-
1 αἰγι-βάτης
-
2 αἰγιβάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰγιβάτης
-
3 αιγιβατης
См. также в других словарях:
αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… … Dictionary of Greek
χιμαιροβάτης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Πανός) αυτός που βατεύει χίμαιρες, δηλαδή γίδες, ή, κατ άλλους, αυτός που έχει πόδια γίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χίμαιρα + βάτης (< βαίνω), πρβλ. αἰγι βάτης, κυνο βάτης] … Dictionary of Greek
αιγιβάτης — αἰγιβάτης, ο (Α) (λέγεται για τράγους και για τον τραγοπόδαρο Πάνα) αυτός που βατεύει τις κατσίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰγι (< αἴξ) + βάτης βαίνω] … Dictionary of Greek