θεού Φαύνου, ο οποίος ονομαζόταν και Λουπερκάλιος, ως προστάτης των κοπαδιών και διώκτης των λύκων. Στη γιορτή αυτή θυσιάζονταν τράγοι· δύο κορίτσια άλειφαν το μέτωπό… … Dictionary of Greek
γίδι — το 1. το μικρό της γίδας, το κατσικάκι. 2. στον πληθ., γίδια κατσίκες και τράγοι: Οδήγησε τα γίδια στο μαντρί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)