Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

το+τμήμα

  • 41 раздел

    раздел м 1) (действие) το μοίρασμα, η διανομή 2) (книги и т. п.) το τμήμα
    * * *
    м
    1) ( действие) το μοίρασμα, η διανομή
    2) (книги и т. п.) το τμήμα

    Русско-греческий словарь > раздел

  • 42 сектор

    сектор м το τμήμα, ο τομέας
    * * *
    м
    το τμήμα, ο τομέας

    Русско-греческий словарь > сектор

  • 43 секция

    секция ж το τμήμα
    * * *
    ж
    το τμήμα

    Русско-греческий словарь > секция

  • 44 участок

    участок м 1) (земли) το γήπεδο; το οικόπεδο (для застройки) 2) (административный) το τμήμα 3) (область, сфера) о τομέας
    * * *
    м
    1) ( земли) το γήπεδο; το οικόπεδο ( для застройки)
    2) ( административный) το τμήμα
    3) (область, сфера) ο τομέας

    Русско-греческий словарь > участок

  • 45 цех

    цех м το εργαστήριο, το τμήμα (εργοστασίου); литейный \цех το μεταλλουργείο, το χυτήριο
    * * *
    м
    το εργαστήριο, το τμήμα (εργοστασίου)

    лите́йный цех — το μεταλλουργείο, το χυτήριο

    Русско-греческий словарь > цех

  • 46 кадры

    ка́др||ы
    мн. τά στελέχη:
    руководящие \кадры τά καθοδηγητικά (или τά ἡγετικά) στελέχη· отдел \кадрыов τό τμήμα στελεχών, τό τμῆμα προσωπικοῦ.

    Русско-новогреческий словарь > кадры

  • 47 отделение

    отделен||ие
    с I. (действие) ὁ (ἀπο-) χωρισμός, ἡ διαχώριση, ὁ ξεχωρισμός / ἡ ἀπόσπαση (отпадение)·
    2. (отдел в учреждении и т. п.) τό τμήμα:
    \отделение милиции τό ἀστυνομικό τμήμα· почтовое \отделениеτό ταχυδρομείον
    3. (у шкафа и т. п.) τό διαμέρισμα·
    4. (в концерте и т.п.) τό μέρος·
    5. воен. ἡ ὁμάδα, ἡ ὁμάς, ὁ οὐλαμός, ἡ ἐνωμοτία:
    пулеметное \отделение οὐλαμός πολυβόλων· стрелковое \отделение Ομάδα πεζικού.

    Русско-новогреческий словарь > отделение

  • 48 стол

    стол
    м
    1. τό τραπέζι, ἡ τράπεζα:
    письменный \стол τό γραφείο· ломберный \стол τό πράσινο τραπέζι· обеденный \стол τό τραπέζι τοῦ φαγητοῦ· накрывать (на) \стол στρώνω τό τραπέζι· убирать со \стола σηκώνω τό τραπέζι·
    2. (о питании) τό φα· γητό/ ἡ κουζίνα (кухня):
    \стол и квартира φαγητό καί κατοικία· диетический \стол ἡ διαιτητική κουζίνα·
    3. (бюро) τό τμήμα:
    \стол заказов τμήμα παραγγελιών адресный \стол τό γραφείο διευθύνσεων, ἡ ὑπηρεσία διευθύνσεων.

    Русско-новогреческий словарь > стол

  • 49 цех

    цех
    м
    1. (на заводе, фабрике) τό τμήμα (εργοστασίου):
    прокатный \цех τό ἐλα-σματουργεῖο[ν]· литейный \цех τό χυτήριο[ν]· сборочный \цех τό τμήμα συναρμολόγησης' переплетный \цех τό βιβλιοδε-τεῖο[ν]·
    2. ист. ἡ συντεχνία, τό σινάφι.

    Русско-новогреческий словарь > цех

  • 50 stage

    I 1. [stei‹] noun
    (a raised platform especially for performing or acting on, eg in a theatre.) σκηνή,παλκοσένικο
    2. verb
    1) (to prepare and produce (a play etc) in a theatre etc: This play was first staged in 1928.) ανεβάζω(έργο)
    2) (to organize (an event etc): The protesters are planning to stage a demonstration.) οργανώνω
    - stage direction
    - stage fright
    - stagehand
    - stage manager
    - stagestruck
    II [stei‹]
    1) (a period or step in the development of something: The plan is in its early stages; At this stage, we don't know how many survivors there are.) στάδιο,φάση
    2) (part of a journey: The first stage of our journey will be the flight to Singapore.) σκέλος
    3) (a section of a bus route.) στάση,τμήμα δρομολογίου
    4) (a section of a rocket.) τμήμα πυραύλου

    English-Greek dictionary > stage

  • 51 кадры

    -ов πλθ. στελέχη στρατιωτικά(μόνιμα) ή εργατικά στελέχη.
    εκφρ.
    отдел кадров – τμήμα προσωπικού (επιχείρησης, εργοστασίου)• τμήμα πρόσληψης εργατών.

    Большой русско-греческий словарь > кадры

  • 52 околоток

    -тка α.
    1. παλ. τα πέριξ, τα περίχωρα.
    2. παλ. αστυνομικό τμήμα.
    3. παλ. αναρρωτήριο στρατιωτικό.
    4. τμήμα σιδηροδρομικής οδού ή απόστασης.

    Большой русско-греческий словарь > околоток

  • 53 плёс

    α.
    1. τμήμα ποταμού από μια καμπή στην επόμενη. || τμήμα ποταμού ίδιο με τα προηγούμενα (για ποταμοπλοία).
    2. πλατύ μέρος ποταμού μεταξύ δυο πόρων ή νησίδων.
    3. (διαλκ.) το μέρος του ψαριού μεταξύ μέσης και ουράς.

    Большой русско-греческий словарь > плёс

  • 54 районо

    α. άκλ, (συντομογραφία): районный отдел народного образования επαρχιακό τμήμα λαϊκής παιδείας ή (για τις πόλεις) αχτιδικό τμήμα λαϊκής παιδείας.

    Большой русско-греческий словарь > районо

  • 55 секция

    θ.
    1. τμήμα• τομέας•

    секция готового платья в универмаге τμήμα ετοίμων ενδυμάτων στο κατάστημα•

    работа совещания по -ям εργασία της σύσκεψης κατά τμήματα.

    2. διαμέρισμα•

    секция жилого дома διαμέρισμα σπιτιού.

    θ.
    τομή χειρουργική, σχίσιμο-άνοιγμα•

    секция трупа σχίσιμο του πτώματος•

    вены σχίσιμο της φλέβας.

    Большой русско-греческий словарь > секция

  • 56 станок

    -нка α.
    1. εργατομηχανή•

    фрезерный, станок φραίζα κατατομών•

    ткэцкий станок ο αργαλειός•

    токарный станок ο τόρνος•

    типографический ή печатный станок πιεστήριο τυπογραφείου•

    сверлильный станок διατρητικό μηχάνημα, τρίπανο μηχανοκίνητο.

    2. βλ. стан?
    3. κιλλίβαντας πυροβόλου ή πολυβόλου. || οκρίβαντας.
    4. υποστήριγμα.
    5. στήριγμα (γυμναστικής εξάσκησης).
    6. συσκευή προσαρμογής. || ξεχωριστό τμήμα σταύλου•

    станок для телят τμήμα σταύλου για τα μοσχαράκια.

    -нка α.
    1. παλ. σταθμός οδικός.
    2. χωριουδάκι (στη Σιβηρία).

    Большой русско-греческий словарь > станок

  • 57 стол

    α.
    1. τραπέζι•

    круглый стол στρογγυλό τραπέζι•

    обеденный стол τραπέζι φαγητού•

    ломберный стол πράσινο τραπέζι•

    письменный стол το γραφείο•

    операционный стол χειρουργικό τραπέζι.

    2. φαγητό, τροφή•

    за -ом στο φαγητό,την ώρα του φαγητού•

    встать из-за -а σηκώνομαι από το τραπέζι (το φαγητό)•

    пригласить к -у προσκαλώ στο τραπέζι (να φάμε)•

    общий стол κοινό φαγητό•

    нанимать квартиру со -ом νοικιάζω διαμέρισμα και με φαγητό μαζί•

    убирать со -а σηκώνω, συμμαζεύω το τραπέζι• απο-σκευάζω το τραπέζι•

    подать на стол σερβίρω το φαγητό•

    обед на - το τραπέζι είναι έτοιμο (τα φαγητά σερβιρισμένα)•

    3. τμήμα ιδρύματος•
    личного состава τμήμα προσωπικού•

    справочный стол γραφείο πληροφοριών.

    α.
    θώκος•

    княжский стол πριγκιπικός θώκος.

    Большой русско-греческий словарь > стол

  • 58 строй

    строя, προθτ. о строе, в строю, πλθ. строи, -ев κ. строй
    -θβ α.
    1. (στρατ.) σύνταξη. || τμήμα συνταγμένο. •
    τμήμα μάχιμο.
    2. σειρά, στοίχος, γραμμή (αντικειμένων).
    3. διάρθρωση, συγκρότηση, σύνθεση•

    метрический -стиха μετρική σύνθεση στίχου.

    || χαρακτήρας, τρόπος•

    строй мышления τρόπος της σκέψης.

    || το καθεστώς, το κοινωνικό σύστημα μιας χώρας•

    самодержавный строй το απολυταρχικό καθεστώς•

    феодальный строй το φεουδαρχικό καθεστώς•

    буржуазный строй αστικό καθεστώς•

    социалистический, строй σοσιαλιστικό καθεστώς•

    5. κούρντισμα, εναρμόνιση.
    εκφρ.
    вести в строй – κρίνω ικανόν για εργασία ή μάχιμο•
    встать (поступить, войти, стать) в строй – είμαι, γίνομαι ικανός για εργασία ή μάχιμος•
    остаться в -ю – μένω στις γραμμές, είμαι ακόμα ικανός για δουλειά ή για στρατό)•
    вывести из строя – α) βγάζω ανίκανο ή άχρηστο, β) χαλνώ, αχρηστεύω•
    выйти (выбить) из строя – αχρηστεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > строй

  • 59 Cut

    v. trans.
    P. and V. τέμνειν, κόπτειν.
    Hew: P. and V. τέμνειν, κόπτειν, ἐκτέμνειν, V. κείρειν.
    Divide, sever: P. and V. σχίζειν, ποσχίζειν, τέμνειν, διατέμνειν.
    Cut a road or canal: P. τέμνειν.
    met., affect deeply: P. and V. δάκνειν.
    Cut one's hair: P. and V. κείρεσθαι, Ar. and P. ποκείρεσθαι; see cut off.
    Out ( teeth): use P. and V. φειν (acc.).
    Cut down: P. and V. τέμνειν, Ar. and P. κατατέμνειν, κατακόπτειν, ἐκκόπτειν; see also Kill.
    met., curtail: P. and V. συντέμνειν, συστέλλειν, κολούειν.
    Cut off: P. and V. τέμνειν, κόπτειν, Ar. and P. ποτέμνειν, V. θερίζειν, παμᾶν.
    Cut clean off.: P. and V. ποκαυλίζειν (Thuc. 2, 76).
    Cut off ( hair): P. and V. κείρεσθαι, V. ποθρσαι ( 1st aor. ἀποθερίζειν), τέμνειν.
    Intercept: P. ἀπολαμβάνειν, διαλαμβάνειν.
    Cut off by a wall: P. ἀποικοδομεῖν (acc.).
    Shut out: P. and V. ποκλῄειν.
    Destroy: P. and V. καθαιρεῖν, διαφθείρειν; see Destroy.
    Cut open: P. διακόπτειν (used of cutting open a lip, Dem. 1259).
    Cut out: P. and V. ἐκτέμνειν.
    Cut short: P. and V. συντέμνειν; see also Destroy.
    Interrupt a person speaking: P. ὑπολαμβάνειν, Ar. ποκρούειν; see Interrupt.
    Cut through (generally): P. and V. διατέμνειν, P. διακόπτειν.
    Cut through enemy's ranks, etc.: P. διακόπτειν (acc.) (Xen.).
    Force ( a passage): P. βιάζεσθαι (acc.).
    Cut up: P. and V. κόπτειν, τέμνειν, Ar. and P. κατακόπτειν, κατατέμνειν.
    Carve: V. κρεοκοπεῖν, ἀρταμεῖν.
    Cut up small: P. κερματίζειν.
    ——————
    adj.
    Cut off: V. τομαῖος.
    ——————
    subs.
    Slice: Ar. τόμος, ὁ, P. τμῆμα, τό (Plat.), περίτμημα, τό (Plat.).
    Blow: P. and V. πληγή, ἡ, V. τομή, ἡ.
    Wound: P. and V. τραῦμα, τό.
    If the cut be deep: P. εἰ βαθὺ τὸ τμῆμά (ἐστι) (Plat., Gorg. 476C).
    Short cut: Ar. ἀτραπὸς σύντομος, ἡ.
    By the shortest cut: P. τὰ συντομώτατα (Thuc. 2, 97).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cut

  • 60 верх

    I. 1. (верхняя часть) το (επ)άνω μέρος/τμήμα 2. (автомобиля) η οροφή
    брезентовый - από αδιάβροχο ύφασμα (μουσαμά).
    II.
    η я к (горизонтальный элемент крепи забоя) η οριζόντια δοκός
    - дверного оклада η εγκάρσια δοκός/κεφαλίδα της θύρας/πόρτας

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > верх

См. также в других словарях:

  • τμῆμα — part cut off neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμήμα — το / τμῆμα, ήματος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τμᾱμα, άματος, Α 1. τεμάχιο, κομμάτι 2. υποδιαίρεση, μέρος ενός συνόλου (α. «μεγάλο τμήμα τού δάσους κάηκε» β. «τὰ τῆς οἰκουμένης τμήματα», Γρηγ. Ναζ.) 3. μαθ. το επακριβώς καθορισμένο μέρος μιας ευθείας, μιας …   Dictionary of Greek

  • τμήμα — το, ατος 1. τεμάχιο, μέρος, κομμάτι. 2. υποδιαίρεση ενός όλου: Τμήμα βιβλίου. 3. κλάδος δημόσιας ή ιδιωτικής υπηρεσίας καθώς και τα γραφεία της: Τμήμα δημοσίων σχέσεων. 5. αστυνομικό τμήμα: Τον έχουν στο τμήμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νηριτική ζώνη ή νηριτικό τμήμα — Όρος που χρησιμοποιείται συχνά αντί του όρου παράλια ζώνη των θαλασσών. Ανήκει στην ευφωτική ζώνη, δηλαδή σε αυτή που δέχεται σημαντικές ποσότητες φωτεινής ενέργειας και γι’ αυτό είναι πλούσια σε φυτικά είδη και, κατά συνέπεια, σε ποικιλία ζώων …   Dictionary of Greek

  • μεσεγκέφαλος — Τμήμα του μεγάλου εγκεφάλου, που βρίσκεται ανάμεσα στα ημισφαίριά του και στην παρεγκεφαλίδα. Αποτελεί τη δεύτερη διόγκωση του εμβρυϊκού νευρικού σωλήνα, που αναπτύσσεται στο τετράδυμο, στον υδραγωγό του Sylvius και στα εγκεφαλικά σκέλη. Σε… …   Dictionary of Greek

  • παραγναθίδα — Τμήμα του κράνους που προστατεύει τις γνάθους. Με π., που ήταν χωριστά κομμάτια και προσαρμόζονταν με καρφιά στο υπόλοιπο κράνος, ήταν εφοδιασμένα τα δερμάτινα και τα μεταλλικά κράνη της ύστερης εποχής του χαλκού. Π. έφεραν και μερικά από τα… …   Dictionary of Greek

  • Έξω Μάνη — Τμήμα της Μάνης από τον Αλμυρό μέχρι το Οίτυλο. Λέγεται και Δυτική Μάνη και Αποσκιαδερή. Η υπόλοιπη Μάνη, η Ανατολική, αποτελεί τμήμα της πρώην επαρχίας Γυθείου. Η περιοχή Οιτύλου, Αρεόπολης, Πύργου Διρού έως τον όρμο Βαθύ ονομάζεται και Μέσα… …   Dictionary of Greek

  • λιβυκοβερβερική ομογλωσσία — Τμήμα της χαμιτικής γλωσσικής οικογένειας, μαζί με τις γλωσσικές ομάδες της αρχαίας αιγυπτιακής και της χουσιτικής. Οι χαμιτικές γλώσσες παρουσιάζουν κοινά μορφολογικά χαρακτηριστικά με τις γλώσσες της σημιτικής ομάδας και θεωρούνται τμήμα μιας… …   Dictionary of Greek

  • ακρωτήριο — Τμήμα ακτής που εισχωρεί μέσα στη θάλασσα, σε λίμνη ή σε ποτάμι. Αποτελείται από παλαιά πετρώματα ή από πρόσφατες προσχώσεις. Τα α. που έχουν γίνει από προσχώσεις έχουν χαμηλό ύψος. (Αρχιτ.) Διακοσμητικό αρχιτεκτονικό στοιχείο που τοποθετούσαν οι …   Dictionary of Greek

  • απευθυσμένο — Τμήμα στο παχύ έντερο, που αποτελεί συνέχεια του σιγμοειδούς και τελειώνει στο ύψος του πρωκτού· βρίσκεται μπροστά στο ιερό οστό και εκτελεί κυρίως τη λειτουργία αποβολής των κοπράνων. Ο μυϊκός χιτώνας των τοιχωμάτων του γίνεται πιο παχύς στο… …   Dictionary of Greek

  • ενδοσπέρμιο — Τμήμα του σπέρματος των αγγειοσπέρμων φυτών, που συνοδεύει ή περιέχει το έμβρυο. Είναι αποταμιευτικός ιστός και προέρχεται από την τριπλή διαίρεση του πυρήνα του ωαρίου. Πολλές φορές το ε. αποδιοργανώνεται πριν το σπέρμα ωριμάσει. Στην περίπτωση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»